Archive for the ‘Δημήτρης Κουσουρής’ category

Δημήτρης Κουσουρής: Οι θεσμοί εξουσίας της εαμικής επανάστασης,1942-1944

23 Απριλίου, 2013

677BD9388D42ADA0E92048D6DB959FB4

Εκτός Γραμμής τευχ.32 σελ 46-48

Κλειδί για την ώσμωση των επαναστατικών πρωτοποριών με τη μαζική κίνηση των εργατικών και αγροτικών πληθυσμών σε εκείνες τις συνθήκες καθολικής κοινωνικής κρίσης υπήρξε η δυνατότητα των κομμουνιστών να αντιληφθούν εγκαίρως τη ρευστότητα των ταυτοτήτων και των σχέσεων πολιτικής εκπροσώπησης και να συγκροτήσουν τη νέα, εαμική πολιτική ταυτότητα στη βάση συγκεκριμένων συλλογικών πρακτικών του κινήματος.

Η ανάδυση και κυρίως η μαζικοποίηση των θεσμών της εαμικής εξουσίας ήταν προϊόν πολλαπλών ρωγμών στην ομαλή, ευθύγραμμη εξέλιξη του ιστορικού χρόνου. Σε αυτή την πολυεπίπεδη «διακοπή» της κανονικότητας εξάλλου οφείλεται και η πολλαπλότητα του εαμικού κινήματος η οποία, μολονότι αποτελεί πια κοινό τόπο, απέχει πολύ από το να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη στην καθ’ ημάς συζήτηση για την περίοδο, που συχνά επιμένει ακόμα να επιστρέφει στη λαθολογία της ηγεσίας ή στη μυθολογία του αντάρτικου. Προς αποφυγή λοιπόν των γνωστών κακοτοπιών και της εύκολης «ιδεολογικοποίησης», το κείμενο που ακολουθεί θα περιοριστεί στην παρουσίαση ενός συντόμου και κατ’ ανάγκη σχηματικού σχεδιάσματος της διαδικασίας ανάδυσης των μορφών λαϊκής εξουσίας στην Κατοχή.

Η στρατιωτική ήττα του Απριλίου 1941 δεν διέκοψε την κρατική συνέχεια και την οικονομική ζωή μόνο σε συμβολικό επίπεδο. Σε κάποιες από τις ζώνες της τριπλής Κατοχής εφαρμόστηκαν αμέσως πολιτικές αντικατάστασης των ελληνικών αρχών και εδαφικής προσάρτησης, ενώ ταυτοχρόνως ύστερα από έξι μήνες πολεμικών συγκρούσεων τα συγκοινωνιακά μέσα και δίκτυα της χώρας καταστράφηκαν σχεδόν ολοσχερώς. Όλα τούτα, σε συνδυασμό με τον από θάλασσας αποκλεισμό της χώρας από τον συμμαχικό στόλο, δεν άργησαν να οδηγήσουν στο λιμό. Οι 300.000 νεκροί του χειμώνα του 1941-1942 διέλυσαν τις ήδη εύθραυστες πολιτικές ταυτότητες και σχέσεις εκπροσώπησης του Μεσοπολέμου. Η πείνα στην αρχή χτύπησε κυρίως την Αθήνα και τα νησιά του Αιγαίου, με πρώτα θύματα φτωχούς εργαζόμενους και απόκληρους. Τούτο είχε αποτέλεσμα το κίνημα αντίστασης να μαζικοποιηθεί καταρχάς στις πόλεις, και δη στην πρωτεύουσα, κάτι που αποτέλεσε και τη σημαντικότερη ιδιαιτερότητα της ελληνικής εμπειρίας κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ωστόσο το φάσμα του μαζικού βιολογικού αφανισμού δεν απομακρύνθηκε. Επισιτιστικές κρίσεις ενέσκηψαν τα επόμενα χρόνια και σ’ άλλες περιοχές της χώρας, ανάλογα με τη συγκυρία, κινητοποιώντας αμέτρητα εναλλακτικά δίκτυα ανταλλαγής και διανομής και δημιουργώντας νέους ή ενεργοποιώντας παλαιούς πολιτισμικούς κώδικες και μηχανισμούς πολιτικής νομιμοποίησης.

Η ανάπτυξη των μορφών αντίστασης στην πείνα και στην τρομοκρατία του κατακτητή και των αρχών κατοχής δεν ήταν τυφλές «εξεγέρσεις της κοιλιάς», που υπαγόρευσαν διαφορετικές ατομικές στρατηγικές «ορθολογικής επιλογής» συμμάχων κι αντιπάλων στις νέες συνθήκες. Σε πείσμα μιας τέτοιας, ολοένα και πιο διαδεδομένης φιλελεύθερης ανάγνωσης της κατοχικής εμπειρίας, που ανάγει τις συλλογικές συμπεριφορές σε πρωτόγονα ερεθίσματα, η ανάπτυξη των μορφών λαϊκής αλληλεγγύης, διεκδίκησης και αυτοδιοίκησης αποτέλεσε ένα εξαιρετικά περίπλοκο σύμπλεγμα πρακτικών δράσης του λαού με από κοινού πειθαρχία και ξεκάθαρους στόχους, το οποίο απηχούσε έναν κώδικα «ηθικής οικονομίας» των φτωχών πληθυσμών της πόλης και της υπαίθρου, για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο του Ε. P. Thompson.[1] Ασφαλώς, η έλλειψη τροφίμων, ο υπερπληθωρισμός κι η εξάπλωση της μαύρης αγοράς πυροδότησαν π.χ. επιδρομές σε μπακάλικα, εργοστάσια τροφίμων ή λεηλασίες κρατικών αποθηκών: Αυτές ωστόσο ήταν μορφές άμεσης συλλογικής δράσης που στηρίχτηκαν σε εδραιωμένες αντιλήψεις στο εσωτερικό κάθε επιμέρους κοινότητας ως προς το ποιες οικονομικές δραστηριότητες ήταν θεμιτές και ποιες όχι σε περίοδο επισιτιστικής κρίσης.

(περισσότερα…)