του Γρηγόρη Θ. Γεροτζιάφα
από oallosdromos.gr/
Η στάση πληρωμών, η επιστροφή στη δραχμή και η έξοδος από την Ευρωπαϊκή Ένωση παρουσιάζονται από τους καθεστωτικούς μηχανισμούς προπαγάνδας ως οικονομικός και κοινωνικός Αρμαγεδδών, που μεταξύ άλλων θα έχει δραματικές επιπτώσεις στην υγεία του λαού, μιας και τα φάρμακα είναι μεταξύ των προϊόντων πρώτης ανάγκης που θα βρίσκονται σε έλλειψη στην «αλβανοποιημένη» χώρα μας.
Πριν αντιμετωπίσουμε το ζήτημα της διαχείρισης της υγειονομικής κρίσης μετά την επιστροφή σε εθνικό νόμισμα, ας δούμε συνοπτικά ποια είναι η υγειονομική κατάσταση της χώρας σήμερα, δύο χρόνια μετά την έναρξη των μνημονιακών «θεραπειών» και πώς προδιαγράφεται το μέλλον τής εντός ευρώ «διαχείρισης» της υγειονομικής κρίσης.
Η παρατεταμένη περίοδος υγειονομικού κινδύνου
H ραγδαία αύξηση της ανεργίας, η αύξηση των εργαζομένων που βρίσκονται σε καθεστώς εργασιακής ανασφάλειας και η μείωση των εισοδημάτων της λαϊκής οικογένειας είναι μεταξύ των βασικών συνεπειών των μνημονίων που εφαρμόζονται στην Ελλάδα. Η οικονομική κρίση θέτει σε καθεστώς «ευπρόσβλητης εργασίας» σχεδόν το 50% των μισθωτών εργαζομένων. Σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για την Ασφάλεια και την Υγεία στην Εργασία, το 60% των Ευρωπαίων και το 80% των ελλήνων εργαζομένων θεωρεί ότι η οικονομική κρίση θα οδηγήσει σε επιδείνωση των συνθηκών ασφαλείας και υγείας στο χώρο εργασίας.
Η κατάσταση εργασιακής ανασφάλειας έχει ως αποτέλεσμα όχι μόνο την ένταση φαινομένων κατάθλιψης αλλά και την εκδήλωση «οργανικών» νοσημάτων, όπως η αρτηριακή υπέρταση, οι καρδιοπάθειες και ο καρκίνος [1]. Όσον αφορά την Ελλάδα, η περισσότερο συζητημένη στη διεθνή βιβλιογραφία συνέπεια της κατάστασης αυτής είναι η σημαντική αύξηση των αυτοκτονιών (αύξηση 17% το 2011 σε σχέση με το 2009) και η ακόμα σημαντικότερη αύξηση των ανθρώπων που αποπειράθηκαν να αυτοκτονήσουν (1,1% το 2009 και 1,5% στο 2011). Όπως είναι αναμενόμενο, οι απόπειρες αυτοκτονίας είναι περισσότερο συχνές σε ανθρώπους που έχουν υποστεί μεγάλη υποβάθμιση του εισοδήματός τους ή έχουν μείνει άνεργοι [2], [3]. Συγχρόνως, επιδεινώνονται οι δείκτες νοσηρότητας και θνητότητας που σχετίζονται με οργανικά νοσήματα, όπως ο καρκίνος και η αρτηριακή θρόμβωση [4], [5], θέμα το οποίο ελάχιστα έχει συζητηθεί μέχρι σήμερα.
Στη συνθήκη αυτή, η ζήτηση των υπηρεσιών υγείας αυξάνεται, με το κύριο βάρος να πέφτει στο δημόσιο και ασφαλιστικό σύστημα υγείας, όπως επιβεβαιώνεται από την αύξηση κατά 20% της χρήσης των υπηρεσιών των δημόσιων νοσοκομείων και τη μείωση κατά 15% της αντίστοιχης των ιδιωτικών (μέσος όρος σε εθνικό επίπεδο). Το ερώτημα που προκύπτει είναι εάν η οικονομική κατάσταση και η οργάνωση του Εθνικού Συστήματος Υγείας και των ασφαλιστικών φορέων μπορεί να καλύψει τις ανάγκες περίθαλψης. Η απάντηση είναι κατηγορηματικά «όχι». Η χρόνια υποχρηματοδότηση, τα διαρθρωτικά προβλήματα και η διαφθορά του δημόσιου συστήματος υγείας, η περαιτέρω μείωση της χρηματοδότησης και η επίταση της υποστελέχωσής του που επιβάλλονται από τις πολιτικές του Μνημονίου, καθώς και οι σοβαρές ελλείψεις σε φάρμακα, αντιδραστήρια και υλικά (που προκύπτουν και ως αποτέλεσμα εκβιασμών που το τελευταίο διάστημα ασκούν οι πολυεθνικές εταιρείες και οι προμηθευτές) έχουν ως άμεση συνέπεια την πυροδότηση μείζονος υγειονομικής κρίσης στο ΕΣΥ, την οποία θα πληρώσει κυριολεκτικά με τη ζωή της η εργατική τάξη και τα μικρομεσαία λαϊκά στρώματα της πατρίδας μας.