Λίγες μόλις ημέρες μετά το ξέσπασμα της κρίσης στην πορτογαλική κυβέρνηση με τις παραιτήσεις υπουργών που διαφωνούν με τη συνέχιση των πολιτικών λιτότητας, η συζήτηση για την πορεία των πραγμάτων στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου και τη βιωσιμότητα του ευρώ φουντώνει. Το κλασικό πλέον ερώτημα, «μέσα ή έξω από το ευρώ;», γενικεύεται σε όλες τις χώρες της Ε.Ε. που πλήττονται βάναυσα από την παρατεταμένη ύφεση και την τερατώδη ανεργία που προκαλούν τα προγράμματα προσαρμογής της τρόικας. Η «Κ.Ε.» δημοσιεύει σήμερα άρθρο του Πορτογάλου οικονομολόγου, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Κοΐμπρα και μέλους της Επιτροπής για το λογιστικό έλεγχο του δημόσιου χρέους, Νούνο Τέλες, για το σοβαρό προβληματισμό που επικρατεί εδώ και καιρό στην πορτογαλική Αριστερά γύρω από το θέμα αυτό. Οι θέσεις του αναδεικνύουν με ενάργεια τη διάθεση αλλά και τις δυσκολίες που υπάρχουν ακόμη στην προσέγγιση ενός ζητήματος, το οποίο απασχολεί ολόκληρη την ευρωπαϊκή Αριστερά, στην προσπάθεια που καταβάλλει για να αναδιαμορφώσει συνολικά τη στρατηγική της.
του Νούνο Τέλες
Η Πορτογαλία είναι αναμφισβήτητα μια από τις ευρωπαϊκές χώρες που έχουν περισσότερο πληγεί από την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Νομισματική Ενωση (ΟΝΕ). Παρ’ όλα αυτά, η συζήτηση για την ΟΝΕ και, κυρίως, για το ενδεχόμενο εξόδου από αυτήν ήταν μέχρι πρόσφατα σχεδόν ανύπαρκτη. Από τη δεξιά κυβέρνηση γίνονταν ευκαιριακές αναφορές που την παρουσίαζαν ως καταστροφικό σενάριο το οποίο η Πορτογαλία έπρεπε να αποφύγει πάση θυσία. Αλλά και τα κόμματα της Αριστεράς απέφευγαν τη σχετική συζήτηση. Τις λίγες φορές μάλιστα που βρέθηκαν τα τελευταία χρόνια αντιμέτωπα με το θέμα του ευρώ, η αντίδρασή τους ήταν είτε μια πλήρης απόρριψη της δυνατότητας εξόδου είτε η καταφυγή σε μια ασαφή και διφορούμενη θέση.
Το κύριο κόμμα της αντιπολίτευσης, το Σοσιαλιστικό Κόμμα (Σ.Κ.), απορρίπτει κάθε είδους ευρωσκεπτικισμό. Από την άνετη θέση της αντιπολίτευσης στην οποία βρίσκεται από το 2011, το Σ.Κ. προτείνει ένα πρόγραμμα ηπιότερης λιτότητας και ευρωπαϊκής έμπνευσης μεταρρυθμίσεων, αποφεύγοντας οποιαδήποτε σοβαρή συζήτηση σχετικά με τις διαρθρωτικές ρίζες της σημερινής κρίσης και το ρόλο της Νομισματικής Ενωσης.
Το Μπλόκο της Αριστεράς είναι ένα κόμμα που ιδρύθηκε σχετικά πρόσφατα από μια συμμαχία μικρών αριστερών κομμάτων, και είχε σημαντική εκλογική άνοδο κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2000. Αν και ασκεί κριτική στην Ε.Ε. και την αρχιτεκτονική του ευρώ, παραμένει αυστηρά προσηλωμένο σε μια μάλλον ασαφή «προοδευτική ευρωπαϊκή ατζέντα». Αυτό το κόμμα στάθηκε, στα τέλη του 2011, ο σφοδρότερος πολέμιος κάθε ενδεχόμενου εξόδου από το ευρώ, με την ηγεσία του να αντιδρά έντονα στην προσπάθεια ανοίγματος μιας εσωτερικής συζήτησης που επιχείρησε μια ομάδα μελών του κόμματος. Η έξοδος από το ευρώ χαρακτηρίσθηκε ως «εθνικιστική» πρόταση, με καταστροφικές συνέπειες για τη ζωή των εργαζομένων.
Τέλος, το Πορτογαλικό Κ.Κ., ένα από τα λίγα κομμουνιστικά κόμματα στην Ευρώπη που διατηρεί ισχυρή επιρροή όχι μόνο στα συνδικάτα, αλλά και στο εκλογικό σώμα (γύρω στο 8%-10% των ψήφων), ήταν ανέκαθεν το πιο ευρωσκεπτικιστικό κόμμα της Πορτογαλίας. Ωστόσο, παρ’ όλο που αναγνωρίζει τη μη βιωσιμότητα του ευρώ και την ανάγκη διάλυσης της ΟΝΕ, το ΠΚΚ είναι προσεκτικό σχετικά με την έξοδο από την ΟΝΕ, που θεωρεί ως μια επιλογή με υψηλό κόστος, που θα μπορούσε να αποσπάσει την προσοχή από την εγχώρια ταξική πάλη.
Η πολιτική κρίση που ξέσπασε με αφορμή την ΕΡΤ έχει βαθύτερες αιτίες, ξεπερνά την ΕΡΤ και τον αγώνα για δημόσια ραδιοτηλεόραση, θέτει και πάλι επί τάπητος την ανάγκη του πολιτικού αγώνα για την άμεση ανατροπή της μνημονιακής κυβέρνησης ώστε να επιβιώσει η χώρα και ο λαός. Υπενθυμίζει ότι ο λαϊκός παράγοντας είναι παρών, μπορεί να διαμορφώνει εξελίξεις και να δυσκολεύει τους μνημονιακούς σχεδιασμούς. Υπογραμμίζει επίσης ότι η πολυπόθητη ανατροπή και το άνοιγμα ενός δρόμου πραγματικής απελευθέρωσης, δεν έρχεται με αναμονή ή μεγάλα λόγια, αλλά με μετωπικές συμπράξεις, κίνημα ανατροπής και πολιτικούς προσδιορισμούς για την επόμενη μέρα. Μόνο με αυτόν τον τρόπο, είναι δυνατόν οι κυβερνητικές κρίσεις να μετατρέπονται σε ριζικές πολιτικές ανατροπές. Η κρίση της ΕΡΤ, ο λαϊκός αγώνας που εξακολουθεί να γίνεται, και η συγκρότηση της δικομματικής κυβέρνησης, θέτουν νέα καθήκοντα.
Η νέα κυβέρνηση είναι η πιο επιθετική, πιο κυνική, πιο πορωμένη μνημονιακή κυβέρνηση που έχει ορκιστεί μέχρι σήμερα. Το νανούρισμα για την γρήγορη κατάρρευσή της εξαιτίας των εσωτερικών της αντιφάσεων δεν έχει βάση και δεν προσφέρει τίποτα. Η κυβέρνηση και προσωπικά ο Α.Σαμαράς γρατσουνίστηκε, αλλά ένα γρατσουνισμένο θηρίο γίνεται πιο επικίνδυνο και πιο επιθετικό. Οι υπουργοί που διορίστηκαν στα κρίσιμα Υπουργεία, καθώς και οι όρκοι στις “μεταρρυθμίσεις”, παραπέμπουν σε πογκρόμ απολύσεων, ιδιωτικοποιήσεων και ανελέητη εκτέλεση του συμβολαίου της τρόικας ενάντια στο λαό. ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ εδώ και μήνες συνθλίβονται και αναζητούν ανάσες ζωής. Η διάρρηξη της μέχρι πρότινος κοινής στάσης τους, αφορά στα σενάρια επιβίωσής τους. Το ΠΑΣΟΚ ως παράρτημα της ΝΔ, γατζωμένο θλιβερά από την εξουσία, μετρά αντίστροφα προς το τέλος. Και η ΔΗΜΑΡ ως κριτική στήριξη στην κυβέρνηση, υπερψηφίζοντας τις κρίσιμες πολιτικές της, κρατά ταυτόχρονα ανοικτό το μετεκλογικό δίαυλο προς τα Αριστερά, ώστε να εγγυηθεί μια νεομνημονιακή πραγματικότητα, στα ίδια, σημερινά πλαίσια της τρόικας, της ΕΕ, της Ευρωζώνης.
Η πρόκληση του αγώνα που δόθηκε και δίνεται στην ΕΡΤ ήταν η μετατροπή του σε συνολικό πολιτικό αγώνα ενάντια στην τρόικα, για την πτώση της κυβέρνησης, για την οριστική ανατροπή της πολιτικής των μνημονίων, για την αποδέσμευση από τα διεθνή πλαίσια της χρεοκοπίας και της πτώχευσης. Φάνηκε να ξεχνιέται ότι πέρα από το προφανές χτύπημα στη δημοκρατία, στον πολιτισμό, στις εργασιακές σχέσεις και στην επιβίωση αρκετών χιλιάδων ανθρώπων, το μαύρο στην ΕΡΤ ήταν μνημονιακή επιταγή, σαφώς προβλεπόμενη από την τρόικα και υπογεγραμμένη από τα τρία κόμματα της συγκυβέρνησης. Το τίμημα της χρεοκοπίας της χώρας εντός ευρώ, αφορά και την ΕΡΤ. Δεν περιορίζεται όμως εκεί. Η χουντικής έμπνευσης κίνηση της κυβέρνησης είναι πρόαγγελος για μεγάλες και μαζικές απολύσεις στο δημόσιο τομέα, για πέταγμα στον καιάδα της ανεργίας δεκάδων χιλιάδων δημοσίων υπαλλήλων, για περαιτέρω εκτίναξη της ανεργίας και βάθεμα του κοινωνικού νεκροταφείου. Το μαύρο στους τηλεοπτικούς δέκτες, το τσαλαπάτημα της Δημοκρατίας, οι απολύσεις στο Δημόσιο, το κλείσιμο της ΕΡΤ, είναι το τίμημα της παραμονής της τρόικας στη χώρα και της παραμονής της χώρας στο πλαίσιο της τρόικας (ΔΝΤ, ΕΕ, Ευρωζώνη).
Η έκρηξη στην ΕΡΤ, συνέχεια των αγώνων στην Ελλάδα, μαζί με τις εξεγέρσεις σε Τουρκία και Βραζιλία, δείχνει ότι είμαστε σε εποχή εισβολής του λαϊκού παράγοντα στο ιστορικό προσκήνιο, αλλά και εποχή ακραίας αντιδραστικοποίησης της αστικής εξουσίας. Είναι εποχή εξεγέρσεων. Αυτό τονίζει ο Δημήτρης Γράψας, μέλος του Γραφείου της νεολαίας Κομμουνιστική Απελευθέρωση και του Πανελλαδικού Συντονιστικού Οργάνου της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
»Ποτέ άλλοτε τα άμεσα αιτήματα επιβίωσης του λαού δεν συνδέονταν αμεσότερα με την αντικαπιταλιστική πάλη»
Συνέντευξη στον Γιώργο Λαουτάρη
Έζησες από κοντά την έκρηξη στην ΕΡΤ. Τελικά γιατί συγκίνησε τόσο κόσμο και νεολαία;
Ξέρεις, καμιά φορά οι αριστεροί αναλυτές παραγνωρίζουν αυτό που τα αστικά επιτελεία δεν ξεχνούν ποτέ. Ότι δηλαδή βρισκόμαστε στη καρδιά της καρδιάς της καπιταλιστικής κρίσης. Σ’ αυτό το χωροχρονικό σημείο, στην Ελλάδα της Ευρωζώνης του 2013. Με τον παροξυσμό της αντίθεσης ανάμεσα στην ωρίμανση των αντικειμενικών συνθηκών και την ιστορική αναντιστοιχία του υποκειμενικού παράγοντα, της επαναστατικής κομμουνιστικής Αριστεράς. Τα πράγματα δε κυλούν κανονικά και συνηθισμένα, αλλά ακανόνιστα και ασυνήθιστα. Μ’ αυτή την έννοια εκτιμήσεις του προηγούμενου διαστήματος, που έβλεπαν στην ύφεση του λαϊκού κινήματος όχι μια καμπή αυτής της ακανόνιστης ροής των πραγμάτων, αλλά την ήττα του κινήματος ή πολύ περισσότερο την απόσυρση του λαϊκού παράγοντα από το προσκήνιο, δεν έπεσαν απλά έξω, αλλά αποδείχθηκαν διπλά και τριπλά λάθος. Και στις θεωρητικές τους αφετηρίες και στα πολιτικά καθήκοντα που θέτουν.
Η ΕΡΤ είναι ένα σημείο συμπύκνωσης που άλλαξε αυτή τη ροή. Αποτέλεσε μια χαραμάδα μέσα από την οποία βρήκαν δρόμο πραγματικά κοινωνικά ρεύματα που αναζητούσαν απεγνωσμένα μια μάχη που να δοθεί, μια έκφραση του δε πάει άλλο που νιώθουν κάθε μέρα. Η επανεμφάνιση λοιπόν του κινήματος που είναι έτοιμο να συγκρουστεί και να νικήσει, η ένταση της πολιτικής κρίσης που προκάλεσε, το κάψιμο πολιτικών εφεδρειών του συστήματος, αποτελούν μια σοβαρή παρακαταθήκη για την επόμενη μέρα.
Θα μπορούσε η ΕΡΤ να μας διδάξει κάποια πράγματα ή πρόκειται για εξιδανίκευση των αριστερών;
Ασφαλώς και μπορεί να μας διδάξει, και θετικά και αρνητικά. Η ΕΡΤ επιβεβαιώνει οτι υπάρχει η κοινωνική δυναμική μιας νέας ανώτερης σύγκρουσης των καταπιεζόμενων τάξεων με τη κυρίαρχη πολιτική, μια κοινωνική δυναμική που όμως μπουκώνει από την δεδομένη ανεπάρκεια της σημερινής Αριστεράς. Ας θυμηθούμε ότι πριν την ΕΡΤ, είχαμε μια μάχη ακόμη που δε δόθηκε, αυτή της απεργίας των καθηγητών. Εκεί που ο κλάδος όντας ήδη υπό επιστράτευση ψήφισε κατά 92% απεργία αλλά η συνδικαλιστική γραφειοκρατία αποφάσισε ότι δεν ήταν ώριμες οι συνθήκες. Η κινητοποίηση του λαού στο Ραδιομέγαρο έσβησε, έχω την εντύπωση, τέτοια επιχειρήματα.
Οι τελευταίες εξελίξεις με τη μάχη της ΕΡΤ, τον κλονισμό της κυβέρνησης Σαμαρά, την έξοδο της ΔΗΜΑΡ και την τελική παραμονή του ΠΑΣΟΚ, αποδεικνύουν ότι δεν ίσχυε η εικόνα «σταθερότητας» που εξέπεμπε το κυβερνητικό κέντρο. Αντίθετα, αναδεικνύεται η πολιτική κρίση, ως συμπύκνωση των αντιφάσεων που οξύνει η εμπέδωση των μνημονιακών πολιτικών και η επιστροφή του λαϊκού παράγοντα στο προσκήνιο των εξελίξεων.
Το περιβόητο success story, πάνω στο οποίο προσπάθησε να στηρίξει την αφήγησή το επιτελείο Σαμαρά, έχει διαψευστεί Η προοπτική δείχνει να είναι η παράταση του φαύλου κύκλου της λιτότητας, της ύφεσης και της ανεργίας και η εμπέδωση ενός τοπίου κοινωνικής καταστροφής.
Με τη μεγάλη μάχη της ΕΡΤ έσπασε και ένας ακόμη μύθος: αυτός που ήθελε την κοινωνία σε μια διαρκή ηττοπαθή παθητικοποίηση χωρίς περιθώρια αντίδρασης. Αντίθετα, αποδείχτηκε ότι ο λαϊκός παράγοντας μπορούσε να επιστρέψει στο προσκήνιο και να γίνει ο καταλύτης κρίσιμων πολιτικών εξελίξεων.
Η νέα κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου είναι αντικειμενικά πιο αδύναμη από την προηγούμενη. Αυτό δεν αφορά τους τυπικούς κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς αλλά το πλήγμα που δέχτηκε από τη διακύβευσή της υπό το βάρος μιας μεγάλης κοινωνικής κινητοποίησης. Αυτό, όμως, δεν αναιρεί τη δυνατότητά της να δοκιμάσει να περάσει αντιλαϊκές τομές.
Όμως, τα όσο έγιναν γύρω από τη μάχη της ΕΡΤ έδειξαν τα όρια της επίσημης Αριστεράς. Τι θα έπρεπε να κάνει η Αριστερά; Να ενισχύσει τις καταλήψεις ώστε αυτές να παραμένουν ένα αγκάθι για την κυβέρνηση. Να βάλει αλλεπάλληλα αγωνιστικά απεργιακά ορόσημα. Να δοκιμάσει κάθε μέσο αμφισβήτησης της κυβέρνησης και να καλέσει το λαό σε διαρκή πολιτική κινητοποίηση. Ακόμη και εάν μια τέτοια κατεύθυνση δεν έριχνε τελικά την κυβέρνηση, θα άνοιγε ένα κρίσιμο ρήγμα και θα τόνωνε τη λαϊκή αυτοπεποίθηση, σίγουρα μια τέτοια κατεύθυνση θα επέτεινε τη φθορά και την απονομιμοποίηση του κυβερνητικού κέντρου. Όμως, οι κυρίαρχες δυνάμεις της Αριστεράς, επέλεξαν το δρόμο της αναβολής για «καλύτερες συνθήκες». Ο ΣΥΡΙΖΑ επενδύει στη νέα «δημοκρατική» ρητορική και το μιμητισμό του ΠΑΣΟΚ του ’81 καθώς και στην πολιτική “ανοιχτής αγκάλης” προς τη ΔΗΜΑΡ, ενώ το ΚΚΕ παρά τα βήματα ενωτικής δράσης στην αρχή της μάχης της ΕΡΤ γρήγορα αναδιπλώθηκε στο σεχταρισμό και τη λογική ότι τυχόν πτώση της κυβέρνησης τώρα δεν είναι «προς το συμφέρον του λαού». Με τέτοιες, όμως, κινήσεις η Αριστερά γίνεται η ίδια παράμετρος της σταθερότητας του πολιτικού συστήματος.
Στην πραγματικότητα, μόνο η σύγκρουση με την ΟΝΕ και την Ε.Ε., η απόρριψη του ιδεολογήματος του ευρωπαϊσμού, μπορεί να βάλει τα πράγματα σε τροχιά κοινωνικής αλλαγής και οικονομικής προόδου. Ακούγεται παράδοξο, αλλά είναι και ο μόνος τρόπος για να περισωθεί κάτι από την αλληλεγγύη ανάμεσα στους ευρωπαϊκούς λαούς. Αυτό είναι το ιστορικό καθήκον της κυβέρνησης της Αριστεράς που θα χρειαστεί ο τόπος, καθώς το δίδυμο Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ θα βουλιάζει στις αμαρτίες του.
εφημ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
Υπό την αιγίδα της τρόικας, η νέα κυβέρνηση θα εφαρμόσει πιστά το μνημονιακό πρόγραμμα ώστε να παραμείνει η χώρα στο ευρώ, να επιτευχθεί αυτός ο υπέρτατος εθνικός στόχος που κατοχυρώνει την ευρωπαϊκή μας πορεία. Θα περικόψει το Δημόσιο, θα μειώσει κι άλλο τους μισθούς, θα ευνοήσει ακόμη περισσότερο τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα. Παράλληλα θα επιχειρήσει να πείσει τους εταίρους μας ότι πλέον είμαστε καλοί μαθητές, κι αυτοί θα μας μειώσουν το χρέος και ίσως συγκατανεύσουν στη χαλάρωση της λιτότητας.
Στην πράξη, η Ελλάδα θα συνεχίσει να βολοδέρνει στη μεγαλύτερη οικονομική καταστροφή που γνώρισε ποτέ εν ειρήνη. Μια ματιά στην κεντρική σελίδα της ΕΛΣΤΑΤ δείχνει ότι όλοι οι οικονομικοί δείκτες έχουν αρνητικό πρόσημο, με εξαίρεση την τεράστια ανεργία. Οι συνθήκες ζωής στις εργατικές περιοχές γίνονται συνεχώς χειρότερες: διατροφική ανεπάρκεια, κατάρρευση της πρωτοβάθμιας υγειονομικής περίθαλψης, αποδιάρθρωση της εκπαίδευσης. Υπάρχουν γειτονιές όπου όσοι έχουν δουλειά ντρέπονται να το πουν. Και μέσα σ’ αυτήν τη θεομηνία, τα ανώτερα στρώματα δεν έχουν νιώσει σχεδόν καθόλου την κρίση στο εισόδημά τους, ή στον πλούτο τους.
Η νέα κυβέρνηση είναι απεικόνιση της παράταξης που εργολαβικά υπερασπίζεται την «ευρωπαϊκή προοπτική» της χώρας. Πίσω από καταιγισμό φλυαρίας περί μεταρρυθμίσεων, εκσυγχρονισμού, ανάπτυξης και ούτω καθ’ εξής, κρύβεται βαθύτατος συντηρητισμός, άρνηση οποιασδήποτε ουσιαστικής αλλαγής και τελικά τα σκληρότερα ταξικά συμφέροντα. Οχι μόνο δεν φέρνει εκσυγχρονισμό η «ευρωπαϊκή προοπτική», αλλά εγγυάται τη διαφθορά, την αυθαιρεσία και την ανισότητα. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι το αστικό μέτωπο υπέρ του ευρώ υπήρξε αρραγές από την πρώτη ώρα. Ούτε είναι τυχαίο ότι ο δικομματισμός που κατέστρεψε τη χώρα εμφανίζεται τώρα ως ο πολιτικός εγγητής της παραμονής στο ευρώ.
Πληρώνει πολύ ακριβά η Ελλάδα την ιδεολογία του ευρωπαϊσμού, όπως εξάλλου και η υπόλοιπη περιφέρεια της ΟΝΕ. Μέχρι και τη δεκαετία του 1980, η μυθική «Ευρώπη», άπιαστο όνειρο για μια μικρή βαλκανική χώρα, είχε τον αέρα της ευημερίας και της δημοκρατίας. Δεν ήταν πολύ διαφορετικά τα πράγματα για την Ισπανία και την Πορτογαλία, αποκομμένες για αιώνες στη δυτική εσχατιά της ηπείρου, αλλά ούτε και την Ιρλανδία, που ασφυκτιούσε κάτω από τη βαριά σκιά της Αγγλίας. Η συμμετοχή στην Ε.Ε. και την ΟΝΕ πήρε το χαρακτήρα μεγάλης ιστορικής καταξίωσης.
Το ευρωπαϊκό μανιφέστο παρουσιάστηκε στην εφημερίδα ΕΠΟΧΗ με τίτλο ‘‘Τρεις και μία ρήξεις με την κυρίαρχη ευρωπαϊκή πολιτική’‘ και με εισαγωγή του Χ.Γ. την οποία δημοσιεύουμε κάτω από το κείμενο των εννέα Ευρωπαίων οικονομολόγων που συνέταξαν το μανιφέστο.
“Τι να κάνουμε με το χρέος και το ευρώ; Ένα μανιφέστο»
Η Ευρώπη βουλιάζει στην κρίση και την κοινωνική αποδόμηση κάτω από την πίεση της λιτότητας, της ύφεσης και της στρατηγικής των «δομικών μεταρρυθμίσεων». Η πίεση αυτή είναι μεθοδικά συντονισμένη σε ευρωπαϊκό επίπεδο κάτω από την ηγεσία της γερμανικής κυβέρνησης, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Υπάρχει πλατειά συναίνεση ότι οι πολιτικές αυτές είναι παράλογες ή ακόμα και «αναλφάβητες»: η οικονομική λιτότητα όχι μόνο δεν μπορεί να μειώσει το άχθος του χρέους, αλλά οδηγεί σε συνεχώς ανατροφοδοτούμενη ύφεση και προκαλεί μεγαλύτερη ανεργία και απόγνωση στους λαούς της Ευρώπης. Ωστόσο, αυτές οι πολιτικές θεωρούνται λογικές από τη σκοπιά της αστικής τάξης. Αποτελούν ένα βάναυσο τρόπο — μια θεραπεία σοκ — για ανάκαμψη του κέρδους, διασφάλιση των χρηματιστικών εισοδημάτων και εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων αντι-μεταρρυθμίσεων. Αυτό που συμβαίνει είναι βασικά η νομιμοποίηση από τα κράτη των διεκδικήσεων του χρηματιστικού κεφαλαίου πάνω στην παραγωγή. Γι’ αυτό ακριβώς η κρίση παίρνει τη μορφή μιας κρίσης δημόσιου χρέους.
Ένα λανθασμένο δίλημμα
Η κρίση αποκαλύπτει ότι η προηγούμενη νεοφιλελεύθερη πολιτική για την Ευρώπη δεν ήταν βιώσιμη. Προϋπέθετε ότι οι ευρωπαϊκές οικονομίες ήταν πιο ομοιογενείς από ό,τι είναι στην πραγματικότητα. Οι διαφορές μεταξύ χωρών αυξήθηκαν λόγω της διαφορετικής ένταξής τους στην παγκόσμια αγορά και της διαφορετικής ευαισθησίας τους απέναντι στη συναλλαγματική αξία του ευρώ. Οι πληθωριστικές τάσεις δεν συνέκλιναν και τα χαμηλά πραγματικά επιτόκια ευνοούσαν εντατικές ροές κεφαλαίων μεταξύ κρατών και έντονες «φούσκες» στο χρηματοπιστωτικό και οικιστικό τομέα. Όλες αυτές οι αντιφάσεις — που επιτάθηκαν με την εφαρμογή της νομισματικής ένωσης — προϋπήρχαν της κρίσης, αλλά εκτινάχθηκαν με τις κερδοσκοπικές επιθέσεις ενάντια στο δημόσιο χρέος των πιο εκτεθειμένων χωρών.
Οι κοινωνικές και φιλολαϊκές εναλλακτικές στην κρίση αυτή απαιτούν μια τολμηρή επανίδρυση της Ευρώπης, διότι απαιτείται ευρωπαϊκή και διεθνής συνεργασία για την αναδιάρθρωση της βιομηχανίας, της οικολογικής αειφορίας και της απασχόλησης. Καθώς όμως μια συνολική επανίδρυση μοιάζει να είναι ανέφικτη με τον άμεσο συσχετισμό δυνάμεων, η έξοδος από το ευρώ προτείνεται ως άμεση λύση σε διάφορες χώρες. Το δίλημμα μοιάζει να είναι μεταξύ μιας διακινδυνευμένης «εξόδου» από την ευρωζώνη και μιας ουτοπικής ευρωπαϊκής εναρμόνισης που να αναδύεται μέσα από τους αγώνες των εργαζομένων. Κατά την άποψή μας, πρόκειται για ένα λανθασμένο δίλημμα και εκείνο που είναι σημαντικό είναι να εργαστούμε για μια βιώσιμη πολιτική στρατηγική άμεσης αντιπαράθεσης.
Μπαίνοντας κατευθείαν στο θέμα, θέλω να προσεγγίσω 4 ερωτήσεις. Η πρώτη είναι ποιος ο στόχος του σχεδίου Β, η δεύτερη πως θα τον πετύχει η τρίτη, αν υπάρχει χώρος για το σχέδιο Β, η τέταρτη αν υπάρχει χρόνος για το σχέδιο Β.
Το σχέδιο Β είναι ένας όρος που πήραμε απ’ έξω, είχε να κάνει με το “αυτονόητο” που έπρατταν τράπεζες και κράτη μπροστά στον κίνδυνο εξόδου της Ελλάδας ή μια άλλης χώρας από την ευρωζώνη. Το αυτονόητο για όλους, εκτός από την Ελλάδα. Επανήλθε με την Κυπριακή κρίση όταν η Κυπριακή βουλή είπε το γνωστό όχι που γρήγορα όμως μετατράπηκε σε άτακτο ναι στις απαιτήσεις της Τρόικα.
Στην Κύπρο αναδείχθηκε με τον πιο ηχηρό τρόπο ότι η λιτότητα, η επιτροπεία, το ξεθεμελίωμα των εργασιακών σχέσεων, η προώθηση του πιο άγριου καπιταλισμού, το ξεπούλημα του δημόσιου πλούτου δεν είναι διαπραγματεύσιμα με την Τρόικα.
Πριν μερικές βδομάδες ο Άδωνις, ο Κεδίκογλου και οι λοιποί αστέρες του μνημονιακού πολιτικού συστήματος διαφήμιζαν το greekoveryσε αντίθεση με το περσινό grexit. Με την πρώτη κυβερνητική κρίση και με βάση τα άγρια μέτρα που θα πρέπει να πάρει η νέα κυβέρνηση των αδίστακτων το grexitεπανήλθε σιγά σιγά στην ξένη ειδησεογραφία…
Σε ένα χρόνο περίπου από τώρα, τυπικά βγαίνουμε από τις μνημονιακές δόσεις. Και είναι από τώρα σαφές ότι τα νούμερα και το πρόγραμμα δεν βγαίνουν. Άλλοι προβλέπουν ότι τότε θα κλιμακωθεί η λεηλασία της χώρας με νέα δάνεια. Άλλοι προσβλέπουν σε μια σταθεροποίηση, με μια μικρή ίσως ανάπτυξη και με μια πιο χαλαρή επιτήρηση και δανειοδότηση μέσα από τους μηχανισμούς της ευρωζώνης. Ο βασικός προσανατολισμός κυβέρνησης, αλλά και αξιωματικής αντιπολίτευσης φαίνεται να ποντάρει σε αυτόν τον δεύτερο «δρόμο». Οι μεν το λένε να σταθεροποιήσουμε τη χώρα για να ‘ρθουν επενδύσεις, οι δε να βάλουμε ένα τέλος στην καταστροφή. Το πλαίσιο όμως δεν το αμφισβητεί κανείς.
Το ερώτημα είναι αν μπορεί να είναι γραμμή της αριστεράς μια τέτοιου τύπου σταθεροποίηση. Η αριστερά όμως δεν υπάρχει για να διαχειριστεί αυτό που έρχεται, ειδικά όταν αυτό είναι μια κοινωνική κόλαση των 400 ευρώ και του 30% ανεργίας. Υπάρχει για να κάνει τομές, να ανατρέπει αυτήν την κοινωνική κόλαση υπέρ των φτωχών και λαϊκών στρωμάτων. Και σήμερα για να το κάνει αυτό πρέπει να απαντήσει συγκεκριμένα ερωτήματα.
Από την πρώτη στιγμή η Τρόικα και η εγχώρια παράταξή της μιλούν για μεταρρυθμίσεις θέλοντας να νομιμοποιήσουν τα όσα έχουν κάνει. Συχνά εννοούν πρακτικές αλλαγές, όπως για παράδειγμα την ηλεκτρονική στήριξη του φορολογικού συστήματος, ή τις μεταβολές στο οργανόγραμμα διαφόρων υπουργείων. Τέτοιες τεχνικές βελτιώσεις στη λειτουργία του κράτους προσδίδουν αίγλη στην ιδέα των μεταρρυθμίσεων, αλλά φυσικά δεν είναι αυτό που εννοεί η κυβέρνηση Σαμαρά. Άλλου είδους αλλαγές έχουν στο μυαλό τους οι κήρυκες του νεοφιλελευθερισμού.
Είναι καταρχήν εντυπωσιακή η μεταβολή στην πολιτική χρήση του όρου »μεταρρύθμιση», ο οποίος ανήκει κυρίως στο πολιτικό λεξιλόγιο της Αριστεράς. Ο Έντουαρντ Μπερνστάιν, μέλος του προσωπικού κύκλου των Μαρξ και Ένγκελς, έγραψε ένα περίφημο βιβλίο ισχυριζόμενος ότι η βαθμιαία μεταρρύθμιση του καπιταλιστικού συστήματος είναι η μόνη ρεαλιστική προοπτική για κοινωνική πρόοδο. Στο »ρεφορμισμό» του Μπερνστάιν αντιτάχθηκε το »επαναστατικό» ρεύμα που, χωρίς να διαφωνεί ότι οι μεταρρυθμίσεις είναι απαραίτητες, ισχυρίστηκε ότι μόνο η ανατροπή του καπιταλισμού μπορεί να φέρει πραγματική κοινωνική πρόοδο και σοσιαλισμό.
Για το συντηρητικό στρατόπεδο, από την άλλη, ο όρος ‘μεταρρύθμιση’ ήταν παραδοσιακά προβληματικός. Ο συντηρητικός κοιτάει δύσπιστα τις μεταρρυθμίσεις και απορρίπτει ολοσχερώς την ιδέα της επανάστασης. Είναι επίσης αλλεργικός προς την κοινωνική μηχανική, δηλαδή την προσπάθεια να αλλάξουν τα πράγματα μέσω συνειδητής παρέμβασης από το κράτος. Η κοινωνία έχει ένα θεσμικό και αξιακό πυρήνα που προκύπτει από οργανική εξέλιξη και δε χρειάζεται ευφάνταστες μεταβολές.
Η κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού τις τελευταίες δεκαετίες έχει φέρει τα πάνω κάτω, μετατρέποντας το συντηρητικό στρατόπεδο σε υπέρμαχο των μεταρρυθμίσεων και κάνοντας την Αριστερά να εμφανίζεται ως δύναμη παρωχημένη. Η μεταστροφή ήταν εξαιρετικά εμφανής στη νεολαία που πλέον κοιτάει δύσπιστα την Αριστερά, ενώ ιστορικά ήταν η κύρια πηγή της δύναμής της. Ο πυρήνας του νεοφιλελεύθερου μεταρρυθμισμού έχει δύο χαρακτηριστικά.
Το πρώτο είναι η απόλυτη πεποίθηση ότι το »ιδιωτικό είναι καλό, ενώ το δημόσιο είναι κακό». Ή, αν θέλετε, »η αγορά είναι καλή, ενώ το κράτος είναι κακό». Τι κι αν πλήθος επιστημονικών έργων έχουν καταδείξει ότι τα δίπολα αυτά είναι κενά περιεχομένου; Τι κι αν η απλή ιστορική εμπειρία, με κυρίαρχο παράδειγμα την Κίνα, πιστοποιεί ότι ο δημόσιος τομέας και το κράτος παίζουν καταλυτικό ρόλο στην ανάπτυξη; Ο νεοφιλελεύθερος »ξέρει» ότι το δημόσιο πρέπει να περιοριστεί.
Υπήρξαν στιγμές στο προαύλιο της ΕΡΤ που ήταν ανεπτυγμένο ένα λαϊκό συναίσθημα. Ο κόσμος χάρηκε και χειροκρότησε στις αναφορές που αναδείκνυαν ότι στην ΕΡΤ βρίσκεται μαζί και δίπλα το σύνολο της ελληνικής Αριστεράς. Αλλού και σε άλλες εποχές αυτό θα ήταν αυτονόητο αλλά εδώ και αρκετά χρόνια δεν υπάρχουν πλέον ούτε αυτονόητα ούτε ευνόητα. Αυτή η συμπεριφορά των αριστερών δεν ήταν απλά έκφραση ενός συναισθήματος αλλά και έκφραση μιας μεγάλης ανάγκης μιας απλής αλήθειας ότι για να ανατραπούν τα πράγματα χρειάζεται η μέγιστη και αγωνιστική συσπείρωση δυνάμεων. Οι μεγάλες ανατροπές απαιτούν μεγάλες συμμαχίες και μέτωπα. Απαιτούν μεταβατικά προγράμματα και αντισυστημικά κινήματα. Ο λαός, ιδιαίτερα οι άνεργοι, οι εργαζόμενοι, η νεολαία αντιλαμβάνεται ότι η μετωπική συγκρότηση είναι η τεράστια έλλειψη και ταυτόχρονα αναγκαιότητα για να ανατραπεί η τρίχρονη καταστροφική πολιτική της τρόικας. Μετωπικό συναίσθημα και αναγκαιότητα συνυπάρχουν στις καρδιές και τα μυαλά των οργανωμένων μελών των αριστερών οργανώσεων, τα οποία απογοητεύονται διαρκώς από την έμπρακτη στάση των επιτελείων τους, δείχνουν μειωμένη διαθεσιμότητα και φθάνουν έως την αποστρατεία και την ιδιώτευση.
Δε μπορεί, ως Σχέδιο Β, παρά να δούμε θετικά την άμεση πρακτική του ΚΚΕ να αναμεταδώσει το πρόγραμμα της ΕΡΤ παραχωρώντας το δικό του σήμα, την απόφαση της συνδιάσκεψης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για μετωπική συνεργασία με τις όποιες δίκαιες επιφυλάξεις, ακόμα και τοποθετήσεις από δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ που κάνουν λόγο για συμπαράταξη και συμπόρευση της ριζοσπαστικής και κομμουνιστικής αριστεράς παρά τις πολιτικές μας διαφωνίες για το πολιτικό πρόγραμμα και συμπεριφορά του ΣΥΡΙΖΑ. Όμως πλέον δεν αρκούν και δεν πείθουν τα λόγια και τα γραπτά. Γιατί υπάρχουν αναπάντητα ερωτήματα.
Γιατί δεν έχει σχηματισθεί μέτωπο τρία και πλέον χρόνια; Ποιοι είναι οι παράγοντες και τα πραγματικά προβλήματα που δεν επιτρέπουν το σχηματισμό μετώπου; Ποιες ευθύνες υπάρχουν;
Το πρόγραμμά μας είναι το όνομά μας. Με αυτή την έννοια, ναι, στις ευρωεκλογές οφείλει να είναι παρόν το «Σχέδιο Β» ως μια συγκροτημένη εναλλακτική πρόταση
Το πιο δύσκολο εμπόδιο για το «Σχέδιο Β» δεν είναι το νόμισμα. Αλλά αν η κοινωνία μας μπορεί τελικά να βγει από το μικροαστισμό και να ανοίξει τα φτερά της σε ένα νέο πλαίσιο αλληλοστήριξης και συντροφικής δράσης
Να ανακτήσουν οι Ελληνες το χαμένο ηθικό και να αντισταθούν στη μοιρολατρία και το μικροαστισμό που παράγει η κρίση, επισημαίνει ο Αλέκος Αλαβάνος στη συνέντευξή του στην «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία».Ο πρώην πρόεδρος του ΣΥΝ και νυν επικεφαλής του «Σχεδίου Β», με αυτοκριτική χροιά αναφέρεται στο εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ, λέγοντας ότι η πρωτοβουλία για την ίδρυσή του είχε μεν καλές προθέσεις, αλλά «μεγάλο ερασιτεχνισμό και αφέλεια». Χαρακτηρίζει τη Χρυσή Αυγή «κοινωνικό φαινόμενο», που λειτουργεί ως προειδοποιητικό μήνυμα για όλους. «Αυτοί που ταπεινώνουν τους μετανάστες έχουν οι ίδιοι ταπεινωθεί από το άγριο κράτος», λέει ο κ. Αλαβάνος. Αναλυτικά, η συνέντευξη:
Συνέντευξη στον Σπύρο ΚΑΡΑΛΗ
* Υποστηρίζετε ότι το εγχείρημα της Ευρωζώνης είναι πια κάτι απαρχαιωμένο, αποτυχημένο, παραλυτικό. Πολλοί, όμως, αντιπροτείνουν ότι η Ευρώπη είναι ένα μεγάλο μαντρί και ότι η Ελλάδα αν βγει από την Ευρωζώνη θα τη φάει ο λύκος. Μπορεί η Ελλάδα να τα καταφέρει χωρίς την Ευρώπη;
– Οι λύκοι είναι ήδη μέσα στο μαντρί. Οχι ότι υπάρχουν κακοί (οι Γερμανοί) και καλοί (οι Ελληνες) λαοί. Τα δομικά χαρακτηριστικά της Ευρωζώνης είναι τέτοια που δημιουργούν κέντρο και περιφέρεια, χώρες εξαγωγείς-τοκογλύφους και χώρες εισαγωγείς και χρεοκοπημένες, οικονομίες με τεχνολογία και οικονομίες με διαλυμένο παραγωγικό ιστό. Και σε πολιτικό επίπεδο κράτη-αφεντικά και κράτη-αποικίες. Το ζητούμενο είναι μια χώρα που έχει φτάσει σε ακραία ύφεση, όπως η Ελλάδα, να ανοίξει δίοδο και να βγει από αυτό το στοιχειωμένο κλουβί. Από το ίδιο μονοπάτι θα βγουν και οι άλλοι. Η έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη για το «Σχέδιο Β» δεν είναι μια κίνηση αυτοαπομόνωσης, αλλά η πρώτη συγκρουσιακή πράξη για τη δημιουργία μιας Ευρώπης της ισότιμης συνεργασίας, του αμοιβαίου οφέλους, της αλληλεγγύης, της διάχυσης της γνώσης και της τεχνολογίας.
* Εχετε ακόμη πει ότι η κρίση που βιώνει η χώρα δεν είναι απλά μια οικονομική κρίση. Οτι είναι κρίση καθολική, υπαρξιακή. Πώς περιγράφετε τη σημερινή κατάσταση;
– Οι θεσμοί -από το Κοινοβούλιο μέχρι το δημόσιο νοσοκομείο- καταρρέουν και επιτείνουν την κρίση. Οι αξίες που επικρατούσαν -το βόλεμα, η ατομική λύση- δεν έχουν να δώσουν απολύτως τίποτε. Η γλώσσα επικοινωνίας γίνεται όλο και περισσότερο γλώσσα της βίας. Ηθικό για το αύριο, όχι απλώς χαμηλό, δεν υπάρχει. Και το χειρότερο, εργασιακή γενοκτονία της νεολαίας. Μια καθολική κρίση απαιτεί και μια καθολική ημερήσια διάταξη επαναστατικών αλλαγών. Οχι μόνο οικονομικές, κοινωνικές, αλλά και θεσμικές, πολιτιστικές, στις ιδέες, στις αξίες. Ακόμα και στις σχέσεις ανάμεσά μας. Το πιο δύσκολο εμπόδιο για το «Σχέδιο Β» δεν είναι το νόμισμα. Αλλά αν η κοινωνία μας μπορεί τελικά να βγει από το μικροαστισμό και να ανοίξει τα φτερά της σε ένα νέο πλαίσιο αλληλοστήριξης και συντροφικής δράσης.
Αναλογιστείτε για λίγο την κατάσταση της ευρωπαϊκής οικονομίας πριν ακριβώς ένα χρόνο. Οι ρυθμοί ανάπτυξης έπεφταν, η ανεργία μεγάλωνε και η συνολική ζήτηση βρισκόταν σε υποχώρηση. Δεν υπήρχε ακόμη γενικευμένη ύφεση, αλλά τα πράγματα στην ευρωπαϊκή περιφέρεια πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. Στην Ελλάδα είχαμε ήδη συνθήκες καταστροφής χωρίς προηγούμενο σε κατάσταση ειρήνης. Επίσης, οι χρηματοπιστωτικές αγορές και οι τράπεζες βρίσκονταν σε βαθιά αναταραχή. Η ΕΚΤ του κ. Ντράγκι είχε παρέμβει δυναμικά προς το τέλος του 2011 παρέχοντας μεγάλα ποσά ρευστότητας και αποτρέποντας την άμεση τραπεζική κατάρρευση. Αλλά τα σπρεντ παρέμεναν ψηλά και η δυνατότητα των περιφερειακών χωρών να δανειστούν στις αγορές ομολόγων ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτη. Οι αγορές φοβόνταν οξεία κρίση που θα οδηγούσε σε στάση πληρωμών και έξοδο από το ευρώ για μία, ή περισσότερες χώρες της περιφέρειας.
Η σύγκριση με τη σημερινή κατάσταση είναι αποκαλυπτική. Οι αγορές έχουν πλέον ηρεμήσει, τα σπρεντ έχουν πέσει δραματικά και χώρες όπως η Πορτογαλία έχουν τη δυνατότητα να δανειστούν δειλά και προσεκτικά. Ο φόβος στάσης πληρωμών και εξόδου από το ευρώ έχει καταλαγιάσει. Ακόμη και η Ελλάδα πλέον δεν κινδυνεύει με άμεση αποπομπή, πράγμα που δεν ήταν καθόλου απίθανο το πρώτο μισό του 2012.
Σε τι οφείλεται η αλλαγή;
Εν μέρει, στις συνεχιζόμενες προσπάθειες του κ. Ντράγκι που δήλωσε το 2012 στο αποκορύφωμα της κρίσης, ότι είναι έτοιμος να αγοράσει χωρίς όρια τα ομόλογα χωρών σε δυσκολίες, αν χρειαστεί. Εν μέρει επίσης, στην άφθονη ρευστότητα που το τελευταίο διάστημα έχουν διαθέσει οι κεντρικές τράπεζες των ΗΠΑ, της Βρετανίας και της Ιαπωνίας δημιουργώντας για μια ακόμη φορά συνθήκες ανόδου στις παγκόσμιες αγορές. Κυρίως όμως οφείλεται στο γεγονός ότι στις χώρες της περιφέρειας οι μακροοικονομικές παράμετροι που οι αγορές ομολόγων θεωρούν σημαντικές έχουν βελτιωθεί δραματικά. Συγκεκριμένα, τα δημοσιονομικά ελλείμματα είναι σε υποχώρηση και τα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών τείνουν να απαλειφθούν ακόμη και στην Ελλάδα. Ο άμεσος κίνδυνος να μην πληρωθούν οι διεθνείς δανειστές – που αποτυπώνεται ακριβώς σε αυτά τα δύο μεγέθη – έχει παρέλθει.
Γιατί βελτιώθηκαν αυτές οι παράμετροι;
Ο λόγος είναι απλός: η επιβολή άγριας λιτότητας στην περιφέρεια, είτε ως μέρος ‘διάσωσης’ από την Τρόικα, είτε λόγω πολιτικής πίεσης από το Βερολίνο. Όπως ήταν αναμενόμενο, η λιτότητα έκανε τη δουλειά της με τον πιο βάρβαρο τρόπο μειώνοντας αποφασιστικά τις δημόσιες δαπάνες και οδηγώντας σε βίαιη πτώση των μισθών, άρα συντρίβοντας την εγχώρια ζήτηση. Οι δημόσιοι προϋπολογισμοί της περιφέρειας σταδιακά επανέρχονται σε ισορροπία καθώς μειώνονται οι δαπάνες, ενώ τα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών εκμηδενίζονται καθώς καταρρέουν οι εισαγωγές.
Το κόστος είναι βέβαια η βαθιά και συνεχιζόμενη ύφεση στην περιφέρεια με εξαιρετικά υψηλή ανεργία και κατακόρυφη πτώση του λαϊκού εισοδήματος. Παράλληλα, η ευρωπαϊκή οικονομία συνολικά πια μπαίνει σε όλο και βαθύτερη ύφεση με υποχώρηση της ζήτησης και άνοδο της ανεργίας. Η Ευρώπη μένει πίσω στο διεθνή ανταγωνισμό, με εξαίρεση τη Γερμανία που σημειώνει εξαγωγικές επιτυχίες, αν και η γερμανική οικονομία παρουσίασε μηδενική ανάπτυξη το 2012, καθώς η εγχώρια ζήτηση παραμένει ασθενική. Εν ολίγοις, η λιτότητα οδήγησε την Ευρώπη σε γενικευμένη οικονομική δυστοκία, αλλά οι δανειστές των χρηματοπιστωτικών αγορών προστατεύτηκαν και ο φόβος άμεσης διάσπασης του ευρώ παρήλθε.
Τόσο η επιβολή όσο και ο βραχυπρόθεσμος θρίαμβος της λιτότητας στην Ευρώπη είναι προϊόντα της ΟΝΕ. Το κοινό νόμισμα παρείχε το θεσμικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο τα ηγετικά στρώματα αξιολόγησαν τους κινδύνους που απειλούσαν τις σχέσεις εκμετάλλευσης και εξουσίας στην Ευρώπη το 2009-10. Αν έσπαζε το ευρώ, οι επιπτώσεις θα ήταν βαθύτατες, θέτοντας σε κίνδυνο ολόκληρο το οικοδόμημα της ταξικής κυριαρχίας που έχει σφραγίσει τον ευρωπαϊκό καπιταλισμό για μισό περίπου αιώνα. Συνεπώς, η υπεράσπιση του ευρώ αναδείχθηκε σε υπέρτατο στόχο για τις αστικές τάξεις του ευρωπαϊκού κέντρου, αλλά και της ευρωπαϊκής περιφέρειας, παρ’ ότι οι χώρες της τελευταίας σήκωσαν το βάρος.
»Όποιος κυνηγάει μόνο το εφικτό, χάνει το ιδανικό. Όποιος κυνηγάει μόνο το ιδανικό, χάνει το εφικτό.» Μπ. Μπρεχτ
»Απ΄τα τσακάλια δεν γλυτώνεις μ΄ευχές και παρακάλια.» Κ.Βάρναλης
του Λάμπρου Μεραντζή*
συμβολή στο διάλογο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ
Σήμερα,η κοινωνική Αριστερά είναι παρούσα.
Η προϊούσα σήψη του καπιταλιστικού συστήματος, έφερε στο προσκήνιο, ακόμα και εφεδρικές φασιστικές καρικατούρες, για σκιάχτρο του λαού. Η ζώσα Αριστερά,έδωσε και είναι έτοιμη να δώσει, ακόμα μια φορά, τις σκληρές πολυεπίπεδες μάχες της, για τη διάσωση του λαού, απ΄την πολιτική αστική μέγγενη.
Σήμερα,η πολιτική Αριστερά είναι πολυδιασπασμένη.
Τμήματά της, ξορκίζουν:
1) ένα διαρκές συνέδριο, πολιτικού προβληματισμού, συνθέσεων και στρατηγικών πολιτικών αποφάσεων και
2) την κοινή πάλη, για την απελευθέρωση της εργατικής τάξης και την εγκαθίδρυση της εξουσίας των εργαζομένων, με εργατικό και λαϊκό έλεγχο.
Το παράθυρο της ιστορικής ευκαιρίας, που μισάνοιξε για την Αριστερά, η τρομερή κρίση των τελευταίων χρόνων κινδυνεύει, αλλά μην επιτρέψουμε να κλείσει.
ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΝΕΙ Ο ΛΑΟΣ
Ο λαός, αναλαμβάνοντας τις ευθύνες που του αναλογούν, εδώ και τώρα, να κάνει την συστημική ανατροπή!!!κερδίζοντας και πολύτιμο πολιτικό χρόνο.
Οι νέοι,της εργασιακής περιπλάνησης,τα καλύτερα μυαλά, ξενιτεύονται. Άνεργοι, άστεγοι, αγκομαχούντες αυτοαπασχολούμενοι, μαχόμενοι επιστήμονες, αγρότες χωρίς αύριο, κοινωνία σε αδιέξοδο και άτακτη φυγή, αλλά και αποφυγή ευθυνών. Ποιός θα δώσει όμως τη μεγάλη μάχη;
ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΝΕΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ
Η Αριστερά. Ό,τι πιο πολύτιμο, ό,τι πιο πολιτικοποιημένο, ό,τι πιο δοκιμασμένο στις πολιτικοκοινωνικές διαμάχες και διαδρομές, έχει να επιδείξει η πολιτική κονίστρα, καλείται,να σταθεί δυναμικά δίπλα στον πολλαπλά δοκιμαζόμενο λαό, αναλαμβάνοντας και τις πολιτικές ευθύνες διακυβέρνησης του τόπου, για τη δικαίωση των χιλιόχρονων αγώνων της, για ανεξαρτησία και κοινωνική δικαιοσύνη.
ΠΡΙΝ ΤΟ ΜΕΤΑ ΑΠΑΙΤΟΥΝΤΑΙ ΤΟΛΜΗΡΕΣ ΥΠΕΡΒΑΣΕΙΣ
1)Επανάσταση απέναντι σε αδυναμίες, ανεπάρκειες, μικρομεγαλισμούς και σκοπιμότητες.
2)Επίσπευση των πολιτικών διεργασιών, για υλοποίηση στόχου πολιτικής εξουσίας,απ΄τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς(μετά την εποποιία του ΕΑΜ,τους όρκους σεβασμού του αστικού κοινοβουλευτισμού, η φοβική Αριστερά δεν είχε θέσει ζήτημα πολιτικής εξουσίας, αρκούμενη στην εργατική διαχείριση των αστικών ψυχίων και στις φραστικές επαναστατικές εξάρσεις εκτόνωσης λαικης οργής).Ο ΣΥΡΙΖΑ,θεωρητικά εγγυάται την ανατροπή,θέτοντας ήδη το ζήτημα της πολιτικής εξουσίας της Αριστεράς και ζητώντας την λαική συνηγορία.Το ΚΚΕ,δεν δείχνει,σε αυτή τη φάση,διατεθειμένο να θέσει ζήτημα κατάληψης της εξουσίας ή συνεργασίας για στήριξη μεταβατικού προγράμματος.Η τριτοπολική Αριστερά,βρίσκεται σε δύσκολη,εκλογικά,θέση.Αν θέλει να γίνει η Αριστερά της ευθύνης,πρωτοπόρα, πρέπει να πάρει άμεσα την πρωτοβουλία για συγκρότηση,του Νέου Ευρύτερου Πόλου,που δεν θα πρέπει να καταγραφεί ως »μονοθεματικό» αντι-ευρώ κόμμα ή ως »κόμμα της δραχμής»,ούτε ως »ένα κόμμα σαν τα άλλα»,αστερισμός προσωπικοτήτων και παραγόντων,αλλά ως συμπαράταξη κοινωνικών αγωνιστών,με ιδιαίτερα ισχυρή την συμμετοχή των νέων στην κεντρική πολιτική και επικοινωνιακή σκηνή.
3)Επεξεργασία και πρόταση ενός συνεκτικού και αξιόπιστου ριζοσπαστικού μεταβατικού προγράμματος,που να απαντά στα άμεσα λαικά προβλήματα και στα τρέχοντα πολιτικά διακυβεύματα(να σηματοδοτεί χωρίς να προυποθέτει τη σοσιαλιστική προοπτική).
H εισήγηση του Βασίλη Λιόση στην εκδήλωση του Συλλόγου Διάδοσης της Μαρξιστικής Σκέψης, «Γιάννης Κορδάτος» με θέμα: «Η ανάγκη του Λαϊκού μετώπου και η διέξοδος από την κρίση».
Διανύουμε μια ασυνήθιστη ιστορική περίοδο με μια καπιταλιστική κρίση ίσως πιο βαθιά κι εκτεταμένη σε σχέση με αυτήν του 1929-1933. Μια περίοδο κόλαφο για την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα, με μια άνευ προηγουμένου διάλυση των εργατικών δικαιωμάτων και εκχώρησης της εθνικής ανεξαρτησίας της χώρας, ενώ δε θα πρέπει να ξεχνάμε ότι σημειώνεται μια ανησυχητική άνοδος των φασιστικών δυνάμεων και της κρατικής καταστολής. Το ερώτημα τίθεται επιτακτικά: οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που αγωνιούν για το μέλλον του λαού και του τόπου πώς πρέπει να απαντήσουν;
Αν θα θέλαμε να δώσουμε την πιο σύντομη απάντηση τότε θα λέγαμε πως η λύση βρίσκεται στη σύμπηξη ενός κοινωνικοπολιτικού μετώπου. Μια τέτοια διαπίστωση δεν είναι μια θεωρητική διακήρυξη, ένα εγκεφαλικό κατασκεύασμα. Υπάρχει μια σημαντικότατη εμπειρία από την ιστορία του παγκόσμιου επαναστατικού κινήματος και τη συγκρότηση μετώπων που πρέπει να αποτελέσει για το σήμερα εκείνο το εμπνευσμένο πολιτικό παράδειγμα που θα ανοίξει το δρόμο για νέες ελπιδοφόρες κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις.
Θα επιχειρήσουμε, λοιπόν, να παρουσιάσουμε μερικές σημαντικές πλευρές από αυτήν την ιστορία όχι για να κάνουμε μια μηχανιστική μεταφορά στο σήμερα, αλλά για να δούμε πώς με δημιουργικό τρόπο μπορούμε να πορευτούμε με βάση τις σύγχρονες ανάγκες.
Α. Τι είναι η πολιτική του μετώπου και γιατί είναι μια αδήριτη ανάγκη
Τι είναι όμως η πολιτική του Μετώπου και γιατί μεγάλοι επαναστάτες όπως ο Λένιν και ο Δημητρόφ, αλλά και οι Έλληνες κομμουνιστές της προπολεμικής (και όχι μόνο) περιόδου την προώθησαν με επιμονή;
Είναι γνωστό πως εντός των λαϊκών στρωμάτων υπάρχουν διαφορετικά επίπεδα συνείδησης, το ίδιο κι εντός της εργατικής τάξης. Αυτό οφείλεται στους θεσμούς αναπαραγωγής της κυρίαρχης ιδεολογίας, στο ότι δεν αποκρυπτογραφούνται εύκολα οι μηχανισμοί υλικής εκμετάλλευσης, στην πολιτική ομηρία, στην τρομοκρατία που διοχετεύεται από το σύστημα σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής, στα διαφορετικά μεγέθη υλικών απολαβών κ.ά. Έτσι, υπάρχουν συνειδήσεις άλλες υποταγμένες, άλλες συντηρητικές, άλλες φοβισμένες, άλλες ταλαντευόμενες, άλλες αγωνιστικές και άλλες πρωτοπόρες. Μόνο που αυτές οι τελευταίες αποτελούν μια μειοψηφία και το ζητούμενο στους κοινωνικούς αγώνες, μικρούς ή μεγάλους, είναι να κερδηθούν όσο το δυνατό περισσότερες συνειδήσεις με την πλευρά του αγώνα και των απελευθερωτικών οραμάτων και να ουδετεροποιηθούν κάποιες άλλες.
Η αναγκαιότητα άμεσης συγκρότησης ενός πολιτικού Μετώπου των δυνάμεων της Ριζοσπαστικής Αριστεράς προκύπτει από: Το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ κάθε μέρα που περνάει αποδεικνύει σε όλα τα πεδία ότι το μόνο που τον απασχολεί είναι να κατακτήσει την κυβερνητική εξουσία, απεμπολώντας προς τούτο και τα τελευταία ίχνη συγκρουσιακής διάθεσης.
Το γεγονός ότι το ΚΚΕ και μετά την αλλαγή του γ.γ. της Κ.Ε. του συνεχίζει ακάθεκτα να κυριαρχείται από τη λογική «το μοναστήρι να ‘ναι καλά» και από τη μη κάλυψη του κενού ανάμεσα στον παραμορφωμένο σοσιαλισμό, που πρεσβεύει, και τις συνδικαλιστικού τύπου διεκδικήσεις, τις οποίες και φρενάρει πιο εσπευσμένα όταν δεν τις ελέγχει.
Το γεγονός ότι οι συνιστώσες της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, η κάθε μία από μόνη της, αδυνατούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των καιρών.
Το γεγονός ότι η αυθόρμητη λαϊκή συνείδηση -και κατ’ επέκταση το αυθόρμητο μαζικό κίνημα- όχι μόνον δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα επαναστατικοποιηθεί, αλλά πολύ εύκολα μπορεί να παρασυρθεί από τον κατ’ επίφαση φασιστικό αντισυστημισμό, ο οποίος αλωνίζει, και επειδή απουσιάζει μια ισχυρή αντισυστημική Αριστερά.
Από την αναγκαιότητα να ανοίξουμε το δρόμο προς το σοσιαλισμό, μέσα από τη διαμόρφωση ενός νέου Είναι, που θα πείθει ότι υπάρχει λύση εκτός των σημερινών τειχών. Το Μέτωπο αυτό θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη του το επίπεδο συνειδητότητας των λαϊκών μαζών -δίχως να υποτάσσεται σε αυτό- και να επιδιώκει να το ανυψώσει σε ένα ανώτερο επίπεδο.
Από αυτήν τη σκοπιά θα πρέπει να αξιοποιηθούν κυρίως:
– το γεγονός ότι η κρίση αποσαθρώνει την αντικειμενική βάση της συναινετικής αποδοχής της αστικής κυριαρχίας,
– το γεγονός ότι η ένταση του αυταρχισμού συμβάλλει στην αποκάλυψη του κίβδηλου χαρακτήρα της αστικού τύπου λαϊκής κυριαρχίας,
– το γεγονός ότι αμφισβητείται από όλο και ευρύτερες μερίδες του πληθυσμού ο ρόλος των αγορών και δη του τραπεζικού κεφαλαίου,
– το γεγονός ότι η απόρριψη της Ε.Ε. τείνει να γίνει πλειοψηφική σε ευρωπαϊκό επίπεδο, κάτι που μπορεί να αποτελέσει ένα από τα θεμέλια ενός σύγχρονου διεθνισμού.
Το Μέτωπο αυτό δεν έχει νόημα και δεν θα έχει παρά αμυδρή απήχηση στις λαϊκές μάζες, στο βαθμό που το πρόγραμμά του δεν προτείνεται να υλοποιηθεί από μια αριστερή ριζοσπαστική κυβέρνηση στην οποία θα συμμετέχουν οι συνιστώσες του.
Η παγκόσμια κρίση του 2008 και πολύ περισσότερο η κρίση της Ευρωζώνης που ξέσπασε το 2010 βρήκαν την ευρωπαϊκή Αριστερά απροετοίμαστη. Σχεδόν είκοσι χρόνια μετά την κατάρρευση των ανατολικών καθεστώτων, αλλά και τριάντα χρόνια μέσα στην κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού, η Αριστερά ουσιαστικά δεν πίστευε πια ότι ολικές κρίσεις θα μπορούσαν να συμβούν σε ώριμες καπιταλιστικές κοινωνίες.
Τέτοια φαινόμενα ανήκαν στον αιματηρό 20ό και στον ξεχασμένο 19ο αιώνα. Στον 21ο αιώνα, το πολύ να συνέβαιναν στις αναπτυσσόμενες χώρες λόγω κακοδιοίκησης και θεσμικών αδυναμιών.
Στην Ευρώπη το μόνο πραγματικό ζήτημα ήταν η διαχείριση των κανόνων της αγοράς, με τρόπο ώστε τα εργατικά και λαϊκά στρώματα να αποσπούν κάποια οφέλη. Οσο για το σοσιαλισμό…
Το επιστέγασμα αυτής της παθητικότητας ήταν ο «ευρωπαϊσμός», ένα συνονθύλευμα αυθαίρετων θέσεων που πήρε τη διάσταση δόγματος. Η υπερβατική «Ευρώπη» ήταν ο χώρος της «μαλακής ισχύος» και της προστασίας των εργασιακών δικαιωμάτων, σε αντιδιαστολή με τον ανελέητο και πολεμοχαρή ιδιωτικό καπιταλισμό των ΗΠΑ.
Για πιο ανήσυχους αριστερούς, η Ε.Ε. ήταν μια καπιταλιστική «ολοκλήρωση», δηλαδή ένα εκ φύσεως προοδευτικό μόρφωμα, το οποίο ξεπερνούσε τα όρια του καταπιεστικού έθνους-κράτους. Μαζί με λίγη γαρνιτούρα περί «Ευρώπης των κινημάτων», ο στόχος μεγάλου τμήματος της Αριστεράς έγινε η παραπέρα «βελτίωση» της Ε.Ε.
Το ευρώ ήταν το επιστέγασμα αυτής της ιδέας, το κοινό πλέγμα που έδενε στην πράξη τους ευρωπαϊκούς λαούς.
Η ιστορική ήττα της ευρωπαϊκής Αριστεράς, με άλλα λόγια, την οδήγησε στο να κρατήσει την παλιά σοσιαλιστική ιδέα της ενωμένης Ευρώπης, αλλά να της αφαιρέσει οποιοδήποτε ανατρεπτικό περιεχόμενο. Για να απαλλαγεί από τη βαριά κληρονομιά των μπολσεβίκων, η Αριστερά επέστρεψε στα λανθασμένα ιδεολογήματα της Δεύτερης Διεθνούς, ότι, δηλαδή, ο καπιταλισμός δημιουργεί προοδευτικές «ολοκληρώσεις» και ο στόχος του σοσιαλιστικού στρατοπέδου είναι να τις μετατρέπει σε προοδευτικά κοινωνικά μορφώματα.
Και τι θα μπορούσε να είναι πιο «αντικειμενικά» προοδευτικό από την Ε.Ε. και την ΟΝΕ; Υπερβαίνουν τα όρια του έθνους-κράτους, φέρνουν ειρήνη στην Ευρώπη, επιτρέπουν τον έλεγχο του κεφαλαίου και ούτω καθ’ εξής.
Το φαινόμενο παρουσιάζει εξαιρετικό πολιτικό ενδιαφέρον. Το ευρώ, από τη μία πλευρά, αποδεικνύεται εξαιρετικά αποτελεσματικό όπλο για την καθυπόταξη όλων των χωρών της Ευρώπης στο Τέταρτο Ράιχ της Γερμανίας με αντάλλαγμα για τις επί μέρους αστικές τάξεις την καταβαράθρωση των μισθών και την κατάλυση των εργασιακών σχέσεων του 20ού αιώνα. Από την άλλη, το ευρώ οδηγεί σε παροξυσμό τις αντιθέσεις μεταξύ των αστικών τάξεων της ευρωζώνης και της ΕΕ γενικότερα, με αποτέλεσμα να γίνεται πλέον ανοικτά λόγος για διάλυση και εξαφάνιση του κοινού νομίσματος, αλλά και για αποχώρηση ή μη ένταξη κρατών στην ΕΕ και στο ευρώ.
Η νέα, δεξιά κυβέρνηση της Ισλανδίας, διέκοψε μονομερώς, χωρίς καμιά απολύτως διαβούλευση με τις Βρυξέλλες, τις διαπραγματεύσεις της για ένταξη στην ΕΕ. τις είχε αρχίσει η προηγούμενη κεντροαριστερή κυβέρνηση η οποία συνετρίβη στις προ μηνός εκλογές ως εθελόδουλη, υπερβολικά ενδοτική απέναντι στην ΕΕ και στη Βρετανία. Στο κυβερνητικό τους πρόγραμμα μάλιστα , τα δύο κόμματα που συγκροτούν την κυβέρνηση αυτή συμπεριέλαβαν τη δέσμευση ότι ακόμη και για να ξαναρχίσουν ενταξιακές συνομιλίες πρέπει να προηγηθεί δημοψήφισμα. Να αποφασίσει δηλαδή ο ισλανδικός λαός αν θέλει επανέναρξη των διαπραγματεύσεων , το αποτέλεσμα των οποίων εννοείται , θα τεθεί σε δεύτερο δημοψήφισμα .Τριακόσιες χιλιάδες άτομα είναι όλοι κι όλοι οι Ισλανδοί , αλλά δεν δίστασαν να ‘’φτύσουν’’ την ΕΕ και το ευρώ! Μπράβο τους! Εξαιρετικό πολιτικό θάρρος επέδειξε και ο δεξιότατος πρωθυπουργός της Ουγγαρίας, Βίκτορ Όρμπαν. Ο κτηνωδώς δεξιός υποψήφιος καγκελάριος των Γερμανών σοσιαλδημοκρατών Πέερ Σταίνμπρικ ζήτησε από ραδιοφώνου να … αποβληθεί η Ουγγαρία από την ΕΕ(!) γιατί δεν υπακούει στις απαιτήσεις του Βερολίνου.Παίζοντας τον »καλό μπάτσο», η Άνγκελα Μέρκελ, δήλωσε ότι »θα κάνουμε τα πάντα για να φέρουμε την Ουγγαρία στο σωστό δρόμο, αλλά δεν θα στείλουμε αμέσως το ιππικό»!
Ο Όρμπαν δεν άφησε αναπάντητη την πρόκληση. ‘’Οι Γερμανοί έστειλαν ήδη μια φορά το ιππικό τους και μάλιστα με την μορφή των πάντσερ’’, δήλωσε αναφερόμενος στην κατάληψη της Ουγγαρίας το Μάρτιο του 1944 από τα ναζιστικά στρατεύματα. ‘’Παράκλησή μας θα ήταν να μην τα ξαναστείλει. Άλλωστε και τότε δεν ήταν καλή ιδέα και δεν λειτούργησε’’, πρόσθεσε ειρωνικά, υπονοώντας τη μετά ένα χρόνο κατάληψη της Ουγγαρίας από το σοβιετικό Κόκκινο Στρατό. (περισσότερα…)
Συμβολή στο διάλογο για τη Β’ Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ
Το κείμενο υπογράφουν οι
Νίκος Γουρλάς -Γιάννης Καραχάλιος
Πέτρος Παπακωνσταντίνου – Δημήτρης Τσίτκανος.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ βαδίζει προς τη 2η συνδιάσκεψή της σε μια κρίσιμη συγκυρία, επιδείνωσης των κοινωνικών συσχετισμών και των πολιτικών προοπτικών. Στο χρόνο που μεσολάβησε από τις περσινές, διπλές εκλογές, το μεγάλο, λαϊκό ρεύμα που πυροδότησαν η κρίση και τα Μνημόνια και που είχε φτάσει, κάποιες στιγμές, στο χείλος πραγματικής εξέγερσης, υποχώρησε σε βαθμό που να βρίσκεται επί θύραις ο κίνδυνος να εμπεδωθεί στις λαϊκές συνειδήσεις μια ιστορική ήττα της εργασίας και της Αριστεράς.
Δύο πρόσφατες εξελίξεις- ορόσημο μιλούν από μόνες τους: Η πλήρης κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων- έτσι που το μόνο «εγγυημένο» δικαίωμα να είναι ο μεικτός μισθός των 586 ευρώ-, μια ιστορική οπισθοδρόμηση, που πέρασε χωρίς καμία αξιόλογη αντίσταση. Και η κήρυξη στρατιωτικού νόμου στα δημόσια σχολεία χωρίς ουσιαστικές απώλειες για την κυβέρνηση, ύστερα από το προκλητικό ξεπούλημα της απεργίας των εκπαιδευτικών από το σύνολο των ηγεσιών των κοινοβουλευτικών κομμάτων- από την κάθε μία με το δικό της τρόπο και στο δικό της χρόνο.
Σ’ αυτό το φόντο, προχωράει με κινηματογραφική ταχύτητα η επιχείρηση δραματικής μείωσης του κόστους εργασίας, μεταφοράς του κόστους αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης στα ίδια τα λαϊκά στρώματα και εκφυλισμού της εργατικής τάξης σε ασπόνδυλη, ανοργάνωτη μάζα, χωρίς δίκτυα ενότητας και αλληλεγγύης. Στο βαθμό που θα εμπεδώνεται αυτή η «νέα τάξη πραγμάτων», θα σταθεροποιείται το αστικό μπλοκ και η τρικομματική κυβέρνηση που σήμερα διαχειρίζεται τις τύχες του υπό την άμεση καθοδήγηση των Ράιχενμπαχ και Φούχτελ. Το παράθυρο της ιστορικής ευκαιρίας που μισάνοιξε στις μαχόμενες δυνάμεις της Αριστεράς η τρομερή κρίση των τελευταίων χρόνων, κινδυνεύει να κλείσει.
Ωστόσο, μια τέτοια εξέλιξη των πραγμάτων δεν είναι μοιραία και αναπότρεπτη. Κάτω από την άσφαλτο της απόγνωσης, κυλάει μια θάλασσα λαϊκής οργής, που ζητάει απεγνωσμένα διέξοδο προς το φως. Η καπιταλιστική οικονομία, στην Ελλάδα, στην ευρωζώνη και στον κόσμο, απέχει πολύ από το να έχει σταθεροποιηθεί και το κοινωνικό τοπίο είναι ακόμη πιο δύσκολο να ελεγχθεί πλήρως αφού και στην καλύτερη, για το κεφάλαιο, των περιπτώσεων δεν θα προκύψει παρά μια άκρως ασταθής «ανάκαμψη» με διατήρηση της μαζικής ανεργίας και ανέχειας. Η άτακτη υποχώρηση των ηγεσιών του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ στην πίεση του κεφαλαίου, όσο κι αν ανταμείβεται από την αστική τάξη, θα πληρώνεται με την πολιτική ή και εκλογική τους συρρίκνωση και από ολοένα και βαθύτερα ρήγματα στο εσωτερικό τους. Οι ψίθυροι του σήμερα θα γίνουν οι κραυγές του αύριο: Ξυπνήστε, αλλάξτε πορεία, μην καταδικάζετε τον κόσμο και τα κινήματα να πηγαίνουν σαν πρόβατα επί σφαγή- ή αδειάστε μας τη γωνιά!
Παρά την πρωτοπόρα συμβολή της στους λαϊκούς αγώνες και στην επεξεργασία της λογικής του μεταβατικού προγράμματος για την αντιμετώπιση της κρίσης- κάτι που είχε γενικότερη επίδραση στο χώρο της Αριστεράς- η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν διαθέτει σήμερα την κρίσιμη μάζα για να αλλάξει από μόνη της τη φορά των πραγμάτων, στο κίνημα και την Αριστερά. Μπορεί, ωστόσο, να παίξει ρόλο καταλύτη, γαλβανίζοντας πρωτοπόρες δυνάμεις κοινωνικών και πολιτικών αγωνιστών, με αντίκτυπο και στα μεγάλα, αριστερά κόμματα, τα οποία εκφράζουν- με ρεφορμιστικό τρόπο- τον βασικό όγκο του κόσμου της εργασίας. Να δημιουργήσει σχέσεις αλληλεγγύης και να επιδράσει θετικά σε τμήματα του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ που κινούνται προς ριζοσπαστικές κατευθύνσεις και χωρίς την ενεργητική συμμετοχή των οποίων όχι μόνο η ανατροπή των Μνημονίων και της κυβέρνησης, αλλά και αυτή η συγκρότηση σχετικά μαζικού, επαναστατικού κόμματος της εργατικής τάξης θα παραμείνει μάταιος πόθος.
Αυτή την πολιτική στόχευση εξυπηρετεί η λογική του ενιαίου εργατικού μετώπου, την οποία προτείνουμε. Ενιαίο μέτωπο δεν σημαίνει κεντρική πολιτική συμμαχία με τις δυνάμεις του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ- ούτε καν εκλογική συμμαχία- κάτι για το οποίο προφανέστατα δεν υπάρχουν στοιχειώδεις στρατηγικοί, προγραμματικοί και πολιτικοί όροι. Αλλά και δεν περιορίζεται σε αποσπασματικές κινηματικές πρωτοβουλίες, κατά βάση οικονομικών διεκδικήσεων «από τα κάτω», σε επί μέρους χώρους, σε μια εποχή όπου και η πιο μικρή διεκδίκηση φέρνει το κίνημα αντιμέτωπο με το σύνολο των κατασταλτικών και ιδεολογικών μηχανισμών του συστήματος, θέτοντας επί τάπητος το θέμα της κυβέρνησης και της εξουσίας.
Δυστυχώς, λόγω εργασίας, δεν βρίσκομαι στην Αθήνα και γι’ αυτό δεν μπορώ να παρευρεθώ στην ιδιαίτερα σημαντική εκδήλωση σας η οποία συνεισφέρει στην υπόθεση της Κομμουνιστικής Αριστεράς και του εργατικού και λαϊκού κινήματος.
Σήμερα ο τόπος και ο λαός μας βυθίζονται ολοένα και περισσότερο στην καπιταλιστική βαρβαρότητα που επιβάλλει η καπιταλιστική κρίση και η πολιτική των Μνημονίων που έχει συνομολογήσει η ελληνική αστική τάξη με τους ξένους πάτρωνες της. Επιβεβαιώνεται κάθε μέρα και περισσότερο ότι ο μόνος δρόμος για την έξοδο του καπιταλιστικού συστήματος από την κρίση είναι η ραγδαία υποβάθμιση της θέσης της εργατικής τάξης και των ευρύτερων λαϊκών και μικρομεσαίων στρωμάτων σε επίπεδα σχεδόν τριτοκοσμικά και το ξεπούλημα του τόπου σε εγχώρια και ξένα ιδιωτικά καπιταλιστικά συμφέροντα, με τα τελευταία να παίρνουν την μερίδα του λέοντος.
Το εργατικό και λαϊκό κίνημα, παρά τις εξωνημένες συνδικαλιστικές ηγεσίες και με βάση κυρίως την πίεση της λαϊκής βάσης, έχει δώσει σημαντικούς μαζικούς αγώνες, έχει δυσκολέψει τους σχεδιασμούς της ελληνικής αστικής τάξης και των ξένων πατρώνων της αλλά δεν έχει κατορθώσει να τους σταματήσει και να τους ανατρέψει.
Ο βασικός λόγος αυτής της αδυναμίας βρίσκεται στην απουσία μίας ρεαλιστικής και ταυτόχρονα επαναστατικής πολιτικής πρότασης διεξόδου από την κρίση με βάση τα συμφέροντα του κόσμου της εργασίας. Μόνο μία τέτοια πρόταση μπορεί να πείσει και να εμπνεύσει την μεγάλη εργαζόμενη πλειονότητα της χώρας ότι υπάρχει άλλη διέξοδος, ότι είναι στα χέρια της και ότι έχει τη δύναμη να την επιβάλλει και να την διεκπεραιώσει. Αυτή η ρεαλιστική επαναστατική πολιτική πρόταση διεξόδου πράγματι, όπως έχουν δείξει οι κλασσικοί του Μαρξισμού, δεν μπορεί να γεννηθεί αυθόρμητα από τις εργατικές και λαϊκές αντιστάσεις. Χρειάζεται η ύπαρξη ενός επαναστατικού πολιτικού φορέα του κόσμου της εργασίας για να την επεξεργαστεί και να την κάνει κτήμα των λαϊκών μαζών. Χρειάζεται δηλαδή ένα κομμουνιστικό κόμμα, αντάξιο του ρόλου του στην ουσία και όχι στον τύπο και στα σύμβολα.
Η οδυνηρή απουσία ενός τέτοιου κομμουνιστικού φορέα σήμερα είναι πιο αισθητή παρά ποτέ. Τα ψήγματα του βρίσκονται διάχυτα σε όλα σχεδόν τα ρεύματα της Αριστεράς* φυσικά όχι με την ίδια πυκνότητα καθώς ιδιαίτερα ο ΣΥΡΙΖΑ εξελίσσεται με ταχύτατους ρυθμούς σε ένα καθαρόαιμα συστημικό πολιτικό χώρο. Από την άλλη η ηγεσία του ΚΚΕ μέσω του «επαναστατικού χιλιασμού» στον οποίο επιδίδεται ουσιαστικά υποβοηθά τα αστικά σχέδια αποδυναμώνοντας το εργατικό και λαϊκό κίνημα. Το χειρότερο από όλα είναι ότι, με τις πολιτικές και τις αχαρακτήριστες θεωρίες της, κακοποιεί και αμαυρώνει το όνομα των κομμουνιστών και του Μαρξισμού κάνοντας μακροπρόθεσμη ζημιά στην κομμουνιστική υπόθεση. Τέλος οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αλλά και οι άλλες δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, παρά τις σημαντικές ορισμένες φορές προσπάθειες και συμβολές τους, δεν έχουν κατορθώσει να καλύψουν αυτό το κενό.
Με τις Θέσεις της για τη Β’ Συνδιάσκεψη της,[1] η ΑΝΤΑΡΣΥΑ επιβεβαιώνει ότι είναι ο μόνος πολιτικός σχηματισμός στην Ελλάδα της κρίσης που προτείνει συγκεκριμένα πώς μπορεί χτιστεί μια γέφυρα από την τωρινή κατάσταση της αυξανόμενης εξαθλίωσης στη νίκη του λαϊκού κινήματος και την επαναστατική αναγέννηση της κοινωνίας σε Ελλάδα και Ευρώπη. Η γέφυρα αυτή δεν είναι άλλη από τη συγκρότηση ενός μετώπου υπό την ηγεσία των δυνάμεων της εργασίας γύρω από ένα μεταβατικό πρόγραμμα εθνικοποιήσεων, εκδημοκρατισμού, εργατικού ελέγχου και στάσης πληρωμών στους πιστωτές με κατεύθυνση την εγκαθίδρυση της σοσιαλιστικής δημοκρατίας.
Οι Θέσεις αποπνέουν ένα πνεύμα που δίνει προοπτική· η συνειδητοποίηση της τελεσίδικης αποτυχίας της καπιταλιστικής κοινωνίας να γίνει ορμή για την οικοδόμηση μιας νέας κοινωνίας μαζί με όλο το μαχόμενο λαό μακριά από μίζερους ελιτισμούς, μνησικακίες και «καθαρότητες»!
H ανάλυση της οικονομικής κρίσης (Θέσεις 1-5), πάνω στην οποία βασίζονται τα πολιτικά συμπεράσματα, είναι η αρτιότερη σε ντοκουμέντο ελληνικού πολιτικού φορέα. Μια τέτοια ανάλυση απουσιάζει εντελώς από τα ντοκουμέντα του πρόσφατου συνεδρίου του ΚΚΕ[2]. Ο δε ΣΥΡΙΖΑ δεν αναγνωρίζει την ύπαρξη κρίσης υπερσυσσώρευσης που εδράζεται στη σφαίρα της παραγωγής κι έχει στον πυρήνα της το ποσοστό και τις μορφές απόσπασης υπεραξίας.[3] Το γεγονός ότι το ΚΚΕ από τη μία αντιμετωπίζει την κρίση ως απλά άλλη μια καπιταλιστική κρίση, χωρίς πρωτόγνωρα εκρηκτικές νέες πλευρές, κι ο ΣΥΡΙΖΑ από την άλλη δε διαγνώσκει το συστημικό χαρακτήρα της αποτελεί, όπως λένε και οι Θέσεις, βασικό λόγο για τον οποίο τα κόμματα αυτά αδυνατούν να ηγηθούν της λαϊκής απάντησης στην επίθεση του κεφαλαίου.
Το επαναστατικό – πρωτοπόρο τμήμα της τάξης των εργαζομένων χρειάζεται την πολιτική του οργάνωση. Ούτε το ΚΚΕ, ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ μπορούν να παίξουν το ρόλο αυτό. Η εργατική πρωτοπορία που παραμένει μέσα στο ΚΚΕ έχει πλέον ελάχιστη επιρροή πάνω στις αποφάσεις των επί δεκαετίες επαγγελματικών στελεχών που έχουν διαμορφωθεί σε ιδιαίτερη κάστα που δεν αντιλαμβάνεται την ουσία των πραγμάτων και οδηγεί το κόμμα σε απομόνωση τόσο από τα υπόλοιπα πρωτοπόρα εργατικά στοιχεία, όσο κι από τις μάζες των εργαζομένων. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ενδιαφέρεται καν να παίξει το ρόλο της πρωτοπορίας των εργαζομένων. Τους τελευταίους τους βλέπει μόνο ως ψηφοφόρους για μια πολιτική αλλαγή την οποία αντιλαμβάνεται αποκλειστικά και μόνο με κοινοβουλευτικούς όρους. Η συμμετοχή του δε στους εργατικούς αγώνες είναι από αδύναμη ως προδοτική (όπως έδειξε το τελευταίο παράδειγμα των καθηγητών). Δυστυχώς, αυτό αφορά σε κάποιες περιπτώσεις και το ρεφορμιστικό Αριστερό Ρεύμα του.
Το νέο επαναστατικό κόμμα μπορεί να προκύψει μόνο μέσα από μια συσπείρωση οργανώσεων και αγωνιστών με βασικό τους εργαλείο ανάλυσης το μαρξισμό – λενινισμό που να δρα μέσα σε ένα ευρύτερο πολιτικο-κοινωνικό μέτωπο, το οποίο να μάχεται για την επικράτηση των συμφερόντων της πλειοψηφίας του λαού εδώ και τώρα, σε όλα τα επίπεδα. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι το κύριο όχημα αυτή τη στιγμή για την επίτευξη των στόχων αυτών.
Στο παρακάτω κείμενο θα εκθέσω κάποια σημεία των θέσεων στα οποία νομίζω ότι χρειάζονται αλλαγές και θα προσπαθήσω να εξηγήσω γιατί και σε ποια κατεύθυνση. Αυτές οι αλλαγές αφορούν Α) την ΕΕ, Β) το πώς αντιλαμβανόμαστε την κοινοβουλευτική πάλη, Γ) το χαρακτήρα του μεταβατικού προγράμματος και του μετώπου που θα το εφαρμόσει, Δ) την κοινωνική συμμαχία, Ε) την κριτική που κάνουμε στο ΚΚΕ, Ζ) το σοσιαλισμό ως κύριο διακύβευμα της εποχής μας.
Βρισκόμαστε μέσα στην δίνη της πιο βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης των τελευταίων δεκαετιών. Πρόκειται για μια δομική κρίση του καπιταλισμού που οδηγεί όλο και μεγαλύτερα κομμάτια των λαϊκών στρωμάτων στην οικονομική και κοινωνική εξαθλίωση.
Τα ποσοστά ανεργίας έχουν πάρει ασύλληπτες διαστάσεις, κυριαρχεί και εντείνεται η εργοδοτική τρομοκρατία στους χώρους δουλειάς, η κρατική καταστολή και η περιστολή των δημοκρατικών δικαιωμάτων διογκώνεται, η άνοδος του φασισμού στην Ελλάδα είναι σταθερά ανοδική ενώ οι τα φαινόμενα εκφασισμού της κοινωνικής και πολιτικής ζωής πολλαπλασιάζονται διαρκώς.
Τίθεται λοιπόν σήμερα το ζήτημα της ολομέτωπης ανασυγκρότησης και αντεπίθεσης του λαϊκού-εργατικού κινήματος, αντεπίθεση η οποία περνάει μέσα από την αποδέσμευση της χώρας μας από την τρόικα, το ΔΝΤ, τα μνημόνια αλλά και την απειθαρχία απέναντι στα μέτρα και τις κατευθύνσεις της ΕΕ με στόχο τελικά την έξοδο της χώρας από αυτήν. Σήμερα είναι αναγκαία περισσότερο από ποτέ η συγκρότηση ενός λαϊκού μετώπου με αντιμονοπωλιακό και αντιιμπεριαλιστικό χαρακτήρα πάνω σε αυτές τις κατευθύνσεις ώστε να σπάσει τα δεσμά της εξάρτησης από τις ΗΠΑ και την ΕΕ και να αντιπαρατεθεί με τις ταξικές πολιτικές της ντόπιας ολιγαρχίας και του πολιτικού της προσωπικού.
Η οικοδόμηση αυτού του μετώπου, θα γίνει πραγματικότητα μέσα από την συλλογική δράση με την ανάπτυξη αγώνων στους χώρους δουλειάς, στην γειτονιά, σε σχολεία και σε πανεπιστήμια. Με ενωτικές αγωνιστικές πρωτοβουλίες που θα συσπειρώνουν τα πληττόμενα λαϊκά στρώματα.
Μέσα από μια τέτοια δράση και πρόταση θα ωριμάζει όλο και περισσότερο η συνειδητοποίηση της ανάγκης για την δημιουργία ενός αντιιμπεριαλιστικού, αντιμονοπωλιακού δημοκρατικού μετώπου, ενός σύγχρονου ΕΑΜ που θα είναι αντάξιο της των αγώνων του ελληνικού λαού και που θα διεκδικήσει την εξουσία προς όφελος εκείνων που παράγουν -χωρίς να καρπώνονται- τον πλούτο αυτού του τόπου.
(…) Βλέπουμε τους νέους να φοβούνται να κάνουν οικογένεια και να φέρουν παιδιά σε ένα κόσμο όλο ματαιώσεις και στερήσεις. Τους βλέπουμε να γυρίζουν ηττημένοι στο παιδικό τους δωμάτιο από το οποίο νόμιζαν ότι απελευθερώθηκαν. Τους βλέπουμε να γίνονται γέροι πριν από μας. Τους βλέπουμε να χάνουν από την αχρησία κάθε ικανότητα και ειδίκευση που με τόση προσπάθεια και πίεση απόκτησαν. Τους βλέπουμε να χάνουν το νόημα στη ζωή τους πριν ακόμα αρχίσει να γίνεται δική τους. Τους βλέπουμε να αποκαλύπτουν μετά δύο δεκαετίες ότι τελικά ο λύκος έφαγε την Κοκκινοσκουφίτσα. (….)
Σας ευχαριστώ κι εγώ όλες και όλους που είστε μαζί μας σε αυτή τη σημαντική για μας στιγμή.
Θα ήθελα να συμμεριστώ μαζί σας μερικές απλές σκέψεις.
Η Ελλάδα θα πεθαίνει για τα επόμενα σαράντα χρόνια
Πρώτο: Είναι δύο συγγραφείς, έγκλειστοι ως νέοι στα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, επιβιώσαντες, που έγραψαν για τις εμπειρίες τους εκεί. Ο Ούγγρος Ιμρε Κέρτες με τον «Άνθρωπο χωρίς πεπρωμένο» που του έφερε το Νόμπελ. Κι ο Ιταλός Πρίμο Λέβι με το «Όσο υπάρχουν άνθρωποι».
Τους αναφέρω γιατί έχουν ένα κοινό και εντυπωσιακό χαρακτηριστικό. Ενώ αφηγούνται για αυτό το τρομακτικό εργοστάσιο μαζικής εξόντωσης ανθρώπων, μιλάν με μια γλώσσα καθημερινότητας, στωικότητας, ρουτίνας και ηρεμίας. Το καθετί, ακόμα και οι θάλαμοι αερίων, συνηθίζεται και γίνεται ανεκτό. Σε άγριες συνθήκες μπορείς να περάσεις τις «χαρές και τις λύπες των μικρών πραγμάτων».
Στην Κρήτη υπάρχει η ευχή: «Ας μη σου δώσει ο Θεός όσα μπορείς να αντέξεις».
Αυτός είναι ο κίνδυνος σήμερα. Να περνάμε έξω από τα μαγαζιά με την «Αγορά Χρυσού» και να είναι σαν να περνάμε έξω από σουβλατζίδικα. Να διαβάζουμε για μια νέα αυτοκτονία και να είναι σα να διαβάζουμε το δελτίο καιρού. Να ακούμε ένα ναζιστή στη Βουλή και να είναι σα να ακούμε ένα βουλευτή. Να βλέπουμε τους άνεργους και να λέμε «έτσι είναι η ζωή».
Όχι ότι δεν υπάρχει απόγνωση, οργή, επιθυμία για εκδίκηση. Υπάρχουν. Υπάρχει όμως και κάτι άλλο. Η αίσθηση ότι δεν γίνεται τίποτε. Η μοιρολατρία. Η καθημερινότητα του συμβιβασμού με τον εξευτελισμό μας. Η φιλοσοφία «έτσι είναι ό κόσμος».
Κι όμως ο κόσμος δεν είναι έτσι ούτε ήταν έτσι. Η ύφεση στην Ελλάδα εξελίσσεται στην πιο άγρια ύφεση σε ανεπτυγμένη χώρα τα τελευταία εκατό χρόνια.
Το ακραίο υπόδειγμα κρίσης ήταν μέχρι τώρα η κρίση του 1929 στις ΗΠΑ με τις στρατιές των ανέργων και τα εργοστάσια φαντάσματα. Ο δείκτης αύξησης της ανεργίας στην Ελλάδα έχει ήδη φτάσει τον αμερικάνικο. Η χρονική διάρκεια της αύξησης ανεργίας και της μείωσης του ΑΕΠ έχει ήδη περάσει την αμερικάνικη.
Στον ένα και περισσότερο χρόνο λειτουργίας του ο Εργατικός Αγώνας με την ακούραστη δράση της συντακτικής του επιτροπής, των φίλων και συνεργατών, καθώς και πλήθος αναγνωστών του θεωρούμε ότι επιτέλεσε σπουδαίο έργο. Η συνεισφορά του σε αυτούς τους μήνες είναι μεγάλη και πολύπλευρη.
Καταπιάστηκε με πλήθος ιδεολογικών και πολιτικών ζητημάτων, με την τεράστια κρίση που πλήττει τον κόσμο ολόκληρο και τη χώρα μας, την επίθεση που δέχεται η εργατική τάξη και ο λαός. Ανέδειξε την ανάγκη και την κατεύθυνση της πάλης για την απόκρουση της. Ασχολήθηκε εκτενώς με τις πολιτικές εξελίξεις και με τις δίδυμες εκλογές του 2012 και έδωσε την ερμηνεία του εκλογικού αποτελέσματος για το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων και ιδιαίτερα για το ΚΚΕ. Ανέδειξε τις αιτίες του καθώς και τις συνέπειες του. Ασχολήθηκε αναλυτικά με τη στρατηγική του ΚΚΕ, ιδιαίτερα με το πρόγραμμα που ψηφίστηκε στο 15ο συνέδριο, καθώς και την πορεία απομάκρυνσης του κόμματος από αυτό στα επόμενα συνέδρια ως και το 18ο συνέδριο, το οποίο σηματοδότησε την ολοκληρωτική ανατροπή του. Κορύφωση όλης αυτής της προσπάθειας ήταν η ολοκληρωμένη ανάλυση και συζήτηση των προσυνεδριακών ντοκουμέντων του 19ου συνεδρίου, οι επιπτώσεις στο χαρακτήρα και την ταυτότητα του κόμματος. Μίλησε καθαρά ότι μετά από την ψήφιση αυτών των κειμένων το ΚΚΕ αλλάζει βαθειά, απομακρύνεται από το μαρξισμό λενινισμό, την ιστορία του και τις παραδόσεις του κομμουνιστικού κινήματος. Έδωσε στη δημοσιότητα συγκεκριμένο πλαίσιο θέσεων για τις εξελίξεις στη χώρα και τη θέση της στο καπιταλιστικό σύστημα, για τις επιπτώσεις της κρίσης στη χώρα και τη διέξοδο από αυτή προς όφελος του λαού, τη σύνδεση του αγώνα αυτού με την ιστορική προοπτική της εργατικής τάξης, το σοσιαλισμό, καθώς και την τακτική που πρέπει να ακολουθήσει ώστε να προσεγγισθεί η επανάσταση. Και όλα αυτά στη βάση της παρακαταθήκης των Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν, καθώς και της τεράστιας κληρονομιάς της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Κατέβαλε τεράστιες προσπάθειες για την υπεράσπιση του μαρξισμού λενινισμού, της ιστορίας του κομμουνιστικού κινήματος, την υπεράσπιση και την προβολή της ιστορίας του ΚΚΕ από παραβιάσεις και διαστρεβλώσεις.
Όλη αυτή η δράση έφερε στην επικαιρότητα και έκανε γνωστό στους κομμουνιστές, ευρύτερα στον αριστερό κόσμο και τον λαό το πρόβλημα και τους κινδύνους που διατρέχει το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας άμεσα, τον κίνδυνο μετάλλαξης του, τον κίνδυνο να πληγεί η επαναστατική φυσιογνωμία και τα επαναστατικά χαρακτηριστικά του, να δυσφημιστεί στα μάτια των εργαζομένων και του λαού ολόκληρη η ηρωική διαδρομή του ενός σχεδόν αιώνα, να ακυρωθούν οι πιο ηρωικές και πιο φωτεινές στιγμές της ιστορίας του, ο αγώνας για το ψωμί και τα δικαιώματα του λαού και εναντίον της αντίδρασης και του φασισμού στο μεσοπόλεμο, η ολομέλεια της ΚΕ του 1934 που έδωσε πρόγραμμα και στρατηγική γραμμή στο ΚΚΕ με σημαντικά αποτελέσματα, ο μεγαλειώδης ΕΑΜικός αγώνας στην κατοχή, οι αγώνες και το μεγαλείο του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, οι αγώνες και η δράση στη μετεμφυλιακή περίοδο ως και τον αγώνα εναντίον της φασιστικής δικτατορίας, το αίμα και τη θυσία χιλιάδων και χιλιάδων κομμουνιστών και αγωνιστών. Δεν είναι δυνατόν στο όνομα της μελέτης της ιστορίας του κόμματος, της ανάλυσης και της διερεύνησης λανθασμένων αποφάσεων, έστω και αν αναφέρονται σε σημαντικές στιγμές της, να επιτρέψουμε στην ηγεσία του κόμματος να ανατρέψει και να δυσφημήσει ολόκληρη τη δράση και την ιστορία του ενός σχεδόν αιώνα. Όλα αυτά τα έχουν συνειδητοποιήσει σήμερα χιλιάδες κομμουνιστές και είναι έτοιμοι να υπερασπιστούν το λενινιστικό επαναστατικό χαρακτήρα του ΚΚΕ, να δράσουν μέσα στο λαό με πραγματική κομμουνιστική γραμμή και συνέπεια.
Εάν κανείς προσέξει τα καθεστωτικά μέσα αλλά και τις κυβερνητικές ανακοινώσεις θα δει ότι αρχίζει και αναδύεται η ακόλουθη αφήγηση: Με την ολοκλήρωση της αναχρηματοδότησης των τραπεζών, την επίτευξη των ιδιωτικοποιήσεων που προβλέπει το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων, τις περικοπές που έχουν ήδη αποφασιστεί και την παράταση των χαρατσιών τα δημοσιονομικά μπαίνουν σε μία τάξη. Ο ερχομός των επενδύσεων είτε για ληστρικές εξαγορές κρατικών επιχειρήσεων είτε για δημιουργία περιβαλλοντικά καταστροφικών ζωνών τύπου Σκουριών θα εξασφαλίσει μια αύξηση της ιδιωτικής επιχειρηματικής δαπάνης που μαζί με τη μείωση του κόστους εργασίας και τη συνακόλουθη αύξηση των εξαγωγών, αλλά και τη διαφαινόμενη μικρή άνοδο στον τουρισμό θα οδηγήσει μια πρώτη δειλή αναπτυξιακή δυναμική που θα επιτρέψει σε συνδυασμό με μέτρα όπως τα πεντάμηνα με μισθούς κάτω των 400 ευρώ να σταθεροποιηθεί η απασχόληση, παράλληλα με την μεγαλύτερη εξάρτηση των ευεργετούμενων ανέργων από την κρατική ελεημοσύνη. Στο διεθνές επίπεδο, η ολοκλήρωση του γερμανικού προεκλογικού κύκλου το φθινόπωρο θα επιτρέψει μια μικρή χαλάρωση τη αυστηρότητας των μέτρων και μικρές ανάσες που θα ενισχύσουν τις δυναμικές μιας ήπιας ανάκαμψης. Την ίδια στιγμή, η ίδια η καθημερινότητα της ανεργίας, της ανασφάλειας και του καθημερινού αγώνα για επιβίωση θα διαλύει τις συλλογικές πρακτικές θα ενισχύει συντηρητικά αντανακλαστικά και την απόσπαση συναίνεσης στο όνομα μιας πολιτικής «νόμου και τάξης», ιδίως μάλιστα από τη στιγμή που τα πλήρως διαπλεκόμενα ΜΜΕ θα αναπαράγουν πρόθυμα την κυβερνητική ατζέντα. Άλλωστε, η προσπάθεια να ξεμπερδεύουν με κάθε ανάμνηση από τη μεταπολιτευτική δυναμική του λαϊκού κινήματος έχει την πλήρη αποδοχή των βασικών μερίδων του κεφαλαίου που μπορεί να γκρινιάζουν για την ύφεση αλλά δεν έχουν κανένα λόγο να αρνηθούν μια τόσο συντριπτική αλλαγή του συσχετισμού δύναμης. Επιπλέον, η σημερινή γεωμετρία του πολιτικού σκηνικού, η κατοχύρωση των κυβερνήσεων συνεργασίας και η μεταδημοκρατική και μεταηγεμονική στροφή του πολιτικού συστήματος, σημαίνουν ότι αυτό που απαιτείται είναι η ΝΔ να μπορεί σε οποιαδήποτε εκλογική μάχη να μπορεί να είναι πρώτο κόμμα. Και αυτό δεν σημαίνει να κερδίσει την εμπιστοσύνη του κόσμου. Σε κάποιες περιπτώσεις αρκεί να ενισχύει τη δυσπιστία πολλών ως προ το εάν υπάρχει εναλλακτική λύση.
Φυσικά, αυτή η αφήγηση έχει διάφορα κενά. Δεν υπολογίζει ότι η ίδια η ύφεση μπορεί ανά πάσα στιγμή να οδηγήσει στον εκτροχιασμό των δημοσιονομικών μεγεθών (άλλωστε και το περιβόητο «πρωτογενές πλεόνασμα» δεν είναι τίποτε άλλο παρά η «μαγική εικόνα» μιας παρατεταμένης «στάσης πληρωμών» του δημοσίου), ότι το ζήτημα του ιδιωτικού χρέους αποτελεί μια ωρολογιακή βόμβα στο τραπεζικό σύστημα, ότι η παρατεταμένη ύφεση από ένα σημείο και μετά έχει αποτελέσματα αυτοτροφοδότησης (αρνητικό σπιράλ), ότι η καταβαράθρωση των κοινωνικών συνθηκών και ιδίως η τρομαχτική ανεργία των νέων ενέχει τον κίνδυνο ανεξέλεγκτων κοινωνικών εκρήξεων.
Δε χρειάζονται και πολλές επαναλήψεις για τα γεγονότα που γέννησαν και γεννούν οι Μάηδες. Είναι ίσως ο μήνας που έχουν κλέψει οι εξεγερμένοι από ένα ημερολόγιο που παραμένει εναντίον τους. Και είναι μερικές επέτειοι, κυρίως της πρωτομαγιάς, αλλά και της Κομμούνας, του 36 της Ελλάδας, του 68 του Παρισιού και τόσες άλλες, που φέρνουν τα πάντα στην πολιτική συζήτηση.
Όμως στην Ελλάδα υπάρχει και η πρόσφατη αντιφατική ιστορία των Μάηδων. Ήταν εκείνος ο Μάης πριν 3 χρόνια, λίγες μέρες μετά την έναρξη της μνημονιακής εποχής, που έφερε το πρώτο κύμα των λαϊκών αντιστάσεων, που χάθηκε στις φλόγες και τους νεκρούς της Μαρφίν και στην αδυναμία του κινήματος να συγκρατήσει τη θύελλα που ερχόταν. Μόλις τώρα βγαίνουν στο φως μαρτυρίες σαν αυτές του άνδρα της άτυχης εγκύου να καταγγέλλει την εργοδοσία ότι «τους εξανάγκασαν να ζήσουν ένα φρικτό θάνατο. Εγώ δεν θα τους κρατούσα μέσα να πεθάνουν σαν τα ποντίκια».
Και ήταν και ο επόμενος Μάης που ξεκίνησε αυτό το αναπάντεχο και αντιφατικό ραντεβού στην πλατεία Συντάγματος, που γέννησε τόσες ελπίδες, άλλαξε τόσα πολλά, όχι όμως αυτά για τα οποία στόχευε. Εκείνες τις μέρες, ένας συμπαθής αγωνιστής, χρόνια συνδικαλιστής και πρόεδρος των εμποροβιοτεχνών Μαγνησίας, ο κ. Κόγιας ξεκίνησε από το Βόλο για να φτάσει στην Αθήνα, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την θανατηφόρα πολιτική αλλά και ελπίδας για τη νίκη του αγώνα. Λίγες μέρες πριν ο ίδιος κύριος επέλεξε να θέσει τέρμα στη ζωή του.
Τον επόμενο Μάη, η προσοχή ήταν στραμμένη στις εκλογές και στην ελπίδα που γεννιόταν για χιλιάδες κόσμου από την αναπάντεχη πιθανότητα μιας επικράτησης ενός αριστερού κόμματος στις εκλογές. Φρούδα ή όχι, δικαιολογημένη ή μη, η ελπίδα αυτή δε βρισκόταν πια στο δρόμο αλλά μάλλον υποσχόταν ότι θα γύριζε σύντομα εκεί από όπου γεννήθηκε.
Γύρισε; Ένα χρόνο μετά, τον τωρινό Μάη, γύρισε η ελπίδα στους δρόμους; Για δεκάδες χιλιάδες, βρίσκεται ήδη στις γειτονιές, στις πρωτοβουλίες, τα στέκια, τις λέσχες, ακόμα και κάποιους χώρους εργασίας. Και αυτοί είναι που κινούν τα πράγματα προς τα μπρός. Ωστόσο, σίγουρα χρειάζονται πολλά και πολλοί ακόμα για να επιστρέψει η ελπίδα σαν υλική πραγματικότητα ανατροπής μιας καθημερινότητας που μετατρέπεται σε μόνιμο εφιάλτη. Και είναι η επέτειος της Πρωτομαγιάς και οι συζητήσεις γύρω από αυτήν, η καλύτερη ευκαιρία για να ανοίξει αυτή η συζήτηση. Μετά λοιπόν από αυτή την εισαγωγή θα καταθέσω κάποιες σκόρπιες σκέψεις, χωρίς να επιθυμώ ούτε να καταθέσω μια εμπειρία από το εργατικό κίνημα, ούτε κάποια βαθυστόχαστη θεωρητική ανάλυση. Θέλω να αναδείξω μια συλλογιστική για την κατάσταση που βρίσκεται το κίνημα σήμερα, κάποιες στιγμές της εξέλιξής του, καθώς και μερικές πολιτικές επισημάνσεις για το μέλλον του.
Αυτό σημαίνει ότι δεν πρέπει να μπαίνει ο στόχος για έξοδο από το Ευρώ, παράλληλα με τα αναγκαία αντιμνημονιακά μέτρα, γιατί έτσι κι αλλιώς τα πράγματα θα οδηγηθούν εκεί; Οπότε, ας ωφεληθούμε από μια ευρύτερη και ευκολότερη συμμαχία σήμερα και την κρίσιμη ώρα θα μιλήσουμε και γι αυτό; Κάθε άλλο. Οι μάχες κερδίζονται με τη σε βάθος προετοιμασία στην κύρια αντίθεση και όχι με «εκπλήξεις» της τελευταίας στιγμής, πολύ περισσότερο με τη συστηματική καλλιέργεια αυταπατών. Η Κύπρος δείχνει ότι η μισή γραμμή (η φιλολαϊκή – αντιμνημονιακή) όχι μόνο δε φτάνει αλλά κινδυνεύει να υποστεί τραγική ήττα. Χρειάζεται το άλλο μισό της, την αποδέσμευση από Ευρώ και ΕΕ για να έχει σοβαρές, ρεαλιστικές πιθανότητες επιτυχίας. Σημαίνει, όμως, παράλληλα, ότι η ριζοσπαστική αριστερά πρέπει να έχει εμπιστοσύνη στο φορτίο ρήξης που φέρουν, σήμερα, κατά τα φαινόμενα «απλοί» αντιμνημονιακοί στόχοι: ο αντικαπιταλιστικός δρόμος σήμερα περνάει μέσα από την αντιμνημονιακή πάλη. Όποιος αυτό το αγνοεί, ή το υποτιμά, το πληρώνει ακριβά γιατί η κοινωνία υποφέρει.
Ένας χρόνος κοντεύει από τις εκλογές του 2012 και το σημαντικότερο, ίσως, χαρακτηριστικό της κατάστασης είναι η πολιτική ακινησία. Αν δει κανείς τα ποσοστά των δημοσκοπήσεων θα οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι μάλλον μεσολάβησε ένας χρόνος χωρίς πολιτικά γεγονότα, με τον πολιτικό χρόνο να μοιάζει ακίνητος, παγωμένος. Και δεν έχει κανείς λόγο να αμφισβητήσει ουσιαστικά τις δημοσκοπήσεις γιατί και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα ταιριάζει με την εικόνα αυτή. Μεγάλη δυσαρέσκεια αλλά μεγαλύτερη ακόμη μοιρολατρία. Και φόβος. Βαθύς και παραλυτικός. Που ακινητοποιεί μια ολόκληρη κοινωνία.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Κατ’ αρχάς, η σημερινή πολιτική ακινησία δεν είναι μια κατάσταση ισοπαλίας, με ανοιχτά και πιθανά όλα τα ενδεχόμενα. Είναι μια κατάσταση σχετικής σταθεροποίησης των μνημονιακών δυνάμεων. Αυτοί που πίστευαν ότι η κυβέρνηση ήταν θνησιγενής και ότι αρκούσε η απλή εκφορά των επόμενων επώδυνων μέτρων για να διαλυθεί σαν κουρνιαχτός διαψεύστηκαν. Η κυβέρνηση ήρθε σε κραυγαλέα αντίθεση με τις προεκλογικές της δεσμεύσεις λίγες ημέρες μόνο μετά το σχηματισμό της και βγήκε αλώβητη! Αυτό, ανάμεσα σε άλλα, σημαίνει ότι ο κόσμος που την ψήφιζε επί της ουσίας είχε αποδειχτεί εν πολλοίς τον αέναο Γολγοθά του μνημονίου. Δεν νοιώθει ότι υπεκλάπη η ψήφος του! Δε νοιώθει καν ξεγελασμένος! Το ηθικό του έχει τσακιστεί και ήταν «έτοιμος» για νέα καταβαράθρωση του επιπέδου της ζωής του.
Η βάση συσπείρωσης συνδικάτων και κινημάτων δεν μπορεί να είναι η σοσιαλιστική επανάσταση ούτε το συνολικό πλαίσιο ενός αντιιμπεριαλιστικού, αντιμονοπωλιακού, δημοκρατικού μετώπου, εκτός κι αν το κίνημα φτάσει σε ένα τέτοιο επίπεδο ωρίμανσης. Ελάχιστο προαπαιτούμενο είναι η επαναφορά, σε πρώτη φάση, των εργατικών και λαϊκών δικαιωμάτων στην προ μνημονίων και δανειακής σύμβασης εποχή, η άρνηση εφαρμογής των κατευθύνσεων της τρόικας και της ΕΕ, η υπεράσπιση του δημόσιου χαρακτήρα των ΔΕΚΟ και η διεύρυνση των κατακτήσεων και δικαιωμάτων. Εκκινώντας από αυτό το σημείο οι πρωτοπόρες δυνάμεις μπορούν να επιδιώκουν την εμβάθυνση της όποιας αγωνιστικής συσπείρωσης.
Σε κάθε περίπτωση η αγωνιστική ενότητα και συσπείρωση όχι μόνο δεν αναιρούν αλλά υπογραμμίζουν τη δυνατότητα και την ανάγκη ιδεολογικο-πολιτικής διαπάλης ανάμεσα στις διάφορες δυνάμεις που διατηρούν την αυτοτέλειά τους. Καθιστούν γόνιμη αυτή τη διαπάλη καθώς, από τη μια πλευρά, διεξάγεται ενώπιον μαζικού κινήματος, και, από την άλλη, διεξάγεται στη βάση της εμπειρίας του αγωνιζόμενου λαού, όχι με ατέλειωτες θεωρητικολογίες και βερμπαλισμούς.
εφημ. Πριν, 28/4/2013
Είναι, νομίζω, περισσότερο από προφανές ότι η έξοδος από την κρίση σε όφελος του λαού θα πρέπει να εδράζεται σε μερικούς βασικούς άξονες: 1. άρνηση πληρωμής του χρέους, ακύρωση των δανειακών συμβάσεων, κατάργηση των μνημονίων, 2. αντίθεση και ρήξη τελικά με την ΕΕ, 3. εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος και των στρατηγικών τομέων της οικονομίας με παράλληλη επιβολή εργατικού ελέγχου, 4. ριζικές δημοκρατικές τομές στον κρατικό μηχανισμό.
Το πλέγμα των μέτρων αυτών ανταποκρίνεται στις ανάγκες της αντικειμενικής πραγματικότητας. Είναι καρπός συγκεκριμένης ανάλυσης της συγκεκριμένης κοινωνικο-οικονομικής και πολιτικής κατάστασης. Αποτελεί τη μόνη ρεαλιστική λύση. Ανταποκρίνεται στο επίπεδο συνείδησης των λαϊκών στρωμάτων. Λαμβάνει υπόψη τις εμπειρίες τους και επιχειρεί να το ανεβάσει. Παράλληλα, ανοίγει τη δυνατότητα για περαιτέρω κοινωνικές αλλαγές.
Οι κοινωνικές δυνάμεις που θα ωφεληθούν από μια τέτοια διέξοδο είναι πρωτίστως η εργατική τάξη, τα μεσαία στρώματα της πόλης και του χωριού, η εργαζόμενη και άνεργη διανόηση, οι επιστήμονες και καλλιτέχνες, η νεολαία, οι γυναίκες, τα κοινωνικά κινήματα για την εθνική ανεξαρτησία, την ειρήνη, για τις δημοκρατικές ελευθερίες, για το περιβάλλον, τα κινήματα αλληλεγγύης. Όλα αυτά μπορούν και πρέπει να συσπειρωθούν σε ένα πανίσχυρο λαϊκό (κοινωνικό και πολιτικό) μέτωπο.
Ο αντίπαλος αυτού του μετώπου είναι η εγχώρια και ξένη ολιγαρχία, το ντόπιο μονοπωλιακό κεφάλαιο και ο ιμπεριαλισμός. Στην προσπάθεια αυτή αντιμετώπισης του βασικού δυνάστη του λαού πρέπει κανείς να εκμεταλλευτεί κάθε «δυνατότητα να αποκτήσει μαζικό σύμμαχο, έστω και προσωρινό, ταλαντευόμενο, ασταθή, αβέβαιο και συμβατικό». Πρέπει ακόμη να είναι έτοιμος να «καταφεύγει σε ελιγμούς, σε συμφωνίες, σε συμβιβασμούς με τις διάφορες ομάδες των προλετάριων, με τα διάφορα κόμματα των εργατών και των μικρονοικοκυρέων» [1].
Οποιαδήποτε αναζήτηση διεξόδου οφείλει να ξεκινά από την αντιμετώπιση των άμεσων προβλημάτων του λαού και του τόπου.
1 Πρέπει οπωσδήποτε να έχει ως αφετηρία την ακύρωση των δανειακών συμβάσεων, την άρνηση πληρωμής του χρέους, την κατάργηση των μνημονίων. Χωρίς αυτό το αίτημα δεν μπορεί να διαρραγούν τα δεσμά που έχουν πλέξει οι ισχυροί δανειστές μας, ούτε μπορεί να γίνει λόγος για φιλολαϊκή πολιτική και ανάταξη του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων. Καμιά ταλάντευση και καμιά αμφισημία δεν είναι επιτρεπτές στο ζήτημα αυτό.
2 Ας έχουμε πλήρη συνείδηση ότι μια τέτοια επιλογή εκ των πραγμάτων θα οδηγήσει σε αντίθεση με την Ε.Ε. Η τελευταία είναι εξάλλου συνυπεύθυνη, μαζί με τις ΗΠΑ και την εγχώρια ολιγαρχία, για τις σχέσεις εξάρτησης, για το μαράζωμα και την υποβάθμιση των παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας μας, για την αφαίμαξη του επιστημονικού δυναμικού. Δεν μπορεί να υπάρξει πραγματική παραγωγική ανασυγκρότηση και ανάπτυξη, αν δεν υπάρξει αντίθεση και απειθαρχία στα μέτρα και τις κατευθύνσεις της Ε.Ε., έξοδος τελικά από την Ε.Ε.
3 Δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί η κρίση και να χαραχθεί αναπτυξιακή πορεία, αν δεν πληρώσουν οι έχοντες, αν δεν εθνικοποιηθεί συνολικά το τραπεζικό σύστημα και οι βασικότερες μεγάλες επιχειρήσεις, αν δεν φορολογηθεί το μεγάλο κεφάλαιο, αν δεν δημευθεί η περιουσία των off shore που υπάρχουν στην Ελλάδα, αν δεν εγκαθιδρυθεί εργατικός και λαϊκός έλεγχος.
4 Επιβάλλεται ακόμη η ενίσχυση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, η ενθάρρυνσή τους να παράγουν συλλογικά, να ενταχθούν σε πολύμορφους συνεταιρισμούς, με βάση ένα πανεθνικό σχέδιο.
5 Για να υλοποιηθούν τα παραπάνω απαιτείται ριζοσπαστικός εκδημοκρατισμός των συνταγματικών θεσμών, του πολιτικού συστήματος, του εκλογικού συστήματος, της Δικαιοσύνης. Κυρίως, όμως, χρειάζεται ριζοσπαστικός εκδημοκρατισμός των ενόπλων δυνάμεων, των σωμάτων ασφαλείας, όλων των δημόσιων υπηρεσιών και κρατικών μηχανισμών, με την ενεργό συμμετοχή της εργατικής τάξης και του λαού. Είναι απαραίτητη η εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού από τα φασιστικά στοιχεία και όλα τα όργανα του ιμπεριαλισμού και του μονοπωλιακού κεφαλαίου, η ανασυγκρότησή του σε επαναστατική δημοκρατική βάση. Χωρίς αυτό, οποιαδήποτε προσπάθεια εφαρμογής του παραπάνω οικονομικού πλαισίου είναι καταδικασμένη. Μην ξεχνάμε την εμπειρία της κυβέρνησης Αλιέντε.
Ένα κοινωνικο-πολιτικό μέτωπο
Ένα τέτοιο ελάχιστο πλαίσιο είναι αναγκαίο για την έξοδο από την κρίση, σε όφελος των αδύναμων κοινωνικά τάξεων και στρωμάτων. Έχω την αίσθηση ότι σε τέτοια συμπεράσματα συγκλίνουν ολοένα και περισσότεροι ωθούμενοι από την τρέχουσα εμπειρία.
Η προσπάθεια για την υλοποίηση των στόχων αυτών απαιτεί σκληρούς, επίμονους λαϊκούς αγώνες. Δεν είναι κοινοβουλευτικός περίπατος. Θα έχει να αντιμετωπίσει τη λυσσαλέα, πολύμορφη αντίδραση της πλουτοκρατίας και των ξένων επικυρίαρχων και προστατών της. Όπως μας διδάσκει η εμπειρία του ΕΑΜ, και όχι μόνο, τίποτα δεν είναι ακατόρθωτο. Ο δρόμος αυτός μπορεί και πρέπει να ανοίξει και να οδηγήσει σε μια μεγάλη κοινωνική αλλαγή, σε μια άλλη κοινωνική οργάνωση, σε μια σοσιαλιστική κοινωνία.
Χρειάζεται, επομένως, η μέγιστη συσπείρωση δυνάμεων, ειδικά στις συνθήκες μικροαστικού κατακερματισμού που επικρατούν στη χώρα μας. Είναι αναγκαία η συγκρότηση ενός λαϊκού μετώπου από τις κοινωνικές δυνάμεις που έχουν ανάγκη από μια τέτοια διέξοδο: την εργατική τάξη, τα μεσαία στρώματα της πόλης και του χωριού, την εργαζόμενη και άνεργη διανόηση, τους επιστήμονες και καλλιτέχνες, τη νεολαία, τις γυναίκες, τα κοινωνικά κινήματα για την εθνική ανεξαρτησία, την ειρήνη, για τις δημοκρατικές ελευθερίες, για το περιβάλλον, τα κινήματα αλληλεγγύης.
Ένα τέτοιο λαϊκό μέτωπο δεν μπορεί παρά να συγκεντρώνει κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις. Οι διάφορες δυνάμεις που αυτοπροσδιορίζονται στο χώρο της Αριστεράς θα πρέπει, κατά την άποψή μου, να εργαστούν και να συγκλίνουν προς αυτή την κατεύθυνση. Προϋπόθεση για τη συμμετοχή σε μια τέτοια προσπάθεια δεν είναι η ιδεολογικο-πολιτική συμφωνία εφ’ όλης της ύλης, αλλά η συμφωνία σε ένα τέτοιο ελάχιστο πλαίσιο, σε μια τέτοια αντιιμπεριαλιστική, αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση. Πίσω από αυτή τη γραμμή υπάρχει μόνο ο συμβιβασμός και η αφομοίωση από την κυρίαρχη πολιτική. Από εκεί και πέρα, κάθε δύναμη μπορεί και πρέπει να διατηρεί την αυτοτέλειά της, τις ιδιαίτερες αντιλήψεις και επιδιώξεις της. Εξάλλου, το βάθος και ο τρόπος ριζοσπαστικοποίησης διαφέρουν.
Οι δυνάμεις που μπορούν να αποτελέσουν την πρώτη μαγιάγια μια τέτοια μετωπική συγκρότηση υπάρχουν: σε λαϊκά κινήματα και οργανώσεις, σε συνδικαλιστικές κινήσεις, σε συλλογικότητες της αριστεράς, μεταξύ των ανένταχτων αγωνιστών/στριών, σε δίκτυα, κύκλους και παρέες που υποστηρίζουν τα κομβικά σημεία του προγράμματος. Παρά τις διαφορετικές αφετηρίες και το διαφορετικό τρόπο με τον οποίο ονομάζουμε αυτό το πρόγραμμα -”αντικαπιταλιστική ανατροπή”, “Σχέδιο Β”, “πρόγραμμα ανασυγκρότησης και φιλολαϊκής διεξόδου”, “αντιιμπεριαλιστικό, αντιμονοπωλιακό, δημοκρατικό μέτωπο” – αυτές οι δυνάμεις δεν έχουμε την πολυτέλεια των χωριστών ή παράλληλων διαδρομών.
Εμείς που συνυπογράφουμε αυτή την Πρόταση, καλούμε να προχωρήσουμε με τόλμη σε μια τέτοια ανοιχτή, μετωπική, προγραμματική συμπόρευση. Να ανοίξει ευρύτερα η συζήτηση για να προσδιοριστούν πιο συγκεκριμένα οι θέσεις του πολιτικού προγράμματος. Με τοπικές και κεντρικές πρωτοβουλίες, εκδηλώσεις, συλλογικές επεξεργασίες, και κυρίως με κοινή δράση στους αγώνες.
Πρόταση για τη συμπόρευση δυνάμεων και αγωνιστών σε έναν άλλο δρόμο διεξόδου από την κρίση
Χωρίς χρέος, μνημόνια και ευρώ.
Η ελληνική κοινωνία βρίσκεται σε ένα από τα πιο κρίσιμα σταυροδρόμια της ιστορίας της. Οι δυνάμεις του κεφαλαίου, προκειμένου να ξεπεράσουν μια από τις πιο μεγάλες κρίσεις του ελληνικού καπιταλισμού που η ένταση και το βάθος της οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στην ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στη ζώνη του ευρώ, επιδιώκουν τη συντριβή των δυνάμεων της εργασίας.
Η τρικομματική κυβέρνηση σε συνεργασία με την τρόικα προκαλεί όλο και μεγαλύτερη κοινωνική καταστροφή: τρομακτική αύξηση της ανεργίας, τεράστιες περικοπές μισθών, συντάξεων και κοινωνικών δαπανών, κατάργηση εργασιακών δικαιωμάτων δεκαετιών, παράδοση του πλούτου της χώρας και του περιβάλλοντος στις ορέξεις των “επενδυτών”. Για να επιβάλει αυτή την πολιτική, η κυβέρνηση καταφεύγει σε έναν παροξυσμό αυταρχισμού, με νομοθετικά πραξικοπήματα, καταστολή κάθε αγωνιστικής κινητοποίησης, περιστολή των δημοκρατικών δικαιωμάτων. Ταυτόχρονα, η επιτροπεία από την τρόικα οδηγεί σε μια συνθήκη μειωμένης λαϊκής κυριαρχίας. Σε αυτό το τοπίο βρίσκει έδαφος και το αποκρουστικό φαινόμενο του φασισμού.
Οι παρατεταμένοι αγώνες της τελευταίας τριετίας, με τις μεγάλες γενικές απεργίες, τις πλατείες, τις πρωτοβουλίες αλληλεγγύης δείχνουν ότι οι εργατικές-λαϊκές δυνάμεις συγκρούονται επίμονα με την κυβερνητική και ευρωπαϊκή πολιτική. Οι αγώνες αυτοί έχουν κλονίσει το πολιτικό σύστημα, έχουν προκαλέσει ρήγματα και ανακατατάξεις, ωστόσο δεν κατόρθωσαν να εμποδίσουν ή να ακυρώσουν την εφαρμογή της αντιλαϊκής πολιτικής.
Είναι εμφανής, περισσότερο από ποτέ, η απουσία εκείνου του κοινωνικού και πολιτικού μετώπου που θα ενοποιεί τις αντιστάσεις στη βάση ενός πολιτικού προγράμματος , το οποίο θα συνδυάζει την άμεση επιβίωση του κόσμου της εργασίας, την έξοδο από την ύφεση, την αναχαίτιση της ανεργίας με βαθιές ριζοσπαστικές/δημοκρατικές αλλαγές στην οικονομία, την πολιτική, την κοινωνία, το κράτος.
Αλλαγές που θα βάζουν τη χώρα σε έναν άλλο δρόμο απ’ αυτόν που γνωρίσαμε τις μεταπολεμικές δεκαετίες. Σε ρήξη με τις κυρίαρχες οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις, με την Ευρωζώνη και την ΕΕ, που ευθύνονται για την κοινωνική καταστροφή την οποία βιώνει ο τόπος μας.
Η προοδευτική εδραίωση της αστικής ηγεμονίας μετά τους αλλεπάλληλους κύκλους αστάθειας από τον πόλεμο και έπειτα διαμόρφωσε το σύνολο των εκδοχών της σύγχρονης Αριστεράς. Αφού ουσιαστικά αποδιάρθρωσε το ανταγωνιστικό ταξικό όραμα και τη δυνατότητα μιας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής, ενέγραψε διαφορετικές αποκλίσεις στους διάφορους κομματικούς και εν γένει πολιτικούς σχηματισμούς (ή και πιο ασχηματοποίητους «χώρους») της Αριστεράς: Από τη ραγδαία απέκδυση κάθε επαναστατικού οράματος και την πλήρη ενσωμάτωση στις προτεραιότητες της καπιταλιστικής συσσώρευσης, μέχρι τη σιωπηρή απόσυρση από τον πολιτικό ταξικό ανταγωνισμό και την ανακήρυξη –στο πλαίσιο των δύσκολων διεθνών συνθηκών και της έλλειψης «διεθνούς επαναστατικού κέντρου»– ενός αμυντικού αγώνα χωρίς βλέψεις για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας, και ως την ιδεολογική διατήρηση της επαναστατικής αναφοράς σε συνδυασμό με την επένδυση στην κινηματική αντίσταση και ανάπτυξη σε χώρους νεολαίας και σύγχρονης μισθωτής διανόησης, παράλληλα με μια, τρόπον τινά, απόσυρση από τον πολιτικό (επίσημο και μη) στίβο και το επίδικο αντικείμενό του, την πολιτική εξουσία. Σε κάθε περίπτωση, η ελληνική Αριστερά άλλαξε πολύ.
Στο πλαίσιο αυτό, όλες οι εκδοχές της βρέθηκαν «ενσωματωμένες» (ρητά ή άρρητα) στην αστική ηγεμονία, «εγγεγραμμένες» πλέον σε αυτήν ως φωνές κριτικής και κινήματα (μερικής) αντίστασης, ως συμπλήρωμα του επίσημου πολιτικού τόξου σε κάποιες πλευρές ή αντικειμενικό πολιτικό του «άκρο» σε άλλες. Η Αριστερά, σε οποιαδήποτε εκδοχή της, είχε απεμπολήσει πια τη δυνατότητα να σκέφτεται ως «εθνική» (με την γκραμσιανή έννοια) δύναμη, ως πολιτική δύναμη που στη σύμφυσή της με τον λαό θα μπορούσε να αναδειχθεί σε ηγέτιδα δύναμη του «έθνους» των εργαζομένων, να διατυπώσει ένα ανταγωνιστικό ταξικό όραμα και πρακτικές, να ορίσει «πού θα πάει ο τόπος», να διεκδικήσει το «τιμόνι», την πολιτική εξουσία. Σχηματοποιώντας, θα λέγαμε ότι ο παραπάνω ο μετασχηματισμός οδήγησε στη διάλυση μιας προηγούμενης «Αριστεράς της εξουσίας» –αυτής που εγγραφόταν μέσα στις προκείμενες μιας πρότερης επαναστατικής στρατηγικής– και στη διαμόρφωση και ανάπτυξη αυτής που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ως «Αριστεράς της ήττας».
Μέτωπο ανατροπής και νίκης, σημαίνει μαζικότητα, ευρύτερη συγκέντρωση δυνάμεων. Αλλά δε φτάνει, το ξέρουμε. Η νίκη προϋποθέτει και συγκέντρωση πυκνών πυρών, με όξυνση του πολιτικού προγράμματος και ανέβασμα της μαχητικότητας. Μέτωπο ανατροπής προϋποθέτει στρατηγικό σχέδιο, αλλά και άνοιγμα στον κόσμο και τη δράση του, για να ανακαλύψουμε τις αστείρευτες εφεδρείες του και σπάσιμο του κύκλου της ενδοσκόπησης.
Εδώ θα κριθούμε και μάλιστα πολύ σύντομα…
Πηγή: aristeroblog.gr
Ξεκινάμε κατ’ ευθείαν με τη θέση: Το ταχύτερο δυνατό πρέπει να συγκροτηθεί ένα μέτωπο ανατροπής της κανιβαλικής επίθεσης του κεφαλαίου και της ΕΕ. Βάση του δεν μπορεί παρά να είναι οι αναγκαίοι και ζωτικοί στόχοι της κατάργησης των μνημονίων, της διαγραφής του χρέους, της διπλής εξόδου από ευρωζώνη και Ευρωπαϊκή Ένωση, της εθνικοποίησης των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων, της αύξησης των μισθών, της κατάργησης του αντεργατικού οπλοστασίου, της ανάπτυξης νέων θεσμών δημοκρατίας και άλλοι. Ο αγώνας για αυτό το πρόγραμμα, αποτελεί ορόσημο αντίστασης, εφαλτήριο ανατροπής, αλλά και δρόμο που μετατρέπει μια αντικαπιταλιστική και σοσιαλιστική στόχευση στην ελληνική κοινωνία, από απλή επαγγελία και ευχή σε αγωνιστικά ρεαλιστική προοπτική. Με κριτήριο τα συμφέροντα των εργαζομένων, των ανέργων και των φτωχών. Αλλά και των αγροτών και μικρομεσαίων που ξεκληρίζονται, των νέων που κατά κύματα ετοιμάζουν τις βαλίτσες τους για την ξενιτιά. Με δρόμο υλοποίησης τον εργατικό και παλλαϊκό ξεσηκωμό.
Η αντικαπιταλιστική και η ευρύτερη ανατρεπτική αριστερά, πρέπει να ανασυγκροτηθεί και να παραταχθεί με αυτοπεποίθηση και αποφασιστικότητα στη μάχη. Με όλα της τα όπλα και τα χρώματα. Σηκώνοντας το γάντι στην πρόκληση του κεφαλαίου και της ΕΕ και των πολιτικών υπηρετών τους.
‘’Βιαζόμαστε! Δεν έχουμε παρά ελάχιστο χρόνο’’, είπε πολύ χαρακτηριστικά ένας καλός σύντροφος σε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση που οργανώθηκε από την Πρωτοβουλία κατά του Ευρώ και της ΕΕ, την Τετάρτη 24/4/13 στην Αθήνα. Φαίνεται να αιωρείται ένα αίτημα μετώπου με την αίσθηση του κατεπείγοντος. Και έτσι πρέπει να το δούμε.
Η συζήτηση για την αριστερή κυβέρνηση, από πολλές αριστερές δυνάμεις και φωνές, γίνεται συχνά με προβληματική μεθοδολογία. Αποσυνδέονται τα γενικά κριτήρια για το ζήτημα των μετώπων και της εξουσίας από το συγκεκριμένο πρόγραμμα και την πολιτική φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ.
Έτσι, γίνονται ορισμένα λογικά άλματα, ακόμα και πολιτικές λαθροχειρίες.
Πρώτα πρώτα, παρουσιάζεται ένας άλλος ΣΥΡΙΖΑ και ένα άλλο πρόγραμμα από αυτό που έχει.
Συνήθως εμφανίζεται μια ψευδής εικόνα, σύμφωνα με την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ παρουσιάζεται με θετικό τρόπο σαν να έχει:
ένα κατά βάση αριστερό φιλολαϊκό μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, με κάποιες έστω αυταπάτες και λάθη για την ΕΕ, αλλά «αυτό θα το ξεπεράσει η ζωή», μέσα από μια αλυσιδωτή διαδικασία που θα μοιάζει με ντόμινο,
μια σωστή στόχευση πολιτικής αλλαγής μέσω της πρότασης για αριστερή κυβέρνηση (με κάποια λάθη τακτικής, όταν απευθύνεται στον Καμένο ή την ΔΗΜΑΡ) και
με κοινωνική βάση τις εργατικές λαϊκές δυνάμεις (με κάποια αδυναμία ή/και υποτίμηση στην οργάνωσή τους).
Από την άλλη, πάντα κατά την ίδια συλλογιστική ―και με κριτικό τρόπο– παρουσιάζεται ο ΣΥΡΙΖΑ σαν να έχει μια ηγεσία η οποία:
δεν στηρίζεται όσο πρέπει στο μαζικό κίνημα και υπερτονίζει τον κοινοβουλευτικό δρόμο,
λαθεύει επικίνδυνα για τη δυνατότητα αξιοποίησης ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων,
δεν έχει plan B στην περίπτωση αποπομπής από την ευρωζώνη
δεν επιμένει στην «ενότητα της Αριστεράς», αλλά αλληθωρίζει παράλληλα προς ΔΗΜΑΡ, Ανεξάρτητους Έλληνες.
Ο «μέσος όρος» αυτών των «θετικών και αρνητικών στοιχείων», οδηγεί όσους ακολουθούν αυτό τον τρόπο σκέψης, στο ένα συμπέρασμα ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μια δύναμη σε ταλάντευση» ή αλλιώς ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί “ανοιχτό ζήτημα”…».
Τρεις συνεντεύξεις από το αφιέρωμα της Μαρξιστικής Σκέψης 9, για την »Κυβέρνηση της Αριστεράς»
Συνέντευξη Λεωνίδα Βατικιώτη
ΕΡ.: Τον Ιούνιο του 2012 ο ΣΥΡΙΖΑ απέτυχε οριακά να αναδειχτεί πρώτο κόμμα, σήμερα όμως είναι διάχυτη η εντύπωση ότι θα υπερισχύσει στις επόμενες εκλογές και θα κληθεί να σχηματίσει κυβέρνηση. Για τον απλό κόσμο που πλήττεται από την κρίση αυτό αποτελεί μια ελπίδα και ένα βήμα εμπρός. Ποιοι όμως είναι οι όροι ώστε αυτό το βήμα να μη μείνει μετέωρο και να οδηγήσει σε ουσιαστικές ριζοσπαστικές αλλαγές;
ΑΠ.: Η υλοποίηση ουσιαστικών ριζοσπαστικών αλλαγών θα εξαρτηθεί από τα βήματα που θα επιτευχθούν στον πυρήνα της Πολιτικής που είναι η οργάνωση του λαού σε αυτοτελή όργανα (ανταγωνιστικά με το κράτος και την αστική πολιτική) και η αναγέννηση του εργατικού κινήματος.
Η ιστορική εμπειρία προσφέρει πλούσια εμπειρία. Μετά την μετάλλαξη της αστικής τάξης σε αντιδραστική –στο τέλος της μεγάλης ύφεσης του 1873-95– η Αριστερά, το οργανωμένο εργατικό κίνημα και η απειλή κινήματος απέσπασαν μέτρα που βελτίωσαν αποφασιστικά τις συνθήκες ζωής. Η νίκη τους επισφραγίστηκε με 25%-36% αυξήσεις στους μισθούς σε Γαλλία, Μ. Βρετανία, Γερμανία, μείωση των ωρών εργασίας σε αυτές τις χώρες και στις ΗΠΑ, ψήφιση νόμων (χωρίς προηγούμενο) που διευκόλυναν τη δράση του συνδικαλιστικού κινήματος, μείωναν το χρόνο εργασίας, εξασφάλιζαν σύνταξη, εβδομαδιαία αργία, υγιεινή και ασφάλεια, κ.ά.
ΕΡ.: Τον Ιούνιο του 2012 ο ΣΥΡΙΖΑ απέτυχε οριακά να αναδειχτεί πρώτο κόμμα, σήμερα όμως είναι διάχυτη η εντύπωση ότι θα υπερισχύσει στις επόμενες εκλογές και θα κληθεί να σχηματίσει κυβέρνηση. Για τον απλό κόσμο που πλήττεται από την κρίση αυτό αποτελεί μια ελπίδα και ένα βήμα εμπρός. Ποιοι όμως είναι οι όροι ώστε αυτό το βήμα να μη μείνει μετέωρο και να οδηγήσει σε ουσιαστικές ριζοσπαστικές αλλαγές;
ΑΠ.: Βασική προϋπόθεση είναι ο ΣΥΡΙΖΑ να τηρήσει τις προγραμματικές του δεσμεύσεις και να μην καταφύγει σε αναδίπλωση μπροστά στις δυσκολίες. Σήμερα ο λαός βιώνει τις συνέπειες των μνημονιακών μέτρων της τρικομματικής κυβέρνησης (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ) υπό την εποπτεία της «τρόικα» (ΕΕ-ΔΝΤ-ΕΚΤ) που τον έχουν φέρει στην εξώθυρα του Άδη. Επιπλέον έχει απηυδήσει από τις «λαμογιές» του κατεστημένου, τις «λίστες Λαγκάρντ», τη φοροδιαφυγή-φοροκλοπή, τη δήμευση της δημόσιας περιουσίας, τη λεηλασία του λαϊκού εισοδήματος, την καταρράκωση της εθνικής αξιοπρέπειας. Θα επιδοκιμάσει λοιπόν και θα στηρίξει μια κυβέρνηση που θα κάνει πράξη τις φιλολαϊκές της διακηρύξεις. Κρίσιμη επίσης προϋπόθεση είναι η ανάπτυξη ισχυρού ριζοσπαστικού κινήματος αντίστασης και ανατροπής του Μνημονίου και η στήριξη σε αυτό ώστε η ανάληψη της διακυβέρνησης με κορμό το ΣΥΡΙΖΑ να σταθεί ικανή να σταματήσει την παραπέρα βύθιση της κοινωνίας στην κρίση και με άμεσα μέτρα να μπούμε στο δρόμο της ανάκαμψης. Τέλος, καίριο ρόλο θα παίξει η ευρύτερη συσπείρωση των αριστερών-ριζοσπαστικών δυνάμεων ώστε να ενισχυθεί η δυναμική των κοινωνικών μετασχηματισμών και να καμφθεί η αντίσταση της αντίδρασης. Όλα αυτά βέβαια χρειάζεται να βρουν έκφραση σε μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
ΕΡ.: Τον Ιούνιο του 2012 ο ΣΥΡΙΖΑ απέτυχε οριακά να αναδειχτεί πρώτο κόμμα, σήμερα όμως είναι διάχυτη η εντύπωση ότι θα υπερισχύσει στις επόμενες εκλογές και θα κληθεί να σχηματίσει κυβέρνηση. Για τον απλό κόσμο που πλήττεται από την κρίση αυτό αποτελεί μια ελπίδα και ένα βήμα εμπρός. Ποιοι όμως είναι οι όροι ώστε αυτό το βήμα να μη μείνει μετέωρο και να οδηγήσει σε ουσιαστικές ριζοσπαστικέ ς αλλαγές;
ΑΠ.: Τα εκλογικά αποτελέσματα του Μάη-Ιούνη 2012 ήταν το επιστέγασμα διεργασιών που ξετυλίγονται στην ελληνική κοινωνία όλα τα προηγούμενα χρόνια, ιδίως όμως μετά την εκλογή του ΠΑΣΟΚ το 2009 και την είσοδο στο Μνημόνιο. Ραχοκοκαλιά αυτών των διεργασιών αποτέλεσε η οργανωμένη κίνηση της εργατικής τάξης ενάντια στις μνημονιακές πολιτικές, με πάνω από 25 γενικές απεργίες, σημαντικούς κλαδικούς αγώνες και απεργιακές μάχες σε εργατικούς χώρους, αλλά και κινήματα όπως αυτό των Πλατειών το καλοκαίρι του 2011, κλπ.
Η Μαρξιστική Σκέψη,τόμος 9, φιλοξενεί δύο υποκεφάλαια του βιβλίου τού Τάκη Μαστρογιαννόπουλου, Η Άνοδος και η Πτώση τωνΕργατικών Διεθνών, Κύκλος 1ος: Από τους Προδρόμους στην 1η Διεθνή, εκδόσεις Τόπος, κεφ. 1.6 και 1.7.
Η περίοδος μετά το 1844 δεν ήταν μόνο μια περίοδος στην οποία οι Μαρξ και Ένγκελς αποσαφήνισαν και επεξεργάστηκαν τις κομμουνιστικές τους απόψεις. Ήταν επίσης η περίοδος στην οποία ωρίμαζαν οι κοινωνικές αντιφάσεις που έμελλε να οδηγήσουν στη μεγάλη πανευρωπαϊκή επανάσταση του 1848. Στις συνθήκες αυτές ο Μαρξ, από κοινού με τον Ένγκελς, προσανατολίστηκαν βαθμιαία στην πολιτική δράση και στην προσπάθεια για τη συγκρότηση μιας επαναστατικής πρωτοπορίας του κινήματος, από κοινού με άλλους εξόριστους Γερμανούς και άλλων εθνοτήτων αγωνιστές, που από τη δεκαετία του 1830 είχαν συγκροτήσει πρώτα στο Παρίσι και αργότερα στο Λονδίνο την «Ένωση των Δικαίων», μια πρώιμη κομμουνιστική οργάνωση.
Για όλη αυτή την περίοδο, και μέσα στο βάθος της οικονομικής κρίσης του 1844-46, ο Μαρξ και ο Ένγκελς επιχείρησαν να επιδράσουν πάνω στις θεωρητικές απόψεις τόσο των μελών της «Ένωσης των Δικαίων» όσο και του εργατικού κινήματος γενικότερα. Η παραμονή και των δύο στις Βρυξέλλες τους έδωσε τη δυνατότητα να συζητήσουν σε βάθος τις απόψεις τους και να αναγνωρίσουν την ταυτότητα των αντιλήψεών τους, γεγονός που τους επέτρεψε να καταμερίσουν τις θεωρητικές τους εργασίες. Ταυτόχρονα, όμως, είχαν ως στόχο και την ανάπτυξη των ιδεών τους μέσα στο εργατικό κίνημα. Ο Ένγκελς, αναφερόμενος σ’ εκείνη την περίοδο, τόνισε τις προτεραιότητές τους: «Ήμασταν υποχρεωμένοι να θεμελιώσουμε επιστημονικά την άποψή μας. Αλλά ήταν εξίσου σπουδαίο για μας να κερδίσουμε με τις πεποιθήσεις μας το ευρωπαϊκό και πριν απ’ όλα το γερμανικό προλεταριάτο».
Τον Ιανουάριο του 1847 η Επιτροπή του Λονδίνου της «Ένωσης των Δικαίων» ανέθεσε στον Γ. Μολ να επισκεφθεί τις Βρυξέλλες και το Παρίσι για να έρθει σε επαφή με τον Μαρξ, τον Ένγκελς και τους συντρόφους τους με σκοπό να τους ζητήσει να προσχωρήσουν στην Ένωση για να βοηθήσουν τόσο στην οργανωτική όσο και στην πολιτική ανασυγκρότησή της. Πραγματικά, την άνοιξη του 1847 ο Μολ επισκέφθηκε τον Μαρξ στις Βρυξέλλες και τον Ένγκελς στο Παρίσι γι’ αυτό το σκοπό. «Κοντολογίς την άνοιξη του 1847», ανέφερε ο Ένγκελς, «ήρθε στις Βρυξέλλες ο Μολ και παρουσιάστηκε στον Μαρξ και αμέσως μετά στο Παρίσι σε μένα, για να μας καλέσει για μιαν ακόμα φορά, στο όνομα των συντρόφων του, να μπούμε στην Ένωση». Η πρόταση έγινε αυτή τη φορά δεκτή, γιατί όπως παρατήρησε και ο Ένγκελς, «είχαν πειστεί τόσο για την ορθότητα των αντιλήψεών μας, όσο και για την ανάγκη ν’ απαλλάξουν την Ένωση από τις παλιές συνωμοτικές παραδόσεις και μορφές. (περισσότερα…)
Τα τελευταία τέσσερα χρόνια που κυλούν βασανιστικά για εκατομμύρια ανθρώπους σε αυτή τη χώρα καταναλώθηκε πολύ »μελάνι» και φαιά ουσία σε αναλύσεις κομμάτων,συλλογικοτήτων, αριστερών οικονομολόγων γιατί φτάσαμε ως εδώ και πώς θα βγούμε από το βαθύ πηγάδι που έχουμε πέσει.
Οι εκτιμήσεις και οι απόψεις ποικίλουν ανάλογα από τη σκοπιά που διαχειρίζεται τα θέματα ο καθένας. Αυτό που δεν λέγεται η τουλάχιστον δεν έχει δημοσιοποιηθεί με παρρησία ,είναι η ήττα του λαϊκού κινήματος και των πολιτικών που δεν μπόρεσαν να αντισταθούν η να συμβάλουν στην αναχαίτιση της επέλασης των βαρβάρων που ισοπέδωσε ο,τι είχε κατακτηθεί εδω και έναν αιώνα .
Αν δεν ξεκινήσεις από την παραδοχή μιας πραγματικότητας πώς θα την αντιμετωπίσεις; Εξ ου και η συνέχιση ίδιων πρακτικών, ακόμη και ίδιας φρασεολογίας που είχαν αντίκρισμα σε παλιότερες , προ Αρμαγεδδώνα, εποχές.
Δεν αναφέρομαι στις μηνιαίες λιτανείες -πορείες ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ ,τις οποίες ακολουθούν αριστερά κόμματα [συριζα] και συνδικαλιστικές παρατάξεις,ούτε στις υγειονομικά περίκλειστες συνάξεις του ΚΚΕ. Αναφέρομαι στην επαναστατική γυμναστική της ριζοσπαστικής εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς που δεν έχει ως αποτέλεσμα την μαζική προσέλευση του κόσμου κι όμως κάποιοι τη συνεχίζουν απτόητοι για την τιμή των όπλων.
Η διαπίστωση ότι οι εργαζόμενοι, πολύ δε περισσότερο οι άνεργοι δεν »ξεκουνιούνται» , δεν οργανώνονται, μένει πικρή διαπίστωση. Την περίπτωση να μην πείθουν αυτά που τους λένε, να μην βλέπουν αξιόπιστη πρόταση και προοπτική δεν φαίνεται να την εξετάζουν σοβαρά, αν κρίνει κανείς από διακηρύξεις, αναλύσεις, πρακτικές.
1.Τους στίχους αυτούς του Γιάννη Ρίτσου σκεφτόμουνα πολλές φορές μετά τις δύο εκλογικές αναμετρήσεις, όταν πολλά μέλη του ΜΑΑ ακολούθησαν τον Σύριζα. Το ΜΑΑ έμεινε έξω από τις εκλογικές αναμετρήσεις, γιατί από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας του είχε δηλώσει με σαφήνεια ότι δεν ήθελε να προσθέσει ένα κόμμα στο κατακερματισμένο τοπίο της αριστεράς, αλλά να συμβάλει στην αλλαγή του τοπίου και να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις εκείνες για τη συγκρότηση ενός κοινωνικού και πολιτικού Μετώπου που να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του λαού που πληρώνει το μάρμαρο της οικονομικής κρίσης. Κατέβαλε τεράστιες προσπάθειες για κοινή κάθοδο με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά, ως συνήθως, οι προσπάθειες των αριστερών δυνάμεων για ενότητα έμειναν στο τούνελ.
2.Οι προσπάθειες όμως αυτές για τη συγκρότηση ενός κοινωνικού και πολιτικού Μετώπου με τις άλλες δυνάμεις της αριστεράς, η αποτυχία των συλλογικοτήτων της ριζοσπαστικής αριστεράς στις εκλογές και η επιτυχία του Σύριζα με πολιτική στήριξης της ευρωζώνης, είχαν και ένα θετικό για το ΜΑΑ. Άρχισε να συνειδητοποιεί ότι το μείζον πρόβλημα δεν ήταν μόνο ο κατακερματισμός των δυνάμεων της ριζοσπαστικής αριστεράς που έκανε τον κόσμο της εργασίας να της γυρίζει την πλάτη, αλλά και η αδυναμία της να διατυπώσει ένα πειστικό πρόγραμμα που να δίνει ελπίδα στο λαό. Αυτό φάνηκε ιδιαίτερα στις μεγάλες κινητοποιήσεις στις πλατείες όπου στις συγκρούσεις εκατοντάδων χιλιάδων διαδηλωτών με την κυβερνητική πολιτική φάνηκε το έλλειμμα της αριστεράς. Το εργατικό κίνημα δεν μπόρεσε να ανατρέψει την πολιτική της τρόικας, γιατί ήταν αισθητή η απουσία ενός οργανωμένου λαϊκού κινήματος και Μετώπου με συγκροτημένο και συγκεκριμένο πρόγραμμα για την έξοδο του λαού από την οικονομική κρίση.
Οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις καταδεικνύουν την ραγδαία άνοδο του πολιτικού αντι-ευρωπαϊσμού, δηλαδή της λαϊκής απέχθειας όχι μόνο προς το ευρώ αλλά και προς την Ευρωπαϊκή Ένωση συνολικά.
Η στάση απέναντι στο ευρώ βρίσκεται εκ των πραγμάτων στο επίκεντρο. Η ελληνική αστική τάξη και οι ευρωπαίοι πάτρωνες της έθεσαν πρώτοι το δίλημμα μέσα ή έξω από το ευρώ εκτιμώντας βάσιμα ότι αυτό θα λειτουργήσει τρομοκρατικά και θα παγώσει την πάνδημη απέχθεια στο Μνημόνιο. Αυτό πράγματι έχει λειτουργήσει μέχρι σήμερα και έτσι διατηρήθηκαν οι μνημονιακές δυνάμεις στην κυβέρνηση. Δύο στοιχεία στηρίζουν το δίλημμα αυτό. Πρώτον, ο ενδόμυχος φόβος πλατειών λαϊκών στρωμάτων εμπρός στο άγνωστο μίας ανεξέλεγκτης αλλαγής νομίσματος. Ο φόβος αυτός τροφοδοτείται από το δεύτερο και πιο κρίσιμο στοιχείο: την απουσία μίας ρεαλιστικής εναλλακτικής αριστερής πρότασης. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μία πρόταση χωρίς συνοχή που απλά χαϊδεύει αυτιά και παίζει τυχοδιωκτικά και με κατεστημένα συμφέροντα ενώ ουσιαστικά αποδέχεται την αστική κόκκινη γραμμή δηλαδή την παραμονή μέσα στην ΕΕ. Το ΚΚΕ δεν έχει καμία πρόταση και μεταθέτει όλες τις λύσεις στο σοσιαλισμό που θεωρεί ότι θα έλθει μάλλον με ευχέλαια. Τέλος η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες για την διαμόρφωση ενός αριστερού μεταβατικού προγράμματος (δηλαδή την διαμόρφωση μίας ρεαλιστικής εναλλακτικής πρότασης σοσιαλιστικής προοπτικής), απέχει αρκετά από αυτό.
Όμως όσο η Μνημονιακή στρατηγική αποτυγχάνει, η κρίση βαθαίνει και η φτωχοποίηση και η ανεργία απλώνονται σε ευρύτερα λαϊκά στρώματα τόσο η ισχύς του εκβιασμού αυτού αποδυναμώνεται. Γι’ αυτό και αυξανόμενες λαϊκές μάζες αρχίζουν να τοποθετούνται εναντίον της ΕΕ και του ευρώ.
Η εξέλιξη αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική για τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις εκείνες που αποβλέπουν σε μία φιλολαϊκή διέξοδο από την κρίση.
Και αν δεν παρέμβουμε για να αντιστρέψουμε αυτήν τη ροή των πραγμάτων, αυτή η πισωδρόμηση τόσο της Ελλάδας όσο άλλωστε και του κόσμου ολάκαιρου, δεν θα αποτελεί μια πρόσκαιρη μικρή καθοδική πορεία στα πλαίσια του συνολικού ανοδικού ζικ-ζακ της ιστορικής εξέλιξης, αλλά μια δίχως επιστροφή κατρακύλα στην βαρβαρότητα.
Ας πάψουμε λοιπόν σε όλους τους τομείς να εθιζόμαστε στο υπάρχων και ας επιδιώξουμε την ανατροπή του.
Ας πάψουμε να αντιδρούμε σαν εκείνο το αλογάκι, τον Ντιαμαντίνο, στο οποίο αναφέρεται ο Γκράμσι, το οποίο επειδή είχε γεννηθεί μέσα σε ένα ορυχείο, από μια φοράδα που μετέφερε κάρα με μεταλλεύματα, του ήταν αδιανόητο να διανοηθεί ότι θα μπορούσε να ζήσει ελεύθερο στα λιβάδια υπό το φως του ήλιου.
Ας σπάσουμε τα δεσμά της τρομερής δύναμης της συνήθειας .
εφημ.ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
Παραθέτω τη σύγκριση ανάμεσα σε παρελθόν και παρών, τεσσάρων διαφορετικού περιεχόμενου θεμάτων , έτσι όπως αυτά έτυχε να τα αντιμετωπίσω τη βδομάδα που μας πέρασε.
-Κάποτε όταν κάποιος σπούδαζε γιατρός , μηχανικός , ή νομικός εθεωρείτο βέβαιο ότι θα εξασφάλιζε μια σχετικά άνετη ζωή.
Σήμερα στο βαθμό που αυτές οι σπουδές, πόσω μάλλον οι υπόλοιπες πανεπιστημιακές σπουδές , όχι μόνον δεν εξασφαλίζουν μια άνετη διαβίωση, αλλά ούτε μια στοιχειώδη επιβίωση, πολλοί είναι εκείνοι που συμβουλεύουν τους νέους για να επιβιώσουν, είτε να μεταναστεύσουν, είτε αν βρουν εδώ κάποιο αφεντικό να του παραδοθούν σαν εν λευκώ επιταγή και να ταυτίσουν το βιός τους με τη δουλειά τους, δηλαδή να ξεφεύγουν το λιγότερο δυνατόν από το ζωώδες βασίλειο της ανάγκης.
-Κάποτε, μετά την πτώση της χούντας θα ήταν αδιανόητο όχι μόνον κάποιος να κάνει δημόσια προπαγάνδα υπέρ της, αλλά ακόμη και να δηλώνει ότι υπήρξε οπαδός της. Όσο για τους αθωωθέντες βασανιστές αυτοί έβρισκαν άσυλο υπό την προστασία εφοπλιστών εκτός Ελλάδας.
Σήμερα όχι μόνον παραχωρείται στον ΣΚΑΙ άπλετος τηλεοπτικός χρόνος στα πρωτοπαλίκαρα της φασιστικής «Χρυσής Αυγής» , αλλά ταυτόχρονα αφαιρείται από την ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας «Καθημερινή» του ίδιου συγκροτήματος των Αλαφούζων η ανακοίνωση των δημοσιογράφων της, οι οποίοι προς τιμή τους τόλμησαν να διαμαρτυρηθούν για αυτήν την προκλητική προβολή.
-Κάποτε παρά τις όποιες αντιρρήσεις μας, οι οποίες αν μη τι άλλο δεν μας στοίχιζαν την κομματική μας υπόσταση, γιορτάζαμε τις λήξεις των Συνεδρίων μας και την εκλογή των νέων οργάνων του κόμματος μας έχοντας την πεποίθηση ότι αυτό θα συμβάλει στην ενδυνάμωση του, στην ανάπτυξη του λαϊκού κινήματος , στην πορεία προς το σοσιαλισμό.
Σήμερα αντί να γιορτάζουμε, θλιβόμαστε βλέποντας να παρεμποδίζεται να φτάσει μέχρι το Συνέδριο η όποια αντίρρηση, να εξαφανίζονται από τα ανώτερα όργανα του κόμματος, όλοι όσοι ψέλλισαν μια κάπως διαφορετική από εκείνη του καθοδηγητικού πυρήνα άποψη, ή ακόμη όσοι δεν στήριζαν αυτόν τον πυρήνα αρκούντως φανατικά, να διαπομπεύονται με τον πλέον βάναυσο τρόπο όλοι εκείνοι που εξέφρασαν ευθαρσώς τις αντιρρήσεις τους. Θλιβόμαστε, βλέποντας το κόμμα να επικυρώνει με τον πλέον επίσημο τρόπο την αυτοκαταστροφή του.
Καμία κρίση του καπιταλισμού δεν είχε το βάθος και την παγκοσμιότητα της σημερινής. Και ποτέ άλλοτε ο καπιταλισμός δεν σάρωνε τα πάντα, χωρίς αποτελεσματικό αντίπαλο
«Χάνεται ένα πολύτιμο ανθρώπινο δυναμικό, το οποίο δημιούργησε η θετική ελληνική ιδιομορφία: να σπουδάζουν και τα παιδιά των αγροτών και των εργατών, φαινόμενο που σ’ αυτή την έκταση δεν παρατηρείται σε καμία χώρα της Ευρώπης»
Κινητικότητα στην Αριστερά: συνέδριο του ΚΚΕ, κινητικότητα στον ΣΥΡΙΖΑ, συνέδριο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, νέο κόμμα στην Αριστερά, Κίνηση των 1.000, φαινόμενο αμοιβάδας στον χώρο της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Εν τω μεταξύ, «η Ελλάδα ταξιδεύει». Δεν ταξιδεύει: βουλιάζει! «Αν δεν εκδιωχθεί η χούντα του εξωτερικού και αν δεν ανατραπεί η κυβέρνηση των δωσίλογων, η πατρίδα μας θα πάψει να είναι αυτό που ήταν. Αυτό που είναι ακόμη. Ο τόπος που ζήσαμε και που ελπίζουμε να ζήσουν και τα παιδιά μας.
Τι είναι πατρίδα; Είναι ο τόπος! Το έδαφος, τα βουνά, η θάλασσα, ο ήλιος, το υπέδαφος, η βιομηχανία, οι τέχνες, τα μνημεία. Είναι προ παντός οι άνθρωποι που κατοίκησαν αυτόν τον τόπο, που τον εξανθρώπισαν και που δημιούργησαν όρους κοινωνικής συμβίωσης και πολιτισμό. Είμαστε όλοι εμείς: ο λαός, δημιουργός του υλικού και του πνευματικού πολιτισμού, προστάτης του τόπου του και του πολιτισμού του.
Στην Κατοχή ο λαός πήρε τα όπλα εναντίον των χιτλερικών επιδρομέων. Με την καθοδήγηση του ΕΑΜ δημιούργησε το, ανάλογα με τον πληθυσμό, μεγαλύτερο και ισχυρότερο αντιστασιακό κίνημα στην υποδουλωμένη Ευρώπη. Και σήμερα; Σήμερα η ναζιστική μπότα δεν πατάει τα χώματα της πατρίδας μας. Σήμερα έχουμε να αντιμετωπίσουμε ένα νέο ιστορικό φαινόμενο. Μια νέα κατοχή, χωρίς στρατεύματα κατοχής, μια εθνοκτόνο οικονομική κατοχή από τους «εταίρους» της Ευρωπαϊκής «Ενωσης», με κύριο κατακτητή το κράτος του γερμανικού νεο-ιμπεριαλιστικού κεφαλαίου.
Κάποτε θα βγούμε από την κρίση. Με ποιον τρόπο; Αν δεν ανατρέψουμε, στο μεταξύ, «την ξένη και την ντόπια ακρίδα» και την εγχώρια δουλική εντολοδόχο, η Ελλάδα που θα προκύψει από την κρίση, δεν θα είναι η Ελλάδα που γνωρίζαμε. Γη, βουνά, ενεργειακός πλούτος, ορυκτά, ήλιος, θάλασσα, μνημεία, βιομηχανίες, συγκοινωνίες θα έχουν εκποιηθεί. Θα ζήσουμε (όσοι ζήσουμε) Ελληνες εις γην ξένην. Ενας λαός τσακισμένος, λάφυρο των πολυεθνικών.
Σε άρθρο του στο “Πριν” (ΣΧΕΔΙΟ Β’: Πρόταση εναλλακτικής διαχείρισης ή ανατροπής;, 14/4), ο Παναγιώτης Φραντζής κάνει μια κριτική εφ’ όλης της ύλης στα 10 σημεία που παρουσίασε ο Α. Αλαβάνος σε συνέντευξη Τύπου, στην οποία ανακοινώθηκε ότι το Μέτωπο Αλληλεγγύης και Ανατροπής θα συγκροτήσει πολιτικό φορέα του Σχεδίου Β.
Αυτό το σχόλιο θα παρακάμψει πολλά από τα λεγόμενα, όπως την κριτική για το πόσες φορές εμφανίζεται στο κείμενο των 10 σημείων η λέξη “ρευστότητα” και πόσες οι λέξεις “ανατροπή”, “αγώνας”, γιατί αδικούν τον ίδιο το συντάκτη. Ή τη μομφή “δεν υπάρχει σαφής στόχος πάλης για τους εργαζόμενους … Υπάρχει ο δρόμος μιας κυβέρνησης”, που μάλλον ανεκδοτολογικά ακούγεται, αν δεν εκφράζει κάποιες προκαταλήψεις. Δεν θα ασχοληθεί επίσης με μια σειρά οικονομικές απόψεις που αποφθεγματικά διατυπώνει ο Π.Φ.- όπως, για παράδειγμα, ότι η κρίση δεν αντιμετωπίζεται με εργαλεία εθνικής νομισματικής και οικονομικής πολιτικής, γιατί είναι καπιταλιστική, και άρα αγνοεί ότι η κρίση του ελληνικού καπιταλισμού οξύνεται λόγω της συμμετοχής της Ελλάδας στην ΟΝΕ-, εφόσον τα σχετικά ζητήματα τα έχουν επεξεργαστεί και έχουν δώσει απαντήσεις πολύ πιο αρμόδιοι (Λαπαβίτσας, Μαριόλης κ.ά.).
Το παρόν σχόλιο θα ασχοληθεί με την, κατά τη γνώμη μου, πολιτική ουσία του άρθρου που συνοψίζεται στα εξής: Τώρα που αναπτύσσεται ο ευρωσκεπτικισμός και ένα αστικό αντι-ευρώ ρεύμα στην Ευρώπη, ο στόχος της εξόδου από το ευρώ δεν θα προκαλέσει το ντόμινο που κάποιοι είχαν στο μυαλό τους, δεν θα είναι το “πρώτο θετικό ρήγμα που αναπόφευκτα φέρνει τα επόμενα”. Συνεπώς, όποιες αριστερές δυνάμεις προτάσσουν την αποχώρηση από το ευρώ, λίγο-πολύ μοιραία θα γίνουν φορείς της “εναλλακτικής [αστικής] διαχείρισης”, εφόσον όποτε και όταν αστικές δυνάμεις επιλέξουν την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα θα το κάνουν μέσα από μια κυβέρνηση “αριστερού προσανατολισμού”.
Πώς μπορούν να πάρουν “πιστοποιητικό μη διαχειριστικής πολιτικής” κατά τον αρθρογράφο, όσοι δίνουν έμφαση στην έξοδο από το ευρώ; [Και ας μην επαναλάβουμε τις προϋποθέσεις και τις τομές που τη συνοδεύουν, είναι γνωστές.]
19.990 λεύγες υπό τη θάλασσα and the sky is the limit. Η εξέγερση χαμογελάει αμήχανα την ώρα που ξηλώνονται τα αγάλματα για να γίνουν πρώτες ύλες στις χοάνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκεί που το κράτος και η αγορά συναντιούνται παράγοντας καπιταλισμό, και καταιγισμό, ιδεών. Οι συσκευές αντιβαρύτητας λίγα έχουν να προσφέρουν στους εργαζόμενους με μπλοκάκι που ακροώνται την 5η «του λύκου», εξακολουθούν να διαβάζουν Μπρεχτ και να εποφθαλμιούν ιπτάμενα αμάξια. Ευαγή ιδρύματα φιλοδοξούν να καλύψουν την παραφωνία, αλλά η φημολογούμενη καλή νομοθέτηση αδυνατεί να προσελκύσει δυνάμεις πέραν ενός κατακερματισμένου κέντρου, του συμπαθούς κροκόδειλου και του οδοντίατρου που μάχεται τους τραπεζίτες. Στον αντίποδα, δαιμόνιοι κατασκευαστές ιστολογίων επιδίδονται σε κατοπτρικές πολιτικές σχολιασμού, ο κύριος Ψ. πυροβολεί κινούμενους καθρέφτες και ο κύριος Λαζαρίδης ατενίζει στον καθρέφτη τον κύριο Χόροβιτς. Ή μήπως το ανάποδο; Ένας αντικατοπτρισμός που παράγει παιδιά και «παιδιά», ιερόδουλες που μεταμορφώνονται σε καταληψίες και τανάπαλιν, σχεδιάσματα εκείνου του μέλλοντος που πρώτες ύλες, σκραπ και αναλώσιμα θα συνθέτουν τα κόμιξ της σημειωτικής με την ψιλή κουβέντα.
Υποστηρίζεται ότι η βασική διάκριση σήμερα πρέπει να ‘ναι εκείνη Βορρά – Νότου, ανεπτυγμένων χωρών της Δύσης και του ‘Τρίτου Κόσμου».
Υποστηρίζεται ότι η βασική διάκριση δεν είναι πια κεφαλαίου – εργασίας, αλλά λαών «πλουσίων» και «φτωχών».
Όπως οι Οικολόγοι υποστηρίζουν ότι η κύρια διάκριση είναι φύσης και ανθρώπου.
Όλα αυτά έχουν μια ορισμένη δικαιολογία που εξαίρεται από την κατάρρευση του ανατολικού χώρου, από την κατάρρευση της ισορροπιστικής αντίθεσης Δύσης -Ανατολής, στηριζόμενης στο αμοιβαίο «δέος» της πυρηνικής πανοπλίας. Στο κείμενο αυτό θα σταθώ στην οποιαδήποτε σημασία οι κάθε είδους παρατηρητές και κριτές αποδίδουν στο αναμφισβήτητο διευρυνόμενο χάσμα Βορρά – Νότου, «ανεπτυγμένων χωρών» και ‘Τρίτου Κόσμου».
Θεωρώ ότι το χάσμα αυτό είναι η πιο κραυγαλέα συνέπεια του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί σήμερα ο παγκοσμιοποιούμενος καπιταλισμός και ο «πολιτισμός» του.
Δηλαδή για να μη γίνεται άμεση αναφορά σε μια στενή «οικονομιστική» ερμηνεία του μαρξισμού, που επί πολλά χρόνια δυστυχώς επικράτησε, και η οποία παρέλειπε να τονίζει τη συνολική λειτουργία του συστήματος και του «πολιτισμού» του δηλ. των αξιών που κατορθώνει και επιβάλλει.
Έτσι π.χ. η αναμφισβήτητη οικολογική καταστροφή του Πλανήτη δεν εξηγείται από μια άμεση αναφορά στην αντίθεση «κεφαλαίου – εργασίας» αλλά από το πώς λειτουργεί συνολικά το βασιζόμενο στο κεφάλαιο και τον «πολιτισμό» του σύστημα.
Από τέτοια αντίληψη πρέπει ν’ απορρέει και αυτό που τονίζεται τώρα σαν κύριο χαρακτηριστικό της βαρβαρότητας στην οποία πράγματι καταποντίζεται το σύστημα, ύστερα ιδίως από την υποβάθμιση της αντίθεσης «Δύσης – Ανατολής», δηλαδή της έννοιας «Βορράς – Νότος» «ανεπτυγμένες χώρες» – ‘Τρίτος Κόσμος».
Τον καιρό της έξαρσης της αντιαποικιακής επανάστασης ιδίως στον αφρικανικό και αραβικό κόσμο, όπου επικρατούσαν τα ιστορικά ονόματα του Κρούμα, του Λουμούμπα, του Νάσσερ, του Μπεν – Μπελλά, επικρατούσε και η κατ’ εξοχήν «τριτοκοσμική» θεωρία του Φρανς Φανόν που έριχνε το βάρος στη διάκριση Βορρά – Νότου, λαών «πλουσίων» και λαών «φτωχών», δυτικών και τριτοκοσμικών. Και έδινε προτεραιότητα στη φτωχή αγροτιά απέναντι στο εν μέρει «προνομιούχο» μικρό προλεταριάτο των πόλεων.
Με το διευρυνόμενο τώρα χάσμα Βορρά – Νότου θα ξανάλθουμε σε τέτοιες αντιλήψεις, που δεν ξεκινούν και δεν στηρίζονται από την «ουσία» αλλά τα «επιφαινόμενα» και επομένως έχουν τα τρωτά τους. Όμως πως προσδιορίζεται ο ‘Τρίτος Κόσμος» που πράγματι η διατήρηση και η διεύρυνση του είναι η πιο σοβαρή, η πιο αποφασιστική δοκιμασία της βιωσιμότητας του παγκοσμιοποιημένου καπιταλιστικού συστήματος;
Πόσο αυτή μπορεί να διαρκέσει σε περίπτωση π.χ. που το σύστημα αυτό θ’ αποδειχθεί ικανό να αναβαθμίσει στο μέσο ίδιο βιοτικό και πνευματικό επίπεδο τον ‘Τρίτο Κόσμο», ή αντίθετα αν το περιχαρακωμένο βασίλειο των «ανεπτυγμένων» προφυλασσόμενο από τους «βαρβάρους» που ολοένα και περισσότερο ασφυκτικότερα θα το περικυκλώνουν, αφήσει τους «βαρβάρους» στην τύχη τους;
Η Τέα Βασιλειάδου συζητά με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο
Περιοδικό Ουτοπία Νο 1 ,σελ.91-101.
Δεν ξέρω τι μπορεί κανείς να οραματιστεί
για το μέλλον, αλλά ένα είναι σίγουρο, ότι
αν πάψει να οραματίζεται ή να ονειρεύεται
το μέλλον, τότε αυτός ο οργανισμός –
άτομο ή κοινωνία – είναι νεκρός.
‘Το μετέωρο βήμα του πελαργού»– όπως και όλες οι ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου – πυροδότησε και συνεχίζει ν’ αποτελεί αφορμή για πολλές συζητήσεις. Ο σκηνοθέτης επικοινωνεί, συλλογάται, διαλέγεται.Η συζήτηση, που δεν είναι μια αλλά πολλές, είναι η αφορμή για αναζήτηση, για σκέψη. Είναι μια αφετηρία για νέα όρια. Είναι ένα ταξίδι. Και φυσικά δεν τελειώνει. Δεν κλείνει.
Μέχρι το επόμενο ταξίδι, λοιπόν, Θόδωρε Αγγελόπουλε.
Τέα Βασιλειάδου: Η ταινία ‘Το μετέωρο βήμα του πελαργού” θέτει ένα πρόβλημα συνόρων και προσφύγων. Των προσφύγων και με τις δύο έννοιες: εκείνων που καταλύουν τα γεωγραφικά σύνορα και εκείνων που φεύγουν από τα δικά τους εσωτερικά όρια.
Θόδωρος Αγγελόπουλος: Ομολογώ ότι δεν φανταζόμουν ποτέ πως θα έβλεπα να πραγματώνονται εκείνα που είχα φανταστεί και θεωρούσα, ας πούμε, ακραίες ευαίσθητες περιοχές. Τότε με απασχολούσαν πάρα πολύ ενώ έμοιαζε να μην απασχολούν τόσο πολύ κανέναν άλλο. Καμιά φορά αρχίζω να σκέφτομαι μήπως αυτό που λένε διαίσθηση με τη μεταφυσική έννοια υπάρχει. Δε νομίζω βέβαια ότι οφείλεται στο γεγονός ότι είμαι από τους μελετητές και αναλυτές της ιστορίας και των πολιτικών πραγμάτων, έτσι ώστε αυτό να βγαίνει σαν συμπέρασμα κάποιων μεθοδικών παρατηρήσεων. Μάλλον οφείλεται στο ότι με νοιάζει όλη αυτή η ιστορία. Με ευαισθητοποιεί πάρα πολύ, με κάνει – εκεί που ο άλλος βλέπει έναν πρόσφυγα εγώ να βλέπω εκατό. Το περίεργο είναι ότι την επόμενη στιγμή είναι εκατό.
Ας έλθουμε όμως στα σύνορα. Η έννοια των συνόρων είναι ένα πάρα πολύ μεγάλο θέμα κι είναι δύσκολο να μιλήσεις γι αυτό χωρίς να γίνεις δυσάρεστος σε κάποιους. Και πως να μιλήσεις; Να μιλήσεις με ιστορικούς όρους; με πολιτικούς; με όρους υπαρξιακούς; με όρους ελευθερίας; Εγώ θα έλεγα ότι την έννοια του χωρίς σύνορα κόσμου μπορούσαν άπειροι άνθρωποι να τη δεχτούν. Έναν κόσμο όπου δε θα χρειαζόταν να μπαίνουν από δω και από κει φρουροί. Αυτό μπορεί να γίνει όμως σ’ έναν κόσμο που θα έχει συνειδητοποιηθεί ότι η επικοινωνία με τον άλλο είναι πολύ σημαντική κι ότι η ελευθερία του περάσματος από τη μια χώρα στην άλλη, χωρίς διαβατήριο, ωφελεί παρά ζημιώνει. Κανείς δεν χάνει έτσι την ταυτότητα του, ούτε τη δυνατότητα να κρατήσεις τις ιδιαιτερότητες του τόπου σου και εν τέλει δεν χάνεις τίποτα απ’ όσα φοβούνται αυτοί που φοβούνται την κατάργηση των συνόρων. Το να αποδεχθεί κανείς αυτά τα τεχνητά σύνορα και σχεδόν ν’ αδιαφορήσει για τη φασαρία που γίνεται για τον επαναπροσδιορισμό τους κερδίζοντας την ουσία, δηλαδή βρίσκοντας επικοινωνία με τους άλλους, αυτό είναι το σπουδαίο, αυτό καταργεί τα σύνορα από μόνο του.
Τ.Β: Ωστόσο στην ταινία υπάρχει κι η άλλη έννοια των συνόρων. Τα εσωτερικά σύνορα.
Θ.Α: Έτσι είναι. Πρόκειται για τα όρια που μπαίνουν συνέχεια. Διαχωρισμούς σε γλώσσες, φυλές, διαχωρισμοί στον έρωτα, στην επικοινωνία, στο όνειρο, στο τι μπορούμε και τι δεν μπορούμε. ‘Ορια της ύπαρξης. Γιατί σε μια υπαρξιακή διάσταση αυτό το πέρασμα των ορίων είναι σαν ξεπέρασμα της έννοιας του θανάτου, θα έλεγα κάνοντας ποιητική υπέρβαση ότι αυτό πάει να πει πως εσύ ο πεπερασμένος, ο έχων διάρκεια πεπερασμένη, λειτουργείς με όρους αιωνιότητας. Ένας κομμουνιστής που παλιότερα δεχόταν να εκτελεστεί για να ζήσουν καλύτερα οι άλλοι είχε υπερβεί τα σύνορα.
Τ.Β: Με τον ίδιο τρόπο που όταν πήγαινε να πολεμήσει στην Ισπανία για τους Ισπανούς είχε υπερβεί τα όρια της δικής του πατρίδας.
Θ.Α : Είχε υπερβεί την έννοια του στενού εθνικισμού. Οι μεγάλες αλήθειες η ελευθερία, η κοινωνική δικαιοσύνη, η δημοκρατία, είναι έννοιες χωρίς πατρίδα, υπάρχουν για όλο τον κόσμο. Δεν υπάρχει μπροστά σε μια έννοια ελευθερίας, ανθρώπινης ανταλλαγής, ενός κόσμου αρμονικού, η έννοια του διαχωρισμού. Από μόνη της η αρμονία διώχνει τους διαχωρισμούς, διώχνει τα σύνορα.
Η Κυπριακή μισο-χρεοκοπία, εντός ευρω, ήρθε να θυμίσει μια πικρή αλήθεια σε όσους κάνουν την επιθυμία πραγματικότητα και την δημοσκόπηση πολιτική. Το πρόβλημα της ευρωζώνης, το πρόβλημα ευρώ, δεν είναι ένα απλό νομισματικό θέμα, δεν είναι απλά ένα «εργαλείο» που μπορείς να το χρησιμοποιήσεις ως μαχαίρι, είτε για να κόψεις ψωμί είτε για να σκοτώσεις. Είναι και τέτοιο. Και το κλείσιμο της κάνουλας της χρηματοδότησης από την ΕΚΤ προς την Κύπρο έδειξε ότι είναι και κρίσιμο, αφού ήταν ο αποφασιστικός παράγοντας που οδήγησε το ΟΧΙ της Κυπριακής βουλής στο άτακτο ΝΑΙ. Κάποιοι θέλουν να εξακολουθούν να παραμυθιάζονται ή να παραμυθιάζουν και να ισχυρίζονται ότι το πρόβλημα ήταν ο Αναστασιάδης, παραβλέποντας ότι η βουλή ήταν αυτή που είπε το αρχικό ΟΧΙ και η βουλή ήταν που είπε το τελικό άτακτο ΝΑΙ κάτω από τον εκβιασμό της διακοπής ρευστότητας. Αλλά ας είναι…
Το πρόβλημα λοιπόν της ευρωζώνης δεν είναι – κυρίως – ένα τεχνικό-νομισματικό θέμα. Είναι δομικό χαρακτηριστικό της Ε.Ε. και του τι είδους διακρατική ένωση είναι. Ορίζει πολιτικές σχέσεις κυριαρχίας από κάποιες χώρες σε κάποιες άλλες, από την Γερμανία προς την Ελλάδα, από το Βορρά προς το Νότο. Ορίζει ταξικές σχέσεις υπέρ του κεφαλαίου, στον ίδιο το σχεδιασμό της, πολιτικές λιτότητας, πολιτικές υπέρ των τραπεζών. Θέτει όρια στο ποιες πολιτικές μπορείς να εφαρμόσεις. Δεν υπάρχουν πληθωριστικές πολιτικές διεξόδου από την κρίση. Δεν υπάρχουν ελλείμματα που χρηματοδοτούν την ανάπτυξη. Απαγορεύεται. Η λιτότητα είναι μονόδρομος. Επιτρέπονται fast track, ειδικές οικονομικές ζώνες, αποβιομηχάνιση και αποαγροτοποίηση.
Τα παραπάνω πρέπει να τα υπενθυμίζουμε γιατί η συζήτηση για το «ευρώ» τείνει να πάρει όντως έναν οικονομίστικο χαρακτήρα. Αν εννοούσε αυτό ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ όταν έλεγε «δεν είναι η οικονομία, είναι η πολιτική ηλίθιε», να το χαιρετίσουμε. Μάλλον όμως είναι άλλο ένα επικοινωνιακό τρικ που υπακούει στο «είναι η επικοινωνία ηλίθιε για να μη μιλήσουμε για την ταμπακιέρα». Και η ταμπακιέρα είναι ότι οι πολιτικές σχέσεις μέσα στην ευρωζώνη σου ορίζουν οικονομικά πλαίσια. Αυτό το κατάλαβε καλά η Κύπρος. Ο ΣΥΡΙΖΑ ακόμα να το καταλάβει;
Τις προηγούμενες μέρες, ίσως ακούσατε πως στο Κιλκίς έκλεψαν το κοινωνικό παντοπωλείο που λειτουργεί στην πόλη. Μπορούμε λίγο να φανταστούμε σε τι κατάσταση βρίσκεται κάποιος που αποφασίζει να στερήσει όσα πηγαίνουν (ή θα έπρεπε να πηγαίνουν) σε ανθρώπους που κυριολεκτικά πεινάνε;
Και πως μπορείς να καταδικάσεις κάποιον που και ο ίδιος ενδέχεται να πεινάει;
Είναι εν γένει αυτή η λύση που πρέπει να δώσουμε; Να περιμένουμε να φτάσουμε στην απόλυτη εξαθλίωση και να ζητάμε έπειτα ή να παρακαλάμε για μια σακούλα με τρόφιμα;
Όλες τις κοινωνικές παροχές που είχαμε ως τώρα- όσοι τις είχαμε γιατί πάντα κάποιοι μένουν απ’ έξω- δε μας τις χάρισαν, τις διεκδικήσαμε και τις κερδίσαμε με χρόνια αγώνων και συγκρούσεων.
Οι αντιφάσεις που βιώνουμε καθημερινά είναι εξοργιστικά παράλογες. Με τα επιτεύγματα της επιστήμης, της τεχνολογίας και της εργασίας έχουμε την αντικειμενική δυνατότητα να ζούμε όλοι καλύτερα δουλεύοντας λιγότερο και να απολαμβάνουμε ποιοτικές κοινωνικές παροχές, σε αρμονία πάντα με τη φύση και όχι καταστρέφοντάς την. Ας μην ξεχνάμε πως είμαστε το πιο μορφωμένο εργατικό (και άνεργο, προφανώς) δυναμικό μέχρι σήμερα.
Σκεπτόμενη τις αντιφάσεις που βιώνουμε, θυμήθηκα τον Έριχ Φρομ, ο οποίος στο βιβλίο του «Η επανάσταση της ελπίδας» (1968), λέει: «Προς το παρόν, ένα από τα πιο σοβαρά συμπτώματα του συστήματός μας είναι το γεγονός ότι η οικονομία μας στηρίζεται πάνω στην παραγωγή όπλων (συν τη διατήρηση ολόκληρου του αμυντικού μηχανισμού) και στην αρχή της μέγιστης δυνατής κατανάλωσης. Έχουμε ένα οικονομικό σύστημα που λειτουργεί καλά μονάχα αν μετατρέψουμε το άτομο σε ολοκληρωτικά απαθή καταναλωτή, με αποτέλεσμα να το απονεκρώσουμε και μονάχα αν έχουμε δημιουργήσει μια γραφειοκρατία που κάνει το άτομο να νιώθει ανίσχυρο.