Πηγή: http://oallosdromos.gr/
Τον Οκτώβριο που πέρασε δημοσιοποιήθηκε το καταληκτικό κείμενο της Συνδιάσκεψης Υγειονομικών του ΣΥΡΙΖΑ[1]. Το κείμενο αυτό περιέχει διάφορες ενδιαφέρουσες θέσεις που λίγο – πολύ αποτελούν μετατοπίσεις του πολιτικού αυτού χώρου σε σχέση με τις παραδοσιακές θέσεις του Συνασπισμού ή των πολιτικο-συνδικαλιστικών μορφωμάτων του στο χώρο της υγείας.
Έτσι, για παράδειγμα, σε αντιδιαστολή με τον παραδοσιακό λόγο της επίσημης αριστεράς στη χώρα μας, για πρώτη φορά δεν υιοθετείται η θέση της απλής υπεράσπισης του ΕΣΥ απέναντι στις περικοπές αλλά αναγνωρίζοντας τα σημερινά του δομικά πλέον προβλήματα (π.χ. διαφθορά, παραοικονομία κ.λπ.) διακηρύσσεται η ανάγκη για ένα νέο πλήρες σύστημα υγείας σε ρήξη με το υφιστάμενο.
Ή, ακόμα, αναγνωρίζοντας την ανάγκη μιας περιόδου μετάβασης από ένα μοντέλο μεικτής δημόσιας-ασφαλιστικής και ιδιωτικής περίθαλψης σε ένα αμιγώς δημόσιας, το κείμενο απόφασης θέτει ορισμένες ελάχιστες προϋποθέσεις – εγγυήσεις μια τέτοιας μετάβασης όπως π.χ. η αποκλειστική εξυπηρέτηση ασφαλιστικών ασθενών σε μονάδες του ιδιωτικού τομέα που θα το επιλέξουν (να μην συνυπάρχουν, δηλαδή, ασφαλιστικές δωρεάν και ιδιωτικές επί πληρωμή υπηρεσίες στην ίδια μονάδα). Δε θα είναι άδικο να σημειωθεί πως αυτά στο χώρο του κινήματος των υγειονομικών τα έθεσε πρώτα η ΑΡΣΙ κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαπενταετίας δεχόμενη ενίοτε τα πυρά των συνιστωσών της επίσημης αριστεράς.
Με αυτήν την έννοια, θα είναι λάθος να μην αναγνωριστεί το πολιτικό προχώρημα αυτού του χώρου. Ωστόσο, το πρόβλημα το κειμένου αυτού είναι πολύ βαθύτερο και σηματοδοτεί την ανάγκη κριτικής επανεξέτασης και των θέσεων της ΑΡΣΙ στο φόντο ετούτης εδώ πλέον και όχι της προ πενταετίας ή δεκαετίας συγκυρίας. Με δυο κουβέντες: το κείμενο του ΣΥΡΙΖΑ περιγράφει κατά την εκτίμησή μας κάτι που πλέον δεν έχει «τόπο» εν έτη 2013. Αντιστοιχεί σε εποχές που «λεφτά υπήρχαν» – οπότε και η διεκδίκηση ενός πλήρους καθολικού αναβαθμισμένου συστήματος περίθαλψης συνιστούσε ριζοσπαστικό αλλά και ρεαλιστικό στόχο διεκδίκησης μιας αναδιανεμητικής πολιτικής προς όφελος των εργαζομένων. Στη σημερινή συγκυρία, ωστόσο, αυτό μάλλον δεν αντιστοιχεί. Πολύ περισσότερο, δεν αντιστοιχεί καθόλου στο ενδεχόμενο κατάληψης της κυβερνητικής έστω εξουσίας από μια κάποια κυβέρνηση που θέλει να ονομάζεται κυβέρνηση της αριστεράς, οπότε και οι προκλήσεις που θα έχει αναγκαστικά να αντιμετωπίσει σε περίπτωση που θελήσει να ακολουθήσει έστω και κατ’ ελάχιστο την αντιμνημονιακή της ρητορική θα είναι τεράστιες από κέντρα εντός και εκτός Ελλάδας. Με αυτή την έννοια, οι σκέψεις που αναπτύσσονται παρακάτω δεν είναι επί της ουσίας σε αντιπαράθεση με αρκετά από τα σημεία του κειμένου της συνδιάσκεψης του ΣΥΡΙΖΑ ή άλλων ακόμα πιο «προχωρημένων» κειμένων ή διακηρύξεων των δυνάμεων της αριστεράς (λιγότερο ή περισσότερο ριζοσπαστικής). Οι παρακάτω σκέψεις και προβληματισμοί έρχονται να απαντήσουν στο ερώτημα τι γίνεται όταν αυτού του είδους ο προβληματισμός δεν επαρκεί ή τέλοσπάντων δεν έχει θέση στην απάντηση των ερωτημάτων της ενεστώσας συγκυρίας.