Archive for the ‘Τάσης Παπαιωάννου’ category

Eνα προσφυγικό σπίτι στη Θεσσαλονίκη

22 Ιουνίου, 2013

Σήμερα κινδυνεύουν να κατεδαφιστούν τόσο στην Αθήνα (οδός Πανόρμου) όσο και στη Θεσσαλονίκη (οδός Μικρουλέα 20) οι τελευταίες εστίες μνήμης των προσφύγων που ήρθαν μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή στις δύο μεγαλουπόλεις μας.

Του Τάση Παπαϊωάννου

Τι απομένει σε μια πόλη, αν αφαιρέσεις την ιστορική της μνήμη; Οταν της κόψεις κάθε τι που τη συνδέει με το παρελθόν της, αυτό που συγκροτεί την πρόσφατη ιστορία της; Χάνεται τότε ό,τι πολυτιμότερο τη χαρακτηρίζει και τη νοηματοδοτεί. Η ταυτότητά της, η μαγεία της, το μυστήριό της, οι μνήμες που φτερουγίζουν πάνω της κι άλλες που φώλιασαν μέσα σε χαλάσματα, ξεθωριασμένα χρώματα και ερειπωμένες στέγες.

Η καταστροφή του κτιριακού πολιτισμού της σύγχρονης ιστορίας μας είναι πρωτοφανής στη χώρα μας. Κατεδαφίζουμε όχι μόνον τα κελύφη μέσα στα οποία αναπτύχθηκε η ζωή τις προηγούμενες δεκαετίες, αλλά μαζί τους και κάθε τι που μας θυμίζει εκείνες τις εποχές. Τον μόχθο, τους αγώνες, τις θυσίες του λαού μας. Κατεδαφίζουμε, με λίγα λόγια, την αυτογνωσία μας. Ξεχνάμε από πού ήρθαμε και πού πηγαίνουμε. Και τι κτίζουμε στη θέση τους;

Όταν μια κοινωνία δεν έχει σταθερά σημεία αναφοράς που να τη συνδέουν με το πρόσφατο (αλλά και το μακρινό) παρελθόν της, είναι μια κοινωνία δίχως μέλλον. Μια κοινωνία που κινδυνεύει να χαθεί και να σβήσει μέσα στο πέρασμα του χρόνου. Και την ίδια ώρα γίνεται -ιδίως η νέα γενιά- έρμαιο των κάθε είδους παραχαρακτών της Ιστορίας. Ολων αυτών που επενδύουν και ποντάρουν ακριβώς στο ξεθώριασμα της μνήμης, για να επαναφέρουν έπειτα από χρόνια στο προσκήνιο ο,τι εφιαλτικό, αποκρουστικό και τρομακτικό είχαν ζήσει οι προηγούμενες γενιές.

Σήμερα κινδυνεύουν να κατεδαφιστούν τόσο στην Αθήνα (οδός Πανόρμου) όσο και στη Θεσσαλονίκη (οδός Μικρουλέα 20) οι τελευταίες εστίες μνήμης των προσφύγων που ήρθαν μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή στις δύο μεγαλουπόλεις μας. Εκεί, στις γειτονιές που πρωτοκατοικήσανε και τις δύσκολες συνθήκες που αντιμετώπισαν εκείνα τα χρόνια, στα σπίτια που έκτισε τότε το Ελληνικό κράτος μέσα από τα μεγάλα εποικιστικά προγράμματα της Πρόνοιας και της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων.

(περισσότερα…)

Είμαστε όλοι μετανάστες

23 Μαΐου, 2013

Είμαστε όλοι μετανάστες

Του Τάση Παπαϊωάννου

Πριν από λίγες μέρες περπατούσα σ’ ένα χαρακτηριστικό δρομάκι του Μεταξουργείου, όπου έχουν απομείνει κάποια παλιά σπίτια-θραύσματα μιας άλλης εποχής, που προσδίδουν ακόμη στην περιοχή αυτήν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της. Μονώροφα τα περισσότερα, κολλητά το ένα δίπλα στο άλλο, διαμόρφωναν το μέτωπο του στενού δρόμου.

Κοντοστάθηκα για λίγο και παρατηρούσα ένα μικρό λαϊκό σπίτι με μια ψηλή λευκή μάντρα. Πάνω στην απλή σοβατισμένη επιφάνεια δύο μόνον ανοίγματα, ένα παράθυρο και δίπλα του μια μεταλλική πράσινη αυλόπορτα, ενώ σαν διακριτική κορνίζα στη στέψη του, ίσα ίσα που εξείχαν στη σειρά τα κεραμίδια της στέγης. Εκείνη τη στιγμή άνοιξε η αυλόπορτα και ξεπρόβαλε μια νέα μελαχρινή γυναίκα μ’ ένα μεγάλο μαντίλι τυλιγμένο στα μαλλιά της, κρατώντας στα χέρια της έναν κουβά γεμάτο ασβέστη και μια βούρτσα. Ξωπίσω της ακολουθούσαν τα δύο μικρά παιδιά της. Η γυναίκα με τη βοήθεια των παιδιών άρχισε σιγά σιγά να ασπρίζει τον εξωτερικό τοίχο του σπιτιού της, τμήματα από το πεζοδρόμιο, αλλά και τους κορμούς των δέντρων που βρίσκονταν έξω από τη μικρή της κατοικία, θυμίζοντάς μου παλαιότερες εποχές, όταν οι άνθρωποι επισκεύαζαν μόνοι τους τα σπίτια τους.

Εριξα μια κλεφτή ματιά στη μικρή εσωτερική αυλή, όπου έβλεπαν τα δύο όλα κι όλα δωμάτια του σπιτιού, και στην γκρίζα τσιμεντοκονία που κάλυπτε σαν χαλί το δάπεδό της. Απέναντι, σ’ ένα άδειο οικόπεδο, βρισκόταν απλωμένη η πολύχρωμη μπουγάδα της οικογένειας, μετατρέποντας παραδόξως τον δρόμο σε μέρος του σπιτιού. Εκεί έμενε μία από τις τόσες οικογένειες Κούρδων μεταναστών που έφυγαν από τον τόπο τους αναζητώντας καλύτερες συνθήκες ζωής και κυρίως ελπίδα για τα παιδιά τους.

Ανέμιζαν τα ρούχα, όταν φυσούσε ο αέρας, σαν σημαίες, από άλλες μακρινές πατρίδες, πιστοποιώντας την πολυπολιτισμικότητα που χαρακτηρίζει καιρό τώρα τη χώρα μας. Η οικογένεια της άγνωστης γυναίκας έφερε από τη μακρινή πατρίδα της συνήθειες και τρόπο ζωής που για εμάς τους κατοίκους των μεγάλων αστικών κέντρων αποτελούν πλέον μακρινό και ξεχασμένο παρελθόν. Το σπίτι, λόγου χάριν, συντηρείται και επισκευάζεται σε όλη τη διάρκεια του χρόνου. Δεν είναι με κανέναν τρόπο ένα «τελειωμένο προϊόν» στο οποίο δεν επεμβαίνουμε μετά την ολοκλήρωσή του, αλλά αντιθέτως ένας ζωντανός οργανισμός που ακολουθεί και εκφράζει πιστά τη ζωή της οικογένειας που τον κατοικεί. Έτσι η επισκευή της στέγης ή ενός κουφώματος, το άσπρισμα του σπιτιού, η φροντίδα του δημόσιου χώρου έξω από αυτό, αποτελούν την αυτονόητη ασχολία ολόκληρης της οικογένειας.

(περισσότερα…)

Το σπίτι μας

23 Απριλίου, 2013

papaioannou_metanastes_2013_04_tramp

Πηγή:www.greekarchitects.gr/

Κοιτάζαμε έξω και όχι μέσα μας. Γιατί βλέπεις, δεν κατορθώσαμε να βασιστούμε ποτέ στις δικές μας δυνάμεις, να κτίσουμε το δικό μας «σπίτι».

Του Τάση Παπαϊωάννου

Παντού σήμερα απλώνεται η σκοτεινιά. Καθημερινά μας βομβαρδίζουν με απαισιοδοξία, παντού εγκαθιδρύουν το φόβο, τον πανικό, ψαλιδίζουν κάθε ίχνος ελπίδας για το αύριο. Προσπαθούν να μας πείσουν πως υπάρχει μόνον ένας δρόμος για την περιβόητη οικονομική ανάκαμψη, λες και η κρίση έχει μόνον οικονομική διάσταση ή είναι μόνο δικό μας αποκλειστικά πρόβλημα. Μας σπρώχνουν συστηματικά να κλειστούμε ακόμη περισσότερο στον εαυτό μας, στο Εγώ μας. Καθένας στο προσωπικό του κλουβί, απομονωμένος, αβοήθητος, εξαθλιωμένος, υποταγμένος.

Γιατί η γενιά μας, του Πολυτεχνείου και της Μεταπολίτευσης, είδε μετά από χρόνια τα όνειρά της να τσαλακώνονται, να θρυμματίζονται και να γίνονται σκόνη. Κι ας είχαμε πιστέψει σ’ ένα όραμα υψηλό και ωραίο, πως θ’ αλλάζαμε τάχατες τον κόσμο. Κοιτούσαμε μαγεμένοι την ουτοπία και ξεχαστήκαμε. Και υπήρξαν αρκετοί ανάμεσά μας που προδώσανε τα όνειρα και εκποιήσανε ότι πολυτιμότερο είχαμε. Το δίκιο μας.

Κοιτάζαμε έξω και όχι μέσα μας. Γιατί βλέπεις, δεν κατορθώσαμε να βασιστούμε ποτέ στις δικές μας δυνάμεις, να κτίσουμε το δικό μας «σπίτι». Αλληθωρίζαμε άλλοι προς τη Δύση και άλλοι προς την Ανατολή. Αναπαυτήκαμε στον εύκολο και ανέξοδο πλουτισμό, το πλαστικό χρήμα, στις αυταπάτες μας, μεθυσμένοι μέσα στη φαντασμαγορική και αστραφτερή φούσκα που άλλοι ετοίμασαν για μας. Ήσυχοι και ανυποψίαστοι από την πρόσκαιρη και κάλπικη ευδαιμονία μας. Γρήγορα αλλοτριωθήκαμε, συμβιβαστήκαμε, γεράσαμε, σβήσαμε.

(περισσότερα…)

Το μικρό σπίτι στα Ταμπούρια

14 Μαρτίου, 2013

28-8-thumb-medium

Η εποχή της μετανεωτερικότητας δεν αφήνει, βλέπεις, περιθώρια για αμφισβητήσεις της κυριαρχίας της. Μην τολμήσεις να κοιτάξεις προς τα πίσω! Κινδυνεύεις να χαρακτηριστείς μονομιάς οπισθοδρομικός. Σήμερα επικοινωνούμε με SMS, Skype και Facebook. Ποια τεχνολογία και ποια μελλοντική μηχανή θα μπορέσει να σβήσει και να σπρώξει στη λήθη τις παιδικές μας αναμνήσεις; Μάλλον καμία! Τις παιδικές αναμνήσεις τις φέρνουμε μέσα μας λες και είναι χαραγμένες στον τύπο του γονιδιώματός μας (ή μήπως είναι πραγματικά;).

Καμία μηχανή «αναζήτησης» δεν μπορεί να μας φέρει τη γλυκιά αίσθηση εκείνων των -δύσκολων- χρόνων. Και καμιά επίσης δεν μπορεί (ευτυχώς) να μας γυρίσει πίσω, σ’ εκείνους τους καιρούς. Αν όμως στ’ αλήθεια θέλουμε να κοιτάζουμε μπροστά, στο μέλλον, δεν μπορούμε να μην αγναντεύουμε -πού και πού- και προς το παρελθόν. Εκεί πάνω πατά κάποιος σταθερά, σ’ αυτό το έδαφος, για να κάνει το επόμενο βήμα και να πορευτεί στον άγνωστο δρόμο που ξημερώνει αύριο.

Του ΤΑΣΗ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ*

Δεν είναι στιγμές που έρχονται στο μυαλό μας φευγαλέες αναμνήσεις από τα παιδικά μας χρόνια; Είναι σαν να μας ακολουθούν, άλλοτε από κοντά και άλλοτε από μακριά. Και ποτέ δεν μας εγκαταλείπουν οριστικά. Ζούμε μαζί τους, τις κουβαλάμε σαν ένα ανεκτίμητο κομμάτι του εαυτού μας.

Θυμάμαι το πατρικό σπίτι του πατέρα μου στα Ταμπούρια, στον Πειραιά. Ηταν λίγο πιο πάνω από την εκκλησία της Υπαπαντής, όπου λειτουργούσε ο παππούς μου, ο παπα-Αναστάσης. Ηταν ένα μικρό, λαϊκό σπίτι πάνω σ’ ένα χωματόδρομο. Και τι δεν είχα παίξει με τα παιδιά της γειτονιάς σ’ εκείνο το δρομάκι. Τι κυνηγητό, τι κρυφτό, τι ποδόσφαιρο με κάτι αυτοσχέδιες μπάλες από δεμένα κουρελόχαρτα, με τους γονείς να μας κυνηγούν άμα τύχαινε να κάνουμε καμιά ζημιά. Τα αυτοκίνητα, ελάχιστα. Ηταν άλλωστε μεγάλη πολυτέλεια να διαθέτεις αυτοκίνητο εκείνα τα χρόνια. Ο δρόμος τις απογευματινές ώρες μετατρεπόταν σε υπαίθριο καθιστικό όλης της γειτονιάς, αφού προηγουμένως οι νοικοκυρές τον κατάβρεχαν για να κατακαθίσει η σκόνη. Μικρά τραπέζια, καρέκλες και σκαμνιά μεταφέρονταν έξω από τα σπίτια και ο στενός χωματόδρομος γινόταν μονομιάς ένας χώρος που έσφυζε από ζωή. Εκεί έξω στον δρόμο μάθαινες τα νέα της γειτονιάς, πίνοντας τον καφέ σου, σχολιάζοντας φυσικά κάθε ξένο που περνούσε ανάμεσα στις παρέες που κάθονταν αντικριστά έξω από τις πόρτες των σπιτιών. Οι άνθρωποι κατοικούσαν τον δρόμο δίνοντάς του άλλη υπόσταση.

Δεν έμενα για μεγάλα διαστήματα σ’ εκείνο το σπίτι, αλλά είχε εντυπωθεί ανεξίτηλα στη μνήμη μου. Ηταν ένα σπίτι σε σχήμα Γ που είχε μια μικρή αυλή στο πίσω μέρος. Ανοιγες τη μεταλλική εξώπορτα και έμπαινες σ’ ένα στενό διάδρομο. Δεξιά ένα μόνο δωμάτιο, το σαλόνι, που έκλεινε με μια τζαμόπορτα, αριστερά δύο μικρά υπνοδωμάτια και στη συνέχεια στο βάθος η κουζίνα με το λουτρό. Απέναντι από την είσοδο στο τέλος του μικρού διαδρόμου έβγαινες στην εσωτερική αυλή με μια χαρακτηριστική πλακόστρωση «σκακιέρα», από άσπρες και μαύρες τσιμεντόπλακες. Και δίπλα ένα μεγάλο παρτέρι γεμάτο φυτά και λουλούδια, ο προσωπικός παράδεισος της γιαγιάς μου που τον πότιζε και τον φρόντιζε με αγάπη και προσοχή. Ακόμη θυμάμαι την υπέροχη τριανταφυλλιά που σκαρφάλωνε στον τοίχο με κάτι τεράστια κίτρινα τριαντάφυλλα να γέρνουν στα κλαριά της. Μοσχοβολούσε ο τόπος!

Τούτη η δροσερή αυλή ήταν κυριολεκτικά η καρδιά του σπιτιού. Από εκεί μπαινόβγαινες για να περάσεις από το ένα δωμάτιο στο άλλο, έτσι που το έξω γινόταν ένα με το μέσα. Από την αυλή δεν έβλεπες παρά μόνον τον ουρανό. Ηταν ένα δωμάτιο δίχως στέγη. Το ένα σπίτι, βλέπεις, βρισκόταν κολλητά με το άλλο. Μικρά τα οικόπεδα, ελάχιστα και τα σπίτια ίσα ίσα να καλύπτουν στοιχειωδώς τις ανάγκες. Μονώροφα τα περισσότερα, ακουμπούσαν το ένα δίπλα στο άλλο, στη σειρά και συγκροτούσαν το σύνολο, τη γειτονιά. Στο βάθος της αυλής μια χτιστή σκάλα οδηγούσε κατευθείαν στην ταράτσα, όπου υπήρχε ένα μικρό ανεξάρτητο δωματιάκι. Μια σταλιά. Τις ζεστές νύχτες του καλοκαιριού εκείνη η ταράτσα μετατρεπόταν σ’ ένα υπαίθριο υπνοδωμάτιο με «οροφή» τον ουρανό. Ολοι στρωματσάδα πάνω στις μαλτεζόπλακες, ο ένας δίπλα στον άλλο, να κοιτάμε τ’ αστέρια που «πέφτανε» και να μας παίρνει ο ύπνος και να μας ταξιδεύει.

(περισσότερα…)

Οι Πορτογάλοι σέβονται τον δημόσιο χώρο. Εμείς;

9 Μαρτίου, 2013

getFile-258

Πηγή:www.efsyn.gr/

Στο Πόρτο η αστική κουλτούρα θαρρείς και βρίσκεται χαραγμένη πάνω σε κάθε πέτρα, στους δρόμους, στα πεζοδρόμια, στα πάρκα μιας πόλης καθαρής, φροντισμένης, ευρωπαϊκής. Ο σεβασμός του δημόσιου χώρου, που είναι ευδιάκριτος παντού στην Πορτογαλία, σε κάνει άθελά σου να κάνεις συγκρίσεις και να διαπιστώνεις τη μεγάλη αυτή έλλειψη στη χώρα μας

Του Τάση Παπαϊωάννου*

Μια χώρα στο δυτικότερο άκρο της Ευρώπης που αντικρίζει κατάματα τον απέραντο Ατλαντικό. Η γη χαμηλή με μικρούς λόφους και ελάχιστες εξάρσεις. Πεύκα, ευκάλυπτοι, θάμνοι, ατέλειωτες καλλιέργειες αμπελιών, ακόμη και στις αυλές των σπιτιών. Ολα καμωμένα παστρικά και με φροντίδα.

Το Πόρτο, κτισμένο σε καταπληκτική τοποθεσία, πάνω στις όχθες του ποταμού Ντούρο, αγναντεύει τη θάλασσα. Γέφυρες ψηλές και περίτεχνες ενώνουν τις δύο του όχθες, με μοναδική θέα από πάνω προς τα κάτω, μια και η υψομετρική διαφορά είναι μεγάλη σ’ αυτό το σημείο. Το ιστορικό κέντρο κτισμένο πυκνά, με δρομάκια να ελίσσονται σαν φίδια πάνω στις πλαγιές, ανηφορίζουν και κατηφορίζουν στους λόφους. Στενομέτωπα ψηλά σπίτια, το ένα κολλητά στο άλλο και εκκλησίες μεγάλες, κτισμένες με σταχτί γρανίτη μπροστά από καλαίσθητες πλατείες, μαρτυρούν το ένδοξο παρελθόν μιας θαλασσοκράτειρας –κάποτε- αυτοκρατορίας. Τα χρόνια ανεξίτηλα γραμμένα πάνω στους τοίχους και στις επιφάνειες, στα χαρακτηριστικά έγχρωμα πλακάκια και στις πέτρες, διηγούνται την ιστορία προηγούμενων γενεών και άλλων εποχών.

Πάνω από τις κόκκινες κεραμιδένιες στέγες πετούν θαλασσοπούλια κρώζοντας παράξενα, σαν ακοίμητοι αιωρούμενοι φρουροί, παρατηρώντας εξονυχιστικά από ψηλά κάθε σημείο της πόλης. Οι απολήξεις των στεγών ακολουθούν πιστά τη χάραξη των ακανόνιστων κατόψεων. Κάθε τόσο φωτιστικά ανοίγματα, άλλοτε κυκλικά σκεπασμένα με κρύσταλλα και άλλοτε τετράγωνα και σε επαφή με την κεκλιμένη επιφάνεια της στέγης φωτίζουν το εσωτερικό των σπιτιών, διαχέοντας το φως από ψηλά μέχρι κάτω στο ισόγειο. Τα φωτιστικά αυτά ανοίγματα είναι απαραίτητα στα κτίρια της μεσαιωνικής πόλης, λόγω του μεγάλου βάθους της κάτοψης και της στενής πρόσοψης. Δεν προσφέρουν μόνον φυσικό φωτισμό, αλλά και αερισμό, που είναι απαραίτητος για την αντιμετώπιση της μεγάλης υγρασίας.

(περισσότερα…)

Τα κουτιά

28 Δεκεμβρίου, 2012

Tου Τάση Παπαϊωάννου*

Στο δώμα της απέναντι πολυκατοικίας, δίπλα σε κεραίες και ηλιακούς θερμοσίφωνες, απλωμένα τα ρούχα μιας μπουγάδας. Πολύχρωμα σημαιάκια κυματίζουν το ένα δίπλα στο άλλο. Μια γυναίκα σκουπίζει τη βεράντα του ρετιρέ, σκύβει, σηκώνεται, πάει παραπέρα, ξανασκύβει, χάνεται πίσω από το στηθαίο.

Λίγο πιο κάτω, στον 5ο όροφο, ένας άνδρας επιδιορθώνει μια καρέκλα στο στενό μπαλκόνι. Πάνω του μια σκισμένη τέντα ανεμίζει στον αέρα, σαν πολύπαθο λάβαρο. Ακριβώς από κάτω, στον 4ο, ένας άλλος ποτίζει τις λιγοστές γλάστρες. Δίπλα του ένα μεταλλικό γκρίζο ντουλάπι, ράφια, ένα σκαμνί, κάτι σωλήνες. Ο,τι δεν χωράει στο σπίτι βγαίνει στο μικρό μπαλκόνι.

Κάνουν τις δουλειές τους ο ένας πάνω από τον άλλο, χωρίς όμως ο ένας να βλέπει τον άλλο, χωρίς να μπορούν να ανταλλάξουν μια κουβέντα. Ζουν τόσο κοντά, αλλά και τόσο μακριά. Χωρισμένοι από πλάκες σε ανεξάρτητες οριζόντιες φέτες που η μια δεν έχει καμία επαφή με τις άλλες. Στοιβαγμένοι σε διαμερίσματα κουτιά. Μικρά κουτάκια, μέσα σε μεγαλύτερα, κι αυτά μέσα σ” άλλα και σ” άλλα. Το κουτί του 5ου, το κουτί του 3ου, το κουτί…

Σαν να βρίσκονται τοποθετημένα στα ράφια ενός φανταστικού σουπερμάρκετ, τακτοποιημένα ανά κατηγορίες, έτοιμα προς κατανάλωση. Ολη η πόλη ένα συνονθύλευμα κουτιών. Ζούμε κρεμασμένοι σε πλάκες που η μια επικάθεται πάνω στην άλλη και κάθε τόσο αναρριχώμαστε όλο και ψηλότερα. Μέσα εκεί, σε κάποιον όροφο, «ξετυλίγεται» η ζωή μας. Εγκλωβισμένοι για πάντα μέσα στην αποπνικτική ατμόσφαιρα των μικρών δωματίων, των σκοτεινών διαδρόμων, των στριφογυριστών κλιμακοστασίων.

Λεπτές επιδερμίδες οι εξωτερικοί τοίχοι, απομονώνουν το μέσα με το έξω χωρίς να μεσολαβεί κάποιος μεταβατικός ενδιάμεσος χώρος. Η επαφή με το ύπαιθρο γίνεται μέσα από τυποποιημένα επαναλαμβανόμενα ανοίγματα, ίδιου ύψους, ίδιου πλάτους, μικρές πανομοιότυπες τρύπες. Μοναδική οπτική επαφή το μπαλκόνι της απέναντι πολυκατοικίας, τα ρολά των παραθύρων, τα ξεθωριασμένα χρώματα των τοίχων, οι πλαστικές καρέκλες που χωράνε στριμωχτά η μια δίπλα στην άλλη. Γνωρίζουμε πιο πολύ τον απέναντι από τους ενοίκους της δικής μας πολυκατοικίας. Μ” αυτόν τουλάχιστον μπορούμε να ανταλλάξουμε ένα νεύμα, μια καλημέρα.

(περισσότερα…)