«Μνημονιακές» πολιτικές και Εργατικό Δίκαιο

των  Γιώργου Κατρούγκαλου, Καθηγητή ΔΠΘ και Ευτυχίας Αχτσιόγλου, δικηγόρου

Ακόμη και οι θεμελιώδεις συνταγματικές διατάξεις πρέπει να προσαρμοστούν στη νέα αυτή νεοφιλελεύθερη ορθολογικότητα, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την εκ των άνω επιβαλλόμενη συμπερίληψη στα συνταγματικά κείμενα της επιταγής για μηδενικά ελλείμματα. Περνάμε έτσι σε ένα φαινόμενο «νεοσυνταγματισμού» που ουσιαστικά συνιστά άρνηση του συνταγματισμού: κανόνες αυξημένης τυπικής ισχύος αποτυπώνουν και με αυτό τον τρόπο παγιώνουν μια μόνο οικονομική πολιτική αποστερώντας τον κυρίαρχο λαό από την δυνατότητα να επιλέξει οποιαδήποτε άλλη. Από την άποψη αυτή, η συνταγματοποίηση του νεοφιλελευθερισμού, μέσω της καθιέρωσης συνταγματικών ορίων επί των ελλειμμάτων, δεν παραβιάζει μόνο την αρχή του Κοινωνικού Κράτους, αλλά και τη Δημοκρατική Αρχή. Είναι προφανές ότι στο πλαίσιο αυτής της νεοφιλελεύθερης “ορθολογικότητας” η αρχή του κοινωνικού κράτους δε χωρά, διότι η ίδια η αναδιανεμητική του λειτουργία δεν μπορεί γίνεται ανεκτή από το νέο Λόγο.

Περιεχόμενα άρθρου

1. Εισαγωγικά. 2

2. Η αναπροσαρμογή του οικονομικού Συντάγματος σε νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση  4

3. Οι επεμβάσεις στο συλλογικό Εργατικό Δίκαιο: Απορρύθμιση και αντισυνταγματικοί περιορισμοί της συλλογικής αυτονομίας. 7

3.1 Υπονόμευση της συλλογικής αυτονομίας. 7

3.2 Κατάργηση της αρχής της εύνοιας. 143

3.3 Υποβάθμιση του θεσμικού ρόλου της διαιτησίας. 177

4. Η αμφισβήτηση των εγγυήσεων του ατομικού Εργατικού Δικαίου. 21

4.1 Περικοπές αποδοχών και αμφισβήτηση του κατώτατου νόμιμου μισθού  22

4.2 Ενίσχυση των άτυπων και ευέλικτων μορφών εργασίας. 24

4.3 Η εργασιακή εφεδρεία. 30

5. Η προσπάθεια επιβολής διαρκούς κατάστασης ανάγκης. 33

6. Συμπερασματικά: Το κοινωνικό κράτος απέναντι στο φονταμενταλισμό της αγοράς  35

  1. Εισαγωγικά

Με τις νέες ρυθμίσεις που προωθούνται αποδυναμώνονται οι ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και συμβάσεις, που αποτελούν βασικό πυλώνα της λειτουργίας της δημοκρατίας και του ευρωπαϊκού πολιτισμού, μειώνονται ανεξέλεγκτα οι μισθοί στον ιδιωτικό τομέα και εντείνεται η ύφεση, χωρίς θετικά αποτελέσματα στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.

Λούκα Κατσέλη, Ανεξέλεγκτη μείωση μισθών: ένας επικίνδυνος δρόμος, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2011

Οι προβλεπόμενες από το νομοσχέδιο μεταρρυθμίσεις της εργατικής νομοθεσίας αποτελούν μια συνέχεια, στη χειρότερη μορφή, στις διαδοχικές ανατροπές που από τη δεκαετία του 1990 γνωρίζει η χώρα μας και που στην Ευρώπη είχαν ξεκινήσει νωρίτερα.

(…)

Είναι περίεργο πως αντί να προσπαθεί η τρόικα να πείσει για το εύλογο ορισμένων μεταρρυθμίσεων, κάνει ό,τι είναι δυνατό για να δείξει ότι στην Ελλάδα επιβάλλεται δίκαιο κατεχόμενης χώρας.

Γιάννης Δ. Κουκιάδης, Εργασιακό Δίκαιο κατεχόμενης χώρας, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2010

Το Εργατικό Δίκαιο συνιστά το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα εφαρμογής των περίφημων διαρθρωτικών αλλαγών των μνημονιακών πολιτικών και το κατεξοχήν πεδίο ανατροπής των δομών του ελληνικού κοινωνικού κράτους. Δεν ισχυριζόμαστε βέβαια ότι οι τάσεις απορρύθμισης του Εργατικού Δικαίου αποτελούν πρόσφατο και αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο[1]. Ήδη από τη δεκαετία του 1980 υπήρξε μια γενικότερη στροφή προς τον «αυτορρυθμιστικό» ρόλο της αγοράς, τον περιορισμό των κρατικών επεμβάσεων στην οικονομία και την «επαναφεουδοποίηση» των εργασιακών σχέσεων, μέσω της διάχυσης της ελαστικότητας και των άτυπων μορφών εργασίας.

Είναι γνωστό ότι το κοινωνικό κράτος δεν ήταν το αποτέλεσμα επαναστατικής ανατροπής του φιλελεύθερου καπιταλισμού ούτε και σήμανε ριζική ρήξη με το σύστημα της ελεύθερης αγοράς, παρότι σαφώς αποδυνάμωσε τον πρότερο κυρίαρχο φιλελεύθερο λόγο. Ως αποτέλεσμα συμβιβασμού ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία[2],  επεδίωξε μια διαμορφωτική «παρέμβαση στις συνέπειες του ανταγωνισμού και στους όρους της κοινωνικής διανομής»[3], στο πλαίσιο, πάντα, του καπιταλιστικού συστήματος. Kαι μπορεί μεν η εγκαθίδρυσή του να μην ανέτρεψε τις δομές του τελευταίου, αλλά σαφώς μετέβαλε τις νομιμοποιητικές του βάσεις. Έκτοτε, η πολιτική λειτουργία εμφανίζεται ότι στοχεύει στη δόμηση κοινωνικής δικαιοσύνης, για να είναι νομιμοποιημένη[4].

Σήμερα, όμως, η στόχευση αυτή έχει πλήρως ανατραπεί, ακόμη και στο επίπεδο του κυρίαρχου λόγου. Μάλιστα, η διάλυση των προστατευτικών δομών που περιβάλλουν την εργασία, επιχειρείται πλέον μέσα από μια ισχυρή νομοθετική κινητοποίηση, μέσα από έναν έντονο κρατικό παρεμβατισμό[5]. Η κρατική παρέμβαση ισχυροποιείται ακριβώς για να εμπεδωθεί ο νεοφιλελευθερισμός, όχι πλέον ως ιδεολογία ή οικονομική πολιτική, αλλά ως κανόνας κοινωνικής συμβίωσης γενικής αποδοχής, μη δεκτικός αντίθεσης, αλλά μόνον πειθάρχησης[6]. Στο πλαίσιο αυτό, οι νέες εργασιακές σχέσεις επιδιώκεται να είναι όσο πιο αποκεντρωμένες και αρρύθμιστες, ιδανικά στο επίπεδο της ατομικής σύμβασης εργασίας ή αλλιώς στο επίπεδο της επιχείρησης, και ακόμη και τότε να συμπεριλαμβάνουν εκλεκτικά «προνομιούχες» ομάδες εργαζομένων, ενώ η αναγνώριση πλήρων δικαιωμάτων και μονιμότητας να αφορά επίσης μια ελάχιστη μειονότητα εργαζομένων.

Αυτό το δυσμενές για το Εργατικό Δίκαιο περιβάλλον διαμορφώνεται γενικότερα από τη ριζική αλλαγή στο συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, που συνεπάγεται η παγκοσμιοποίηση. Στις περισσότερες περιπτώσεις η υπονόμευση του Εργατικού Δικαίου είναι σταδιακή. Δεν συμβαίνει, όμως, αυτό στη χώρα μας.

Οι «μνημονιακές» πολιτικές επιχειρούν μια βίαιη και συνολική αναπροσαρμογή του οικονομικοκοινωνικού συστήματος, η οποία, σε συνδυασμό με την έξωθεν επιβολή της, δικαιολογεί απολύτως τον ισχυρισμό της προμετωπίδας του άρθρου περί «δικαίου κατεχόμενης χώρας». Οι πολιτικές αυτές όχι μόνον απέτυχαν να βγάλουν τη χώρα από την κρίση και έσυραν την οικονομία σε μια σπείρα αργού θανάτου, αλλά υπονομεύουν τα θεμέλια του ατομικού και συλλογικού Εργατικού Δικαίου και την ίδια την αρχή του κοινωνικού κράτους.

Το πλέγμα των νομοθετικών μέτρων, με τα οποία επιχειρείται η επιβολή αυτών των πολιτικών, ουσιαστικά αποτελεί ένα νέο «παρασύνταγμα», στο βαθμό που η εφαρμογή τους προϋποθέτει αναγκαστικά τον παραμερισμό πολλών θεμελιωδών ρυθμίσεων του οικονομικού -και όχι μόνον- Συντάγματος[7].

 

2. Η αναπροσαρμογή του οικονομικού Συντάγματος σε νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση

 

Στο σύνολό τους οι εκτελεστικοί νόμοι των διαδοχικών μνημονίων διέπονται από τη λογική ότι το πρόβλημα της χαμηλής ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, όπως μάλιστα τούτο έχει επιδεινωθεί τα τελευταία χρόνια, θα αντιμετωπιστεί μέσω της επονομαζόμενης «εσωτερικής υποτίμησης»[8], της μείωσης δηλαδή του εργατικού κόστους, κυρίως με την περικοπή των μισθών των εργαζομένων στον ιδιωτικό και στο δημόσιο τομέα, αλλά και με τον εν γένει περιορισμό των εργατικών δικαιωμάτων. Περιττό να σημειωθεί ότι η λογική αυτή προϋποθέτει την παραδοχή ότι το επίπεδο των μισθών και των εργασιακών όρων συνιστούν τον καθοριστικό παράγοντα της ανταγωνιστικότητας μιας οικονομίας[9]. Επομένως, κατά την ίδια αυτή λογική, τόσο η ισχύουσα εργατική νομοθεσία όσο και το σύστημα των εργασιακών σχέσεων που υφίσταται σε μια χαμηλής ανταγωνιστικότητας οικονομία πρέπει το δίχως άλλο να αναμορφωθούν, προκειμένου να πάψουν να αποτελούν εμπόδιο[10].

Στη βάση της λογικής της εσωτερική υποτίμησης τα πρόσφατα μέτρα αποδομούν μια σειρά κοινωνικών κατακτήσεων, με στόχο την περαιτέρω συμπίεση του εργασιακού κόστους και την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων (διευκόλυνση απολύσεων, επιβολής εκ περιτροπής εργασίας και ενοικίασης εργαζομένων, μείωση αμοιβής υπερωριακής εργασίας και υπερεργασίας, προσλήψεις νέων με μισθούς κατώτερους από αυτούς της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας κ.λπ.). Στο πλαίσιο αυτό, οι πολιτικές του μνημονίου επιχειρούν -χωρίς τις προϋποθέσεις της συνταγματικής αναθεώρησης και κυρίως χωρίς τη συναίνεση του εκλογικού σώματος- μια ριζική ανατροπή του οικονομικού Συντάγματος προς μια νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση, αντίθετη με βασικές θεμελιώδεις διατάξεις του. Διότι, σε επίπεδο συνταγματικής τάξης, η αρχή του κοινωνικού κράτους αποτυπώθηκε στο συνταγματικό κείμενο, ακριβώς για να δεσμεύσει τη δημόσια εξουσία, κυρίως τη νομοθετική αλλά και τη δικαστική και την εκτελεστική, προς την κατεύθυνση της πραγμάτωσης της πληρέστερης δυνατής κοινωνικής προστασίας, στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος. Μ’ άλλα λόγια, η αρχή του κοινωνικού κράτους επεδίωξε, χωρίς να αμφισβητήσει τις υφιστάμενες σχέσεις παραγωγής, να θέσει όρια μέσω της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία, έτσι ώστε να εξισορροπηθούν οι αντίρροπες αρχές της οικονομικής ελευθερίας αφενός και της κοινωνικής δικαιοσύνης και αλληλεγγύης αφετέρου[11].

Επιχειρώντας να αναδείξουμε αυτή την απόπειρα αναπροσαρμογής της συνταγματικής ταυτότητας του κράτους σε νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση, θα εξετάσουμε συνοπτικά, αρχικά σε επίπεδο συλλογικού και στη συνέχεια σε επίπεδο ατομικού Εργατικού Δικαίου, τις συνέπειες των εφαρμοζόμενων «μνημονιακών» πολιτικών, όπως αυτές αποτυπώνονται στο πλέγμα των νομοθετικών μέτρων που υιοθετήθηκαν.

3. Οι επεμβάσεις στο συλλογικό Εργατικό Δίκαιο: Απορρύθμιση και αντισυνταγματικοί περιορισμοί της συλλογικής αυτονομίας

Βασικό χαρακτηριστικό των «μνημονιακών» πολιτικών είναι η σταδιακή απορρύθμιση του μηχανισμού της συλλογικής αυτονομίας, μέσω της επέμβασης του νομοθέτη στο αντικείμενο των συλλογικών ρυθμίσεων, ακόμη και με την ανατροπή του περιεχομένου ΣΣΕ που έχουν ήδη συναφθεί, αλλά και μέσω της υποβάθμισης των συλλογικών διαπραγματεύσεων στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο, αυτό της επιχείρησης. Είναι προφανές ότι στο επιχειρησιακό επίπεδο, ο συσχετισμός δυνάμεων είναι ιδιαίτερα δυσμενής για την εργατική πλευρά, ιδίως σε μια οικονομία σαν αυτή της Ελλάδας, όπου οι εργαζόμενοι διαχέονται σε πολλές μικρές επιχειρήσεις[12]. Η επιβολή δε τέτοιων πολιτικών ευδοκιμεί ιδιαίτερα υπό τις συνθήκες της αυξανόμενης ανεργίας και της χαμηλής συμμετοχής των εργαζομένων στις συνδικαλιστικές οργανώσεις[13].

3.1 Υπονόμευση της συλλογικής αυτονομίας

Σε επίπεδο Συντάγματος, δυνάμει της θεμελιώδους ρύθμισης της παρ. 2 του άρθρου 22, η συλλογική διαπραγμάτευση αποτελεί τον κύριο ρυθμιστικό παράγοντα των εργασιακών σχέσεων, κατά περιορισμό της παντοδυναμίας του νομοθέτη[14], με αποτέλεσμα όρος ΣΣΕ να μην μπορεί να τροποποιηθεί ή να καταργηθεί µε τυπικό νόμο. Σύμφωνα με την απορρέουσα από τη συνταγματική διάταξη αρχή της επικουρικότητας της κρατικής ρύθμισης, ο νομοθέτης, αφού διαμορφώσει ένα θεσμικό πλαίσιο γενικών όρων εργασίας, στη συνέχεια οφείλει να παρεμβαίνει μόνο επικουρικά, όταν δηλαδή η συλλογική αυτονομία δεν λειτουργεί[15]. Το Συμβούλιο της Επικρατείας δέχεται σχετικά ότι µε την παραπάνω συνταγματική διάταξη «περιωρίσθη η υπό το κράτος των προγενεστέρων συνταγμάτων αναγνωριζομένη παντοδυναμία του νομοθέτου» και ότι µε αυτή «τίθεται φραγμός εις την παντοδυναµίαν του νοµοθέτου κατά τη ρύθµισιν των εν λόγω θεμάτων, ούτως ώστε να καθίσταται αντίθετος προς την συνταγµατικήν ταύτην διάταξιν η άσκησις της νομοθετικής αρμοδιότητος κατά τρόπο άγοντα εις πλήρη αποδυνάµωσιν του θεσµού», ενώ, ειδικότερα για τις αποδοχές των εργαζομένων, η Ολομέλεια δέχθηκε ότι ο καθορισμός των αποδοχών τους «δεν µπορεί να γίνει από το νόμο κατά τρόπο αποκλειστικό, να αφαιρεθεί δηλαδή από την ύλη της συλλογικής συµβάσεως»[16].

Η αρχή αυτή παραβιάστηκε πολλαπλά από τις «μνημονιακές» πολιτικές. Το νέο «Μνημόνιο Οικονομικής και χρηματοπιστωτικής πολιτικής» καθώς και το νέο «Μνημόνιο Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής»[17] (ν. 4046/2012) προβλέπουν το πρώτο στο κεφάλαιο Ε΄ «Διαρθρωτικές Μεταρρυθμίσεις», παρ. 28 και 29, και το δεύτερο στο κεφάλαιο 4 «Διαρθρωτικές Μεταρρυθμίσεις για την Ενίσχυση της Ανάπτυξης», παρ. 4.1 «Διασφάλιση της ταχείας προσαρμογής της αγοράς εργασίας και ενίσχυση των θεσμών της αγοράς εργασίας», ότι «οι ελάχιστοι μισθοί που ορίζονται από την εθνική γενική συλλογική σύμβαση εργασίας (ΕΓΣΣΕ) θα μειωθούν κατά 22% σε σύγκριση με το επίπεδο που ίσχυε την 1η Ιανουαρίου 2012. Για τους νέους (ηλικίας κάτω των 25), οι μισθοί που ορίζονται από την εθνική γενική συλλογική σύμβαση εργασίας θα μειωθούν κατά 32% χωρίς περιοριστικούς όρους»[18].

Είναι προφανές ότι η συγκεκριμένη διάταξη συνιστά ευθεία αντισυνταγματική παρέμβαση στις αποφάσεις που αποτελούν προϊόν λειτουργίας της συλλογικής αυτονομίας. Στο ίδιο ακριβώς πλαίσιο τα νέα μνημόνια επιβάλλουν την αναστολή των διατάξεων ΣΣΕ που προβλέπουν αυτόματες αυξήσεις μισθών, συμπεριλαμβανομένων εκείνων περί ωριμάνσεων[19], έως ότου το ποσοστό ανεργίας μειωθεί σε επίπεδο κάτω του 10 %[20].  Επιπλέον, παρεμβαίνουν και σε άλλους όρους των υφιστάμενων συλλογικών συμβάσεων, πέραν των μισθολογικών, καταργώντας τις όποιες προβλέψεις περί μονιμότητας περιλαμβάνονται σε αυτές (συμβάσεις ορισμένου χρόνου, που ορίζεται ότι λήγουν σε κάποιο όριο ηλικίας ή με τη  συνταξιοδότηση του εργαζομένου). Η κατάργηση, όμως, με νόμο όρων της ΕΓΣΣΕ 2010-2012 και των άλλων συλλογικών συμβάσεων συνιστά αντισυνταγματική υποκατάσταση των αυτόνομων συλλογικών ρυθμίσεων με νομοθετικές διατάξεις (άρθρο 22 παρ.2 Σ) και παράλληλα απαγορευμένη κρατική επέμβαση στο εγκαθιδρυμένο στην ελληνική έννομη τάξη σύστημα των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων. Οι πρόσφατες ρυθμίσεις έρχονται έτσι να δώσουν τη «χαριστική βολή»[21] στο σύστημα της συλλογικής αυτονομίας, του οποίου η κατάρρευση μεθοδεύτηκε τα τελευταία δύο χρόνια με μια σειρά ανεπίτρεπτων συνταγματικά παρεμβάσεων.

Αρχικά, με το τρίτο άρθρο του ν. 3845/2010 «Μέτρα για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας από τα κράτη – μέλη της ζώνης του ευρώ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο» προβλέφθηκε σειρά ρυθμίσεων για τη μείωση των αποδοχών όχι μόνον των δημοσίων υπαλλήλων, αλλά και του προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου του δημόσιου τομέα. Στη συνέχεια, με το ν. 3899/2010 «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του προγράμματος στήριξης της ελληνικής οικονομίας» μειώθηκαν ξανά οι πάσης φύσεως αποδοχές του προσωπικού του δημόσιου τομέα, μέχρι το 25%, με την πρόβλεψη μάλιστα ότι οι σχετικές ρυθμίσεις κατισχύουν κάθε γενικής ή ειδικής διάταξης ή ρήτρας ή όρου συλλογικής σύμβασης εργασίας. Τέλος, με το άρθρο 31 του ν. 4024/2011, τέθηκε ανώτατο όριο στις αποδοχές των εργαζόμενων στο σύνολο των επιχειρήσεων του ευρύτερου δημόσιου τομέα και καταργήθηκε κάθε διάταξη ΣΣΕ ή διαιτητικής απόφασης, που καθορίζει αποδοχές οι οποίες υπερβαίνουν τα ανώτατα αυτά όρια.

Ωστόσο, οι προαναφερόμενες αντισυνταγματικές απορρυθμίσεις της συλλογικής αυτονομίας ούτε εξαιρετικές είναι ούτε προσωρινού χαρακτήρα. Τα νέα μνημόνια προδιαγράφουν την εκ βάθρων ανατροπή του παραδοσιακού συστήματος καθορισμού του ελάχιστου μισθού, της αυτόνομης δηλαδή υλικής κανονιστικής αρμοδιότητας των συνδικαλιστικών οργανώσεων, καθώς προβλέπουν την σε σύντομο χρόνο αντικατάσταση του ύψους των μισθών που ορίζονται στην ΕΓΣΣΕ με ελάχιστο ύψος μισθού νομοθετημένο από την κυβέρνηση. Η υποκατάσταση αυτή της αυτόνομης ρυθμιστικής εξουσίας των κοινωνικών εταίρων από την κρατική ρύθμιση πλήττει στον πυρήνα της τη συλλογική αυτονομία, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 22 παρ. 2 Σ[22]. Προβλέπεται, βέβαια, στα νέα μνημόνια ότι η νομοθετική αυτή υποκατάσταση θα λάβει χώρα μετά από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους, είναι όμως πλέον γνωστή η κατ’ επίφαση μόνο αναγνώριση του κοινωνικού διαλόγου από την κυβέρνηση. Εξάλλου, η τελευταία πρωτοφανής κρατική παρέμβαση στο αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης των κοινωνικών εταίρων που προηγήθηκε και κατέληξε στην από 3-2-2012 συμφωνία για την τήρηση της ΕΓΣΣΕ 2010-2012 είναι ενδεικτική της ολοκληρωτικής περιφρόνησης του κοινωνικού διαλόγου. Ας σημειωθεί δε ότι το σύνολο των «διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων» στην αγορά εργασίας, που εισάγει το νέο μνημόνιο «Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής», ξεκινά από την ρητή παραδοχή ότι «η έκβαση του κοινωνικού διαλόγου … δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες». Και τούτο, ενώ το άρθρο 152 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβλέπει ότι η Ένωση οφείλει να σέβεται την αυτονομία των κοινωνικών εταίρων και να διευκολύνει τον μεταξύ τους διάλογο. Δεν είναι όμως η πρώτη φορά που διαπιστώνεται μια τέτοια αντίφαση μεταξύ των γενικών διακηρύξεων της ΕΕ και της πραγματικής πολιτικής που χαράσσουν όργανά της, όπως, εν προκειμένω, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως μέλος της τρόικας.

Είναι, περαιτέρω, σαφές ότι οι «μνημονιακές» ρυθμίσεις συνεπάγονται την ουσιαστική κατάλυση της συλλογικής αυτονομίας[23], όπως αυτή κατοχυρώνεται όχι μόνο στο Σύνταγμα, αλλά και στις διατάξεις του άρθρου 8 της ∆ιεθνούς Σύµβασης Εργασίας (ΔΣΕ) 151/1978[24]. Οι εν λόγω υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις επιτάσσουν τον διακανονισµό των όρων απασχόλησης στη δημόσια διοίκηση µε διαπραγματεύσεις ή διαδικασία περιβαλλόμενη από εγγυήσεις ανεξαρτησίας και αμεροληψίας, ενώ και οι διατάξεις  του άρθρου 5 της ∆ΣΕ 154/1981[25] απαιτούν να λαμβάνονται συμβατά µε τις εθνικές συνθήκες μέτρα για την προώθηση της συλλογικής διαπραγμάτευσης[26]. Στο ίδιο μήκος κύματος, η ΔΣΕ 98/1949[27] προστατεύει το δικαίωμα συλλογικών διαπραγματεύσεων, ορίζοντας στο άρθρο 4 ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να λαμβάνουν μέτρα για την προώθηση των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων, αποσκοπώντας στη ρύθμιση των όρων εργασίας μέσω συλλογικών συμβάσεων. Εξάλλου το άρθρο 8 παρ. 3 της ΔΣΕ 87/1949[28] υπογραμμίζει ότι τα συνδικαλιστικά δικαιώματα, που η σύμβαση εγγυάται, δεν μπορούν να θίγονται ούτε από τους νόμους ενός κράτους μέλους ούτε από την εφαρμογή αυτών[29].

Περαιτέρω, το άρθρο 28 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ κατοχυρώνει το δικαίωμα των συνδικαλιστικών οργανώσεων να διαπραγματεύονται και να συνάπτουν ΣΣΕ και, σε περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων, να αναλαμβάνουν συλλογική δράση για την προστασία των συμφερόντων τους, συμπεριλαμβανομένης και της απεργίας. Ενώ και το άρθρο 11 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που εγγυάται το δικαίωμα ίδρυσης συνδικαλιστικών οργανώσεων και συμμετοχής σ’ αυτές, έχει ερμηνευθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) σε πρόσφατες αποφάσεις του ως εγγυώμενο επίσης τις συλλογικές διαπραγματεύσεις κα το δικαίωμα της απεργίας[30].

Τέλος, το άρθρο 6 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη (ΕΚΧ)[31] προβλέπει ότι οι κοινωνικοί εταίροι είναι αυτοί, που είναι υπεύθυνοι για τη διασφάλιση της αποτελεσματικής άσκησης του δικαιώματος συλλογικής διαπραγμάτευσης, εγκαθιδρύοντας το μηχανισμό που οι ίδιοι κρίνουν κατάλληλο τόσο για τη σύναψη συλλογικών συμβάσεων όσο και για την επίλυση των εργατικών διαφορών μέσω της διαιτησίας.

Εξάλλου τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στις ενωσιακές και υπερεθνικές πηγές θα πρέπει να εφαρμόζονται υπό τους όρους τήρησης μιας διεθνούς υποχρέωσης σεβασμού ενός ελάχιστου επιπέδου προστασίας[32], απέναντι στην οποία δεσμεύονται τόσο τα υπερεθνικά θεσμικά όργανα όσο και οι εθνικές αρχές[33], στην περίπτωση δηλαδή του μνημονίου τόσο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσο και η ελληνική κυβέρνηση. Τέλος, σε ό,τι αφορά ειδικά το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, θα πρέπει να θυμίσουμε ότι μετά τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισαβόνας και τη συνακόλουθη απόκτηση από αυτόν νομικού κύρους όμοιου με τις Συνθήκες (άρθρο 6 παρ. 1 της Συνθήκης για την ΕΕ), τα συλλογικά εργατικά δικαιώματα, που ο Χάρτης εγγυάται, έχουν εξισωθεί σε επίπεδο νομικής δεσμευτικότητας με τις οικονομικές ελευθερίες[34]. Θα μπορούσαμε όμως σήμερα να φανταστούμε κρατικές, νομοθετικές επεμβάσεις στο πεδίο της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων ή των υπηρεσιών (αντίστοιχες σε ένταση με αυτές που οι εκτελεστικοί των μνημονίων νόμοι συνεπάγονται για τη συλλογική αυτονομία), που δε θα θεωρούνταν ευθέως αντίθετες με το ενωσιακό Δίκαιο και δε θα έπρεπε άμεσα να αρθούν; Γιατί, άραγε, όταν οι επεμβάσεις αυτές αφορούν δικαιώματα του Εργατικού Δικαίου, όχι μόνο δεν τίθεται πρόβλημα συμβατότητάς τους με το Δίκαιο των Συνθηκών της ΕΕ, αλλά, αντίθετα, προωθούνται από την τρόικα, σχήμα στο οποίο μετέχει κύριο θεσμικό όργανο της ΕΕ;[35]

3.2 Κατάργηση της αρχής της εύνοιας

Το σημαντικότερο, όμως, από συνταγματική σκοπιά, είναι το γεγονός ότι οι πρόσφατες νομοθετικές επεμβάσεις, θεωρημένες στο σύνολο τους, ουσιαστικά ανατρέπουν την αρχή της εύνοιας, επί της οποίας έχει βασιστεί το σύγχρονο Εργατικό Δίκαιο. Η αρχή αυτή έχει, όμως, συνταγματική κατοχύρωση, με κύρια βάση τη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 1 για την προστασία του κοινωνικού δικαιώματος της εργασίας και συμπληρωματική τη θεμελιώδη αρχή της ισότητας του άρθρου 4 παρ. 1, όπως αυτή έχει μετεξελιχθεί στο πλαίσιο του κοινωνικού κράτους προς την κατεύθυνση της ουσιαστικής ισότητας. Η νέα αυτή αντίληψη η οποία κατατείνει στην εξάλειψη όχι μόνον των αυθαιρεσιών, αλλά και στην άμβλυνση των πραγματικών ανισοτήτων[36], ξεπερνά την απλή ισότητα ευκαιριών σε νομικό επίπεδο (δηλαδή, ίδιο νομικό πλαίσιο κανόνων για όλους), και τείνει να εφαρμοσθεί και στο επίπεδο των υλικών συνθηκών και των πραγματικών ευκαιριών[37] ως μέσο για την οικοδόμηση μιας δικαιότερης κοινωνικής τάξης. Για το λόγο αυτό ο K. Hesse θεωρεί ότι πρόκειται για μία πορεία από την «τυπική ισότητα δικαίου προς την ουσιαστική ισότητα μέσω του δικαίου»[38].

Ειδικότερα, η αρχή της εύνοιας, ως έκφανση της προστατευτικής αρχής του Εργατικού Δικαίου, επιδιώκει να αποκαταστήσει «την ανισοκατανομή οικονομικής και κοινωνικής δύναμης που χαρακτηρίζει τα μέρη της εργασιακής σχέσης» και ως εκ τούτου να αντιμετωπίσει αυτή την κυρίαρχη μορφή ανισότητας που υφίσταται στην κοινωνική πραγματικότητα[39].

Η πρώτη προσβολή της αρχής της εύνοιας συντελέσθηκε με την παρ. 7 του άρθρου δεύτερου του «νόμου – πλαισίου» 3845/2010, ενώ μέχρι τότε, βάσει της αρχής αυτής, συναρθρώνονταν τα διάφορα είδη συλλογικών συμβάσεων  (άρθρα 7 και 10 του ν. 1876/90) με τέτοιο τρόπο, ώστε σε περίπτωση εφαρμογής περισσότερων ΣΣΕ να ισχύει η πιο ευνοϊκή για τον εργαζόμενο ρύθμιση. Ήδη όμως από διάταξη του ν. 3845/2010,  προβλέφθηκε ότι οι όροι των Ομοιοεπαγγελματικών, των Κλαδικών και Επιχειρησιακών ΣΣΕ μπορούν να αποκλίνουν (προφανώς επί το δυσμενέστερο) ακόμη και έναντι των αντίστοιχων όρων Εθνικών Γενικών ΣΣΕ. Η ρύθμιση αυτή ουσιαστικά δεν εφαρμόστηκε, γιατί η νομοθετική ανοχή μισθού κατώτερου από αυτόν που ορίζεται από την Εθνική Γενική ΣΣΕ ήταν προφανώς αντίθετη στην προστατευτική λειτουργία του άρθρου 22 παρ. 1 του Συντάγματος και, ιδίως, αδύνατο να επιβληθεί πολιτικά. Ενδεικτικό της προχειρότητας όμως της κατά παραγγελία νομοθέτησης είναι ότι η προαναφερθείσα διάταξη της παρ. 7 του δεύτερου άρθρου του ν. 3845/2010 παραμένει τυπικά ισχυρή.

Ο ν. 4024/2011 έδωσε τη χαριστική βολή. Σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 37, η επιχειρησιακή ΣΣΕ υπερισχύει σε περίπτωση συρροής με κλαδική ΣΣΕ, όσο διαρκεί η εφαρμογή του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής. Πρακτικά μετά την ψήφιση του νόμου αυτού οι κοινές επιχειρησιακές ΣΣΕ αναλαμβάνουν το ρόλο που είχαν κληθεί στο μεταξύ να παίξουν οι ειδικές επιχειρησιακές συμβάσεις (άρθρο 13 του ν. 3899/2010) οι οποίες και καταργούνται. Περαιτέρω, καταργείται  η προϋπόθεση για την υποβολή αιτιολογικής έκθεσης στο Συμβούλιο Κοινωνικού Ελέγχου της Επιθεώρησης Εργασίας, που προβλεπόταν στην περίπτωση των ειδικών επιχειρησιακών συμβάσεων.

Εξάλλου, το όριο των 50 εργαζομένων που έπρεπε να απασχολούνται σε μια επιχείρηση, για να είναι δυνατή η σύναψη επιχειρησιακής ΣΣΕ σύμφωνα με το προηγούμενο των μνημονίων νομοθετικό καθεστώς (άρθρο 6 παρ.1β του ν. 1876/1990), καταργείται και αυτό με την παράγραφο 3 του άρθρου 37 του ν. 4024/2011. Περαιτέρω, διάταξη του ίδιου άρθρου απονέμει ικανότητα σύναψης επιχειρησιακών ΣΣΕ σε ενώσεις προσώπων, οι οποίες πέραν της αντιπροσωπευτικής στερούνται και της όποιας ουσιαστικής διαπραγματευτικής δύναμης. Ο σκοπός τούτων των επιμέρους ρυθμίσεων δεν είναι άλλος από την εκχώρηση της «αρμοδιότητας» καθορισμού των εργασιακών όρων αποκλειστικά στην εξουσία του εργοδότη, υπό το κάλυμμα εικονικών συλλογικών διαπραγματεύσεων[40]. Τέλος, ένα ακόμη πλήγμα στο κατεδαφιζόμενο σύστημα των συλλογικών διαπραγματεύσεων δίνεται με την αναστολή της δυνατότητας επέκτασης και κήρυξης γενικώς υποχρεωτικών των κλαδικών συμβάσεων, που καλύπτουν το 51% των εργαζομένων του κλάδου (δηλαδή την αναστολή της  εφαρμογής των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 11 του ν. 1876/1990) για όλη τη διάρκεια ισχύος του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής (άρθρο 37 του ν. 4024/2011).

Παράλληλα με την αρχή της εύνοιας, οι «μνημονιακές» ρυθμίσεις πλήττουν και τα θεμέλια της συλλογικής αυτονομίας σε κλαδικό επίπεδο, θίγοντας την αποτελεσματικότητα των κλαδικών ΣΣΕ και περιορίζοντας ουσιαστικά την ελευθερία των συνδικαλιστικών οργανώσεων να διαπραγματεύονται σε κλαδικό επίπεδο.

Δεν χρειάζεται δε στο σημείο αυτό να υπενθυμίσουμε τον κεντρικό ρόλο που διαδραματίζουν οι διαπραγματεύσεις σε κλαδικό επίπεδο καθώς και οι κλαδικές ΣΣΕ σε όλα σχεδόν τα ευρωπαϊκά συστήματα συλλογικής αυτονομίας[41]. Η πρακτική των εργασιακών σχέσεων έχει αποδείξει ότι οι κλαδικές ΣΣΕ συνιστούν τον πλέον κατάλληλο και αποτελεσματικό μηχανισμό διαμόρφωσης των εργασιακών όρων και ιδίως του επιπέδου των μισθών. Μεταξύ άλλων λόγων, διότι οι διαπραγματεύσεις και οι συμβάσεις σε κλαδικό επίπεδο εξυπηρετούν μια λειτουργία ομογενοποίησης των μισθών και των όρων εργασίας και έτσι σε μεγάλο βαθμό προφύλαξης αυτών από τον ανταγωνισμό[42]. Επιπλέον, διότι, καλύπτοντας όλους τους εργαζόμενους ενός κλάδου ή συναφών κλάδων, οι κλαδικές ΣΣΕ εμποδίζουν την εκδήλωση και ανάπτυξη συντεχνιακού πνεύματος, ενώ απομακρύνουν και τον κίνδυνο χειραγώγησης των συνδικαλιστικών οργανώσεων από τον εργοδότη, κίνδυνος που υφίσταται ιδίως στις περιπτώσεις των μικρών επιχειρησιακών σωματείων[43].

Η φυσιολογική κατάληξη της βίαιης αυτής απορρύθμισης είναι η βαθμιαία εγκατάλειψη των γενικότερων συλλογικών ρυθμίσεων υπέρ των επιχειρησιακών συμβάσεων εργασίας. Όλα αυτά προοιωνίζονται μια ταχύτατη πορεία άρσης των υφιστάμενων προστατευτικών διατάξεων, εφόσον είναι προφανές ότι στο επιχειρησιακό επίπεδο η διαπραγματευτική ισχύς της εργατικής είναι πολύ μικρότερη από εκείνην της εργοδοτικής πλευράς.

3.3 Υποβάθμιση του θεσμικού ρόλου της διαιτησίας

           

Ισχυρό πλήγμα δέχθηκε με τις «μνημονιακές» ρυθμίσεις και ο θεσμός μεσολάβησης και διαιτησίας. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα νέα μνημόνια η προσφυγή στη διαιτησία θα είναι πλέον δυνατή, μόνο εφόσον υπάρχει κοινή συμφωνία της εργοδοτικής και της εργατικής πλευράς. Προστατεύεται και ευνοείται, έτσι, η τακτική της εργοδοτικής πλευράς να καταγγέλλει υφιστάμενες σσε, χωρίς να επαναδιαπραγματεύεται νέες, εφόσον δεν υφίσταται πια το ultimum remedium της  μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία.[44]. Με το ν. 3899/2010 (άρθρο 14), η δυνατότητα μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία είχε περιοριστεί μόνο στις εξής δύο περιπτώσεις: α) για το ένα μέρος, εφόσον το άλλο αρνούνταν τη μεσολάβηση, β) για οποιοδήποτε μέρος μετά την υποβολή της πρότασης μεσολάβησης, εφόσον και τα δύο μέρη είχαν προσέλθει και συμμετάσχει στη διαδικασία μεσολάβησης. Με τις ρυθμίσεις των νέων μνημονίων όμως  και οι δύο αυτές δυνατότητες καταργούνται και πλέον η μόνη περίπτωση λειτουργίας της διαιτησίας είναι εκείνη, όπου και τα δύο μέρη θα συμφωνήσουν να προσφύγουν σ’ αυτή.

Επιπλέον, ήδη με τα άρθρα 14 και 15 του ν. 3899/2010, καθώς και με το άρθρο 51 του ν. 3871/2010, επανακαθορίστηκε ο ρόλος του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ) και της διαιτησίας. Πλέον η προσφυγή στη διαιτησία περιορίζεται στον καθορισμό αποκλειστικά του βασικού ημερομισθίου ή/και βασικού μισθού[45], αφαιρούνται δηλαδή από την ύλη της όχι μόνο ζητήματα που άπτονται άλλων όρων εργασίας, πέραν των μισθολογικών, αλλά και ζητήματα που αφορούν τα πάσης φύσεως επιδόματα[46]. Τέλος, οι ίδιες νομοθετικές διατάξεις προβλέπουν επίσης ότι οι διαιτητικές αποφάσεις είναι ανίσχυρες, εφόσον χορηγούν με οποιονδήποτε τρόπο μισθολογικές αυξήσεις έως το τέλος του 2012, πέραν ορισμένων εξαιρέσεων.

Οι προαναφερθέντες περιορισμοί στη λειτουργία της διαιτησίας είναι όμως  επίσης συνταγματικά προβληματικοί. Το άρθρο 22 παρ. 2 του Συντάγματος ορίζει ότι «με νόμο καθορίζονται οι γενικοί όροι εργασίας, που συμπληρώνονται από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας με ελεύθερες διαπραγματεύσεις και, αν αυτές αποτύχουν, με τους  κανόνες που θέτει η διαιτησία»[47]. Ακριβώς επειδή κατά τη συνταγματική επιταγή οι κανόνες της διαιτησίας αντικαθιστούν τη συλλογική σύμβαση, στην οποία τα μέρη δεν μπόρεσαν να καταλήξουν με ελεύθερες διαπραγματεύσεις, η διαιτητική απόφαση έχει κανονιστική λειτουργία και αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα των αυτόνομων πηγών του Εργατικού Δικαίου[48]. Καταρχάς, λοιπόν, η διάταξη του ν. 3871/2010 (άρθρο 51), μέσω της οποίας η νομοθετική λειτουργία επεμβαίνει στο έργο της διαιτησίας (απαγόρευση μισθολογικών αυξήσεων μέσω διαιτητικών αποφάσεων) συγκρούεται με το άρθρο 22 παρ. 2 του Συντάγματος. Ομοίως, αντίθετη με την εν λόγω συνταγματική διάταξη είναι και η διάταξη του ν. 4024/2011 (άρθρο 31), με την οποία καταργείται κάθε διαιτητική απόφαση που καθορίζει αποδοχές για τους εργαζόμενους του ευρύτερου δημόσιου τομέα, οι οποίες υπερβαίνουν τα ανώτατα όρια που έθεσε ο νομοθέτης, καθώς η νομοθετική αυτή πρόβλεψη παραβιάζει τόσο τη συλλογική αυτονομία όσο και την αυτόνομη κανονιστική εξουσία που το Σύνταγμα εγγυάται στη διαιτησία. Επιπλέον, στο βαθμό που η προσφυγή στη διαιτησία περιορίζεται πλέον μόνο σε ζητήματα που αφορούν το βασικό μισθό, η σχετική διάταξη του ν. 3899/2010 περικόπτει το υλικό αντικείμενο της συλλογικής αυτονομίας και ως εκ τούτου παραβιάζει εκ νέου τη συνταγματική διάταξη που την κατοχυρώνει. Διότι η εξομοίωση, από τη συνταγματική διάταξη, (άρθρο 22 παρ.2) των κανόνων της διαιτησίας με ΣΣΕ, συνεπάγεται ότι το υλικό αντικείμενο της διαιτησίας δεν διαφοροποιείται από εκείνο των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Με άλλα λόγια, αυτό που προκύπτει από τον προαναφερόμενο συνταγματικό κανόνα είναι ότι οποιοδήποτε θέμα μπορεί να ρυθμιστεί με συλλογικές διαπραγματεύσεις, μπορεί επίσης να ρυθμιστεί και με διαιτητική απόφαση. Συνεπώς, η νομοθετική συστολή των αρμοδιοτήτων του διαιτητή κατ’ επιταγή των διατάξεων των μνημονίων δεν μπορεί παρά να είναι αντίθετη προς το Σύνταγμα[49].

Εξάλλου σύμφωνα πάντα την ίδια συνταγματική διάταξη (άρθρο 22 παρ. 2), οι συλλογικές διαφορές δεν μπορούν να απομένουν αρρύθμιστες, τόσο ως προς τα οικονομικά, όσο και ως προς τα θεσμικά ζητήματα. Για το λόγο αυτό, προβλέφθηκε ως ultimum refugium, σε περίπτωση αδυναμίας συμφωνίας μεταξύ των μερών, η διαιτησία, ως ιδιόμορφη παρανομοθετική, κανονιστική λειτουργία[50].

Με τις προβλέψεις όμως των νέων μνημονίων η λειτουργία αυτή κινδυνεύει να μείνει πλήρως ανενεργή και σ’ αυτό το ενδεχόμενο προστίθεται επιβαρυντικά για τους εργαζόμενους και ο επιβαλλόμενος χρονικός περιορισμός της ισχύος των κανονιστικών όρων των ΣΣΕ[51]. Διότι, μετά τη λήξη των υφιστάμενων συλλογικών ρυθμίσεων και εφόσον η διαπραγμάτευση των μερών δεν καταλήξει σε νέες ρυθμίσεις εντός των προσεχών τριών, πλέον, μηνών, οι κανονιστικοί όροι των ΣΣΕ θα πάψουν να ισχύουν. Συνεπώς, η εργοδοτική πλευρά θα είναι σε θέση σε κάθε περίπτωση να υποβαθμίσει τους υφιστάμενους θεσμικούς όρους μέχρι του ύψους αυτών της Εθνικής Γενικής ΣΣΕ, αρνούμενη απλώς, κι έτσι καθιστώντας αδύνατη, την προσφυγή στη διαιτησία.

Εξάλλου, τα νέα μνημόνια προβλέπουν ότι εάν δεν συναφθεί νέα συμφωνία μετά το διάστημα του τριμήνου, η αμοιβή θα επανέλθει στο βασικό μισθό και από τα επιδόματα θα συνεχίσουν να ισχύουν μόνο αυτά της ωρίμανσης, των τέκνων, της εκπαίδευσης και των βαρέων επαγγελμάτων, έως ότου αντικατασταθούν από εκείνα της νέας συλλογικής σύμβασης ή των νέων ατομικών συμβάσεων. Στη σπάνια, δε, περίπτωση που μετά από συμφωνία των μερών μια διαιτητική απόφαση θα διαδεχθεί μια ΣΣΕ, τότε οι πέραν του βασικού μισθού όροι της σύμβασης θα παύουν αυτοδικαίως να ισχύουν, αφού όπως προβλέπει το άρθρο 3 παρ.2 της από 28.2.2012 ΠΥΣ, στις διαιτητικές αποφάσεις δεν επιτρέπεται να περιλαμβάνονται «ρήτρες που διατηρούν κανονιστικούς όρους προηγούμενων Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας ή Διαιτητικών Αποφάσεων»[52].

Τέλος, εφόσον η διαπραγμάτευση για τη σύναψη κανονισμών εργασίας δεν θα μπορεί πλέον να καταλήγει σε διαιτησία, (αφού, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, η προσφυγή σ’ αυτή περιορίζεται πλέον στον καθορισμό αποκλειστικά του βασικού ημερομιθίου ή/και του βασικού μισθού), είναι φανερό ότι στο μέλλον αυτοί θα καθορίζονται μονομερώς από την εργοδοσία.

Ένα πρόσθετο ζήτημα ανακύπτει εξαιτίας των διαδοχικών τροποποιήσεων των πρόσφατων ρυθμίσεων για τη διαιτησία. Με διάταξη του άρθρου 14 του ν. 3899/2010 αναστάλθηκε η άσκηση του δικαιώματος της απεργίας για διάστημα δέκα (10) ημερών από την ημέρα προσφυγής στη διαιτησία, ανεξάρτητα από το ποιο μέρος (εργοδοτικό ή εργατικό) προσέφυγε, ενώ υπό το καθεστώς του νόμου 1876/1990 αυτό συνέβαινε, μόνο όταν το εργατικό μέρος προσέφευγε μονομερώς στη διαιτησία (άρθρο 16 παρ. 2 του ν. 1876/1990). Αυτή η αναστολή, εφόσον δεν ρυθμίζεται διαφορετικά, φαίνεται ότι διατηρείται σε ισχύ και μετά την εφαρμογή των νέων μνημονίων, τα οποία, όπως ήδη επισημάναμε, καταργούν κάθε δυνατότητα μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία. Εφεξής κάθε προσφυγή στη διαιτησία θα συνεπάγεται την αναστολή της δυνατότητα άσκησης του δικαιώματος της απεργίας για δέκα ημέρες.

Πέραν, όμως, των επιμέρους περιστολών και απαγορεύσεων, ο θεσμός της μεσολάβησης και διαιτησίας τίθεται υπό αμφισβήτηση και για έναν ακόμη λόγο. Στο «Μνημόνιο Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής» προβλέπεται ότι έως τον Οκτώβριο του 2012, θα υπάρξει μία ανεξάρτητη αξιολόγηση της λειτουργίας της διαιτησίας και της μεσολάβησης, ώστε να διασφαλιστεί πως οι αποφάσεις της διαιτησίας αντανακλούν επαρκώς τις ανάγκες της μισθολογικής προσαρμογής. Κατά συνέπεια, από το όλο κλίμα των πολιτικών που υιοθετούνται, φαίνεται να ανατρέπεται η μεταρρυθμιστική προσπάθεια που είχε ξεκινήσει στη δεκαετία του 1990 για τον εξορθολογισμό της ρύθμισης των συλλογικών διαφορών, με τη θέσπιση νέο-κορπορατιστικών θεσμών, όπως ο Οργανισμός Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ) και η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (ΟΚΕ), προς μια καθαρά, πλέον, νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση.

4. Η αμφισβήτηση των εγγυήσεων του ατομικού Εργατικού Δικαίου

Το άρθρο 22 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος δεν λειτουργεί μόνο ως κατευθυντήρια διάταξη, αλλά κατοχυρώνει και ένα γνήσιο υποκειμενικό δικαίωμα, που εγγυάται δίκαιες, ασφαλείς και υγιεινές συνθήκες εργασίας[53]. Δίκαιες συνθήκες εργασίας είναι αυτές που εξασφαλίζουν το σεβασμό της ανθρώπινης αξίας και την ανάπτυξη της προσωπικότητας[54], σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και σε ανταπόκριση με το οικονομικό περιβάλλον που έχει διαμορφωθεί στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή στη χώρα[55]. Συμπεριλαμβάνουν την απαίτηση για ένα αξιοπρεπή μισθό[56] και ένα λογικό ωράριο εργασίας[57].

4.1 Περικοπές αποδοχών και αμφισβήτηση του κατώτατου νόμιμου μισθού

Ενόψει των παραπάνω, η κατάργηση, ουσιαστικά, και όχι απλώς η συρρίκνωση, του κατώτατου νόμιμου μισθού που επέρχεται με την εγκατάλειψη της αρχής της εύνοιας προσκρούει επίσης άρθρο 22 παρ. 1 του Συντάγματος[58]. Και τούτο διότι, με τις διαδοχικές ρυθμίσεις των νόμων 3845/2010 και 3899/2010 και ιδίως του νόμου 4046/2012, ο ελάχιστος μισθός παύει να επιτελεί την προστατευτική λειτουργία του. Ήδη το ασφυκτικό για την εργατική πλευρά πλαίσιο που είχε διαμορφωθεί από τις νομοθετικές παρεμβάσεις σε συνδυασμό με την οικονομική συγκυρία είχε οδηγήσει σε πάγωμα των μισθών για το έτος 2010 και σε πολύ μικρές αυξήσεις (σε λίγες περιπτώσεις) για τα έτη 2011 και 2012. Η μείωση της πραγματικής αξίας του μισθού υπήρξε δραματική, αν μάλιστα ληφθούν υπόψη και η αυξανόμενη φορολογική επιβάρυνση των μισθωτών καθώς και η συνεχής μετατροπή θέσεων πλήρους απασχόλησης σε θέσεις μερικής απασχόλησης ή εκ περιτροπής εργασίας[59]. Στο πλαίσιο αυτό ο ελάχιστος μισθός δεν επιτελεί πια τη βασική του λειτουργία, να εξασφαλίζει, δηλαδή, ένα αξιοπρεπές επίπεδο βιοπορισμού. Τούτη, όμως, η εξέλιξη έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τις σχετικές προβλέψεις της ΔΣΕ  98[60] και 154[61], όπως ερμηνεύονται από τα αρμόδια όργανα της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, η οποία επιμένει ιδιαίτερα στη σημασία που έχει ο ελάχιστος μισθός «ως σταθερό σημείο αγκυροβόλησης, που θα υποστηρίξει τη ζήτηση και θα αμβλύνει τις εμπορικές πιέσεις»[62].

Περαιτέρω, περιορισμοί και περικοπές αποδοχών, στο βαθμό που επεκτείνονται και στις ατομικές συμβάσεις εργασίας των εργαζομένων με σχέση ιδιωτικού δικαίου σε φορείς του Δημοσίου, είναι αντίθετοι στην ελευθερία των συμβάσεων, όπως καθιερώνεται στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος[63]. Κατά τη νομολογία, «με την ελευθερία των συμβάσεων δεν συμβιβάζεται, καταρχήν, μεταγενέστερη επέμβαση του νομοθέτη, περιοριστική της ελευθερίας αυτής, εκτός από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η ελευθερία των συμβάσεων προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων ή ασκείται κατά παραβίαση του Συντάγματος ή ενέχει προσβολή των χρηστών ηθών, καθώς επίσης και κατά τις περιπτώσεις που ασκείται προς βλάβη της εθνικής οικονομίας[64]». Για τους ίδιους λόγους είναι αντισυνταγματικές και οι ρυθμίσεις του άρθρου 51 του ν. 3871/2010, που ορίζουν ότι οι διαιτητικές αποφάσεις που χορηγούν μισθολογικές αυξήσεις για τα έτη 2010 και το πρώτο εξάμηνο του 2011 είναι ανίσχυρες και ανεφάρμοστες, ενώ συγχρόνως απαγορεύουν, πλην εξαιρέσεων, και τη χορήγηση μισθολογικών αυξήσεων για το διάστημα έως το τέλος του 2012.

Οι εν λόγω περικοπές αποδοχών κατά πάσα πιθανότητα προσκρούουν και στο άρθρο 1 εδ. α΄του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που κατοχυρώνει το σεβασμό της περιουσίας του προσώπου, την οποία μπορεί να τη στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας[65]. Στην έννοια της περιουσίας περιλαμβάνονται όχι μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και τα δικαιώματα «περιουσιακής φύσεως» και τα κεκτημένα «οικονομικά συμφέροντα» και ειδικότερα απαιτήσεις, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία, με βάση το ισχύον, έως την προσφυγή στο δικαστήριο, δίκαιο, ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά[66]. Παρόμοιας φύσης είναι και τα ενοχικά δικαιώματα επί του μισθού, τα οποία απορρέουν από την εργασιακή σχέση, όπως και οι νόμιμες προσδοκίες απαιτήσεων, όπως είναι και αυτές που απορρέουν από ΣΣΕ[67]. Επομένως, κάθε άμεση ή έμμεση απόσβεση, κατάργηση ή προσβολή του μισθού – και μάλιστα όπως το ύψος αυτού διαμορφώνεται μέσα από τις ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις που το Σύνταγμα εγγυάται- συνεπάγεται ευθεία παραβίαση και του δικαιώματος στην περιουσία που κατοχυρώνει η ΕΣΔΑ και είναι, για το λόγο αυτό, ανίσχυρη[68].

4.2 Ενίσχυση των άτυπων και ευέλικτων μορφών εργασίας

Πέραν όμως των μισθολογικών περικοπών, διατάξεις των ν. 3863/2010 και 3899/2010 επιχειρούν να ενισχύσουν υπέρμετρα την ευελιξία των εργασιακών σχέσεων, αίροντας τις υφιστάμενες εγγυήσεις. Έτσι, διευκολύνεται η εφαρμογή της προσωρινής απασχόλησης και αυξάνεται η δοκιμαστική περίοδος απασχόλησης, ενώ οι διαδικασίες της εργατικής νομοθεσίας, που υφίσταντο για λόγους προστασίας του εργατικού μέρους, τώρα απλοποιούνται προς όφελος της εργοδοτικής πλευράς. Στο εξής, με μονομερή απόφαση του εργοδότη, ο μερικώς απασχολούμενος έχει υποχρέωση να παρέχει πρόσθετη εργασία πέρα από τη συμφωνηθείσα. Με όμοια απόφαση μπορεί να επιβάλλεται σύστημα εκ περιτροπής απασχόλησης σε όλη την επιχείρηση, ενώ ο νόμος ενθαρρύνει την «ανακύκλωση» των νέων εργαζομένων και την απόλυσή τους χωρίς αποζημίωση, προβλέποντας ότι η απασχόληση με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου λογίζεται ως απασχόληση δοκιμαστικής περιόδου για τους πρώτους δώδεκα  μήνες, οπότε και μπορεί να καταγγελθεί χωρίς προειδοποίηση και χωρίς αποζημίωση απόλυσης.

Πιο αναλυτικά, με διάταξη του ν. 3846/2010 (άρθρο 2 παρ. 3 εδ. δεύτερο) δόθηκε ο ορισμός της έννοιας της εκ περιτροπής εργασίας, που δεν υπήρχε στις προηγούμενες σε ισχύ διατάξεις, επιτρέποντας το συνδυασμό μηνών, εβδομάδων και ημερών απασχόλησης και μη απασχόλησης, συνδυασμός που υπό το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς δεν ήταν νόμιμος. Είναι προφανές ότι η νέα διάταξη είναι δυσμενέστερη για τους εργαζόμενους, διότι δίνει μεγαλύτερη ευελιξία κινήσεων στους εργοδότες, για να καθορίσουν το είδος της εκ περιτροπής εργασίας. Σε ό,τι αφορά την επιτρεπόμενη διάρκεια εφαρμογής της εκ περιτροπής εργασίας, διάταξη του ν. 3899/2010 (άρθρο 17 παρ. 3) αυξάνει το χρόνο που ο εργοδότης μπορεί να επιβάλει σύστημα εκ περιτροπής απασχόλησης στην επιχείρησή του από 6 μήνες το χρόνο, όπως είχε οριστεί με το άρθρο 2 παρ. 3 εδ. τέταρτο του ν. 3846/2010, σε 9 μήνες το χρόνο.

Περαιτέρω, με τις πρόσφατες νομοθετικές διατάξεις αυξήθηκε ο χρόνος απασχόλησης του εργαζόμενου από τον έμμεσο εργοδότη (ενοικίαση) από 8 μήνες, που είχε οριστεί με το άρθρο 22 παρ. 6 του ν. 2956/2001, σε 12 μήνες (άρθρο 3 ν. 3846/2010) και στη συνέχεια σε 36  μήνες (άρθρο 17 παρ. 4 ν. 3899/2010). Μόνο μετά το πέρας αυτών των 36 μηνών ενοικίασης μπορούν οι συμβάσεις εργασίας να μετατραπούν σε αόριστου χρόνου, ενώ με τις προηγούμενες ρυθμίσεις ο χρόνος αυτός ήταν πολύ μικρότερος (το πολύ 18 μήνες).

Ακόμη, με το ν. 3863/2010 (άρθρο 74 παρ. 1) αυξήθηκαν συνολικά τα όρια, πέρα από τα οποία οι απολύσεις θεωρούνται ομαδικές, και διαμορφώθηκαν ως εξής:

α) Μέχρι 6 εργαζόμενους για επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που απασχολούν 20 έως 150 εργαζόμενους, ενώ προηγουμένως (άρθρο 1 παρ. 2 περ. α΄ ν. 1387/1983, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 9 του ν. 2874/2000) ήταν 4 εργαζόμενοι για επιχειρήσεις που απασχολούσαν 20 έως 200 άτομα.

β) Ποσοστό 5% του προσωπικού και μέχρι 30 εργαζόμενους για επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που απασχολούν πάνω από 150 εργαζόμενους, ενώ με τον προηγούμενο νόμο (άρθρο 1 παρ. 2 περ. β΄ ν. 1387/1983) ήταν 2-3 % του προσωπικού και μέχρι 30 άτομα για επιχειρήσεις που απασχολούσαν πάνω από 50 εργαζόμενους.

Αν η ρύθμιση αυτή συνδυαστεί με τις ρυθμίσεις για την καταβολή της αποζημίωσης απόλυσης που ακολουθούν, καθίσταται σαφές ότι συνολικά το νέο νομοθετικό πλαίσιο  διευκολύνει τις απολύσεις  για τον εργοδότη.

Με το ν. 3899/2010 (άρθρο 17 παρ. 5 περ. α΄) αυξήθηκε η δοκιμαστική περίοδος, μέσα στην οποία μπορεί να απολυθεί ένας υπάλληλος χωρίς αποζημίωση, από 2 μήνες, που ήταν με το προηγούμενο καθεστώς, σε 12 μήνες. Επιπλέον, με τις νέες ρυθμίσεις (άρθρο 74 παρ.2 ν. 3863/2010, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 17 παρ. 5 περ. β΄ ν. 3899/2010) μειώθηκε ο χρόνος προειδοποίησης για καταβολή του ½ της προβλεπόμενης από το ν. 2112/1920 αποζημίωσης για την περίπτωση της απροειδοποίητης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας.

Σε ό,τι αφορά τον τρόπο καταβολής της αποζημίωσης απόλυσης, συγκριτικά με τον προηγούμενο νόμο (άρθρο 2 ν. 3198/1955), η νέα διάταξη (άρθρο 74 παρ. 3 του ν. 3863/2010) σαφώς διευκολύνει τις απολύσεις, καθώς προβλέπει ότι οι εργοδότες μπορούν να καταβάλουν την αποζημίωση απόλυσης σε δόσεις, όταν υπερβαίνει τις αποδοχές δύο μηνών (ενώ η προηγούμενη ρύθμιση προέβλεπε την καταβολή σε δόσεις, όταν η αποζημίωση ξεπερνούσε τις αποδοχές έξι μηνών), με μικρότερο ποσό καταβολής κατά την ημέρα της απόλυσης (αποδοχές δύο μηνών αντί έξι, που ήταν με το προηγούμενο καθεστώς), με περισσότερες δόσεις (διμηνιαίες αντί τριμηνιαίες),  μικρότερου ποσού (αποδοχές δύο μηνών αντί τριών).

Επιπλέον, με διάταξη του ν. 3863/2010 (άρθρο 74 παρ. 10) μειώνεται η αμοιβή της υπερεργασίας (προσαύξηση 20% αντί για 25%), η αμοιβή της νόμιμης υπερωρίας (προσαύξηση 40% και 60% αντί για 50% και 75% αντίστοιχα) και η αμοιβή της κατ’ εξαίρεση υπερωρίας (προσαύξηση 80% αντί για 100%).

Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δοθεί στις ρυθμίσεις για τους νέους εργαζόμενους. Καταρχάς, όπως ήδη είδαμε, τα νέα μνημόνια προβλέπουν ότι για τους νέους ηλικίας κάτω των 25 ετών, οι μισθοί που ορίζονται από την ΕΓΣΣΕ θα μειωθούν κατά 32% χωρίς περιοριστικούς όρους. Η νέα αυτή ρύθμιση καταργεί τη ρύθμιση που είχε εισαχθεί με διάταξη του ν. 3863/2010 (άρθρο 74 παρ. 8)[69] και η οποία προέβλεπε ότι εργοδότες που προσλαμβάνουν νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας ηλικίας κάτω των 25 ετών μπορούν να τους αμείβουν με το 84% του κατώτατου βασικού μισθού ή ημερομισθίου της ΕΓΣΣΕ. Επίσης, η κρίσιμη διάταξη των νέων μνημονίων φαίνεται να τροποποιεί σιωπηρά ως προς το ύψος των αποδοχών, και τη διάταξη του ν. 3845/2010 (άρθρο 2 παρ. 6), σύμφωνα με την οποία άνεργοι εγγεγραμμένοι στον ΟΑΕΔ ηλικίας μέχρι 24 ετών μπορούν να εργαστούν σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, συνάπτοντας σύμβαση απόκτησης εργασιακής εμπειρίας διάρκειας μέχρι 12 μηνών, κατά τη διάρκεια της οποίας οι ακαθάριστες αποδοχές τους αντιστοιχούν στο 80 % του κατώτατου βασικού μισθού ή ημερομισθίου[70]. Παράλληλα, η ίδια «μνημονιακή» πρόβλεψη τροποποιεί, μόνο όμως ως προς το ύψος των αποδοχών και πάλι, και τη διάταξη της παρ. 9 του άρθρου 74 του ν. 3863/2010[71], η οποία προβλέπει ότι μεταξύ εργοδοτών και ατόμων που έχουν συμπληρώσει το 15ο έτος έως και το 18ο έτος της ηλικίας τους, μπορούν να καταρτίζονται ειδικές συμβάσεις μαθητείας, μέχρις ενός έτους, όπου οι μαθητευόμενοι θα λαμβάνουν το 70% του κατώτατου ημερομισθίου ή μισθού.

Στις δυσμενείς ρυθμίσεις για τους νέους εργαζόμενους αξίζει να σταθούμε λίγο περισσότερο. Οι εν λόγω νομοθετικές προβλέψεις είναι, καταρχάς, ευθέως αντίθετες στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου 22 παρ. 1 του Συντάγματος, που παρέχει στον εργαζόμενο δικαίωμα να αξιώσει ίση αμοιβή για ίση εργασία[72], εφόσον οι συγκεκριμένοι νέοι εργαζόμενοι θα πληρώνονται λιγότερο για ίδια εργασία. Εξάλλου η διαφορετική μισθολογική μεταχείριση εργαζομένων στη βάση της ηλικίας τους δεν μπορεί να είναι συνταγματικά επιτρεπτή, καθώς το κριτήριο της διαφοροποίησης δεν είναι συναφές με την προβλεπόμενη συνέπεια (τη χαμηλότερη αμοιβή), όπως συμβαίνει για παράδειγμα όταν η διαφοροποίηση αφορά στα προσόντα π.χ. τίτλοι σπουδών[73], την αρχαιότητα ή τις συνθήκες εργασίας[74].

Με τις νομοθετικές ρυθμίσεις για τους νέους όμως επέρχεται εκ νέου ανεπίτρεπτη νομοθετική επέμβαση στη συλλογική αυτονομία, αφού εξαιρούνται οι νέοι εργαζόμενοι από την εφαρμογή του κατώτατου επιπέδου μισθών και αναιρείται στην ουσία ο ρόλος της Εθνικής Γενικής ΣΣΕ. Οι νέες ρυθμίσεις εμφανώς παραβιάζουν, εκτός της διάταξης της παραγράφου 1 του άρθρου 22 του Συντάγματος, και τη διάταξη της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου.

Είναι, όμως, και κραυγαλέα αντίθετες στις ρυθμίσεις των Οδηγιών 2000/43/ΕΚ του Συμβουλίου της 29ης Ιουνίου 2000 και 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2000, που απαγορεύουν κάθε δυσμενή διάκριση λόγω ηλικίας στον τομέα της απασχόλησης και οι οποίες ενσωματώθηκαν στην εθνική έννομη τάξη με το ν. 3304/2005 «Εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανεξαρτήτως φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού». Και αυτό γιατί καταρχάς οι εν λόγω νομοθετικές ρυθμίσεις θέτουν ένα όριο για όλους τους εφήβους και νέους ηλικίας έως 25 ετών, στη βάση του οποίου τους τοποθετούν σε χαμηλότερο επίπεδο μισθών σε σχέση με τους υπόλοιπους εργαζόμενους.

Παράλληλα, οι ρυθμίσεις αυτές δεν λαμβάνουν υπόψη τυχόν διαφοροποιήσεις που υφίστανται εντός αυτής της ηλικιακής κατηγορίας (διαφοροποιήσεις στην εκπαίδευση, στις σπουδές, στην οικογενειακή κατάσταση) χρησιμοποιώντας ως μόνη βάση το στοιχείο της πρώτης ένταξης στην αγορά εργασίας. Διαφοροποιώντας, λοιπόν, τους νέους εργαζόμενους από όλους τους υπόλοιπους, στο επίπεδο των μισθών, μόνο και μόνο εξαιτίας της ηλικίας τους και συγχρόνως αδιαφορώντας για τις ποικίλες ανόμοιες καταστάσεις στις οποίες μπορεί να βρίσκονται τα άτομα αυτής της συγκεκριμένης ηλικιακής κλίμακας, χωρίς να τους εγγυώνται καν τον ελάχιστο μισθό που προβλέπεται για τους ανειδίκευτους εργαζόμενους, οι παραπάνω διατάξεις εμπεριέχουν καθαρή δυσμενή διάκριση στη βάση της ηλικίας.

Περαιτέρω οι νομοθετικές ρυθμίσεις για τους νέους συγκρούονται ευθέως και με διατάξεις του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη (ΕΚΧ)[75]. Καταρχάς οι πρόσφατες ρυθμίσεις βρίσκονται σε αντίθεση με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 του ΕΚΧ για το δικαίωμα σε δίκαιη αμοιβή, που έχει ερμηνευθεί από την Επιτροπή ως δικαίωμα που αποκλείει κάθε μορφή διάκρισης στην εργασία[76]. Επίσης είναι αντίθετες και με το άρθρο 1 του ΕΚΧ για την προστασία του δικαιώματος της εργασίας, το οποίο στην παράγραφο 1 προβλέπει πως τα μέρη δεσμεύονται ότι αποδέχονται ως πρωταρχικό στόχο την επίτευξη και διατήρηση ενός υψηλού και σταθερού επιπέδου εργασίας, προσβλέποντας στην πλήρη απασχόληση. Έτσι, τόσο η διάταξη του άρθρου 74 παρ. 9 του ν. 3863/2010 όσο και αυτή του άρθρου 2 παρ. 6 του ν. 3845/2010 φαίνεται να προσκρούουν στην παραπάνω πρόβλεψη του Χάρτη, διότι, ενώ κάνουν λόγο για συμβάσεις μαθητείας και απόκτησης εργασιακής εμπειρίας αντίστοιχα, στην ουσία υποκρύπτουν επισφαλείς συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας μέγιστης διάρκειας ενός έτους.

Πέρα όμως από το ζήτημα των αποδοχών, έντονα προβληματικές είναι οι διατάξεις του άρθρου 74 παρ. 9 του ν. 3863/2010, οι οποίες εξαιρούν από την εφαρμογή του Εργατικού Δικαίου τους νέους 15-18 ετών, που συνάπτουν συμβάσεις μαθητείας, καθώς και οι διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 6 του ν. 3845/2010, που κάνουν λόγο για συμβάσεις απόκτησης εργασιακής εμπειρίας. Οι εν λόγω νομοθετικές διατάξεις, πέρα από το να ορίζουν συγκεκριμένο διάστημα διάρκειας των συμβάσεων, δεν περιέχουν καμία πρόβλεψη σχετικά με την υποτιθέμενη μαθητεία ή την απόκτηση της εμπειρίας, προμηνύοντας φαινόμενα διαιώνισης των υποκρυπτόμενων γνήσιων συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας και εκμετάλλευσης των νέων και των ανέργων. Εξάλλου, από τη διατύπωση και μόνο των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι ένας εργοδότης μπορεί κάθε χρόνο να απολύει και να προσλαμβάνει άλλους νέους εργαζόμενους, συνάπτοντας τις, κατ’ όνομα μόνο, συμβάσεις μαθητείας ή απόκτησης εργασιακής εμπειρίας, ενώ επίσης δεν αποκλείεται από το νόμο να μπορεί να συναφθεί μια σύμβαση από τον ίδιο νέο περισσότερες από μία φορές με τον ίδιο ή με άλλον εργοδότη.

Αυτό όμως που θα πρέπει να υπογραμμισθεί στο σημείο αυτό είναι ότι ο νομικός χαρακτηρισμός μιας σχέσης ως εξαρτημένης εργασίας ή όχι δεν ανήκει στην αρμοδιότητα του νομοθέτη αλλά του δικαστή. Ο νομοθέτης, βέβαια, προβαίνει εν προκειμένω σε υποχρεωτικό νομικό χαρακτηρισμό, ακριβώς για να ρυθμίσει με συγκεκριμένο τρόπο τις έννομες συνέπειες της συμβατικής σχέσης, δηλαδή τον αποκλεισμό από το προστατευτικό πεδίο του Εργατικού Δικαίου. Η ενέργεια, όμως, αυτή δεν μπορεί παρά να συνιστά ανεπίτρεπτη επέμβαση στο έργο της δικαστικής λειτουργίας και ως τέτοια προσκρούει στην αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, όπως αυτή αποτυπώνεται στο άρθρο 26 του Συντάγματος. Τούτου δοθέντος, ο δικαστής οφείλει να μη δεσμευτεί από το νομικό χαρακτηρισμό, στον οποίο προέβη ο νομοθέτης, και να εκτιμήσει ο ίδιος τα χαρακτηριστικά της σχέσης του νέου εργαζόμενου με τον εργοδότη που τον απασχολεί. Σε περίπτωση δε που διαπιστώσει ότι τα χαρακτηριστικά αυτά αντιστοιχούν σε μια γνήσια σχέση εξαρτημένης εργασίας, οφείλει να αγνοήσει τον αυθαίρετο χαρακτηρισμό του νόμου και να εφαρμόσει τους κανόνες του Εργατικού Δικαίου[77]

Η διάταξη για τους νέους ηλικίας 15-18 ετών (άρθρο 74 παρ. 9 του ν. 3863/2010) εμφανίζει και πρόβλημα συμβατότητας με τις διατάξεις του ΕΚΧ. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων του ΕΚΧ έχει υπογραμμίσει ότι κατά τον έλεγχο σεβασμού της διάταξης του άρθρου 1 παρ. 1 του Χάρτη (για την προστασία του δικαιώματος στην εργασία) λαμβάνεται υπόψη, πέραν των άλλων ενδείξεων, η προσοχή που η εργασιακή δομή επιδεικνύει στις ευαίσθητες ομάδες του πληθυσμού, όπως είναι οι νέοι[78]. Εξάλλου, αποκλείοντας η νομοθετική διάταξη αυτή την ομάδα των νέων από την εφαρμογή της κείμενης εργατικής νομοθεσίας, τους αποκλείει εξίσου και από κάθε δικαίωμα σε άδεια με αποδοχές. Έτσι όμως  έρχεται ευθέως σε αντίθεση με το άρθρο 7 παρ. 7 του Χάρτη, που προβλέπει ότι οι εργαζόμενοι ηλικίας κάτω των 18 ετών δικαιούνται κατ’ ελάχιστο 4 εβδομάδες το χρόνο άδεια με αποδοχές. Τέλος, η εν λόγω νομοθετική διάταξη δεν προβλέπει καμία υποχρέωση από την πλευρά του εργοδότη σχετικά με την απόκτηση των λεγόμενων «δεξιοτήτων» του νέου μαθητευόμενου, παρά την αντίθετη πρόβλεψη του άρθρου 10 παρ. 2 του ΕΚΧ. Η τελευταία αυτή διάταξη του Χάρτη εγκαθιδρύει ένα σύστημα για τη μαθητεία και την εκπαίδευση των νέων, το οποίο τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν δεσμευτεί να εφαρμόζουν. Η πρόβλεψη όμως ενός τέτοιου συστήματος λείπει παντελώς από τη νομοθετική διάταξη για «τις ετήσιες συμβάσεις μαθητείας»[79].

4.3 Η εργασιακή εφεδρεία

Η εργασιακή εφεδρεία, ως απόλυση με αναστολή, ή, κατά την γλαφυρότερη διατύπωση του Α. Καζάκου, «απόλυση με φερετζέ»[80], προβλέφθηκε αρχικά στον εφαρμοστικό νόμο του «μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2012-2015» (ν. 3986/2011), αποκλειστικά όμως για το προσωπικό των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, το οποίο θα κρινόταν ότι πλεονάζει, σύμφωνα με κριτήρια και διαδικασία που θα όριζε Προεδρικό Διάταγμα, το οποίο ουδέποτε εκδόθηκε. Παρόλα αυτά, το Σεπτέμβριο του 2011, με εγκύκλιο της Ειδικής Γραμματείας ΔΕΚΟ του Υπουργείου Οικονομικών[81], ζητήθηκε από όλες τις δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμούς να προγράψουν το 10% του προσωπικού τους και να το εντάξουν στην εφεδρεία, χωρίς την ύπαρξη του προαναφερθέντος Προεδρικού Διατάγματος και, φυσικά, χωρίς καμιά προεργασία για τον προσδιορισμό των λειτουργικών αναγκών των υπηρεσιών τους και των αντίστοιχων κενών ή πλεονασματικών θέσεων.

Οι προσπάθειες αυτές, καθώς ήταν απολύτως έωλες νομικά, δεν κατέληξαν πουθενά. Στη συνέχεια όμως με το άρθρο 34 του ν. 4024/2011 τροποποιήθηκε η αρχική ρύθμιση σε ό,τι αφορά τον ευρύτερο δημόσιο τομέα και επεκτάθηκε με το άρθρο 33 για πρώτη φορά στο στενό δημόσιο. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, η ένταξη στην εργασιακή εφεδρεία συνεπάγεται κατ’ αρχάς ότι ο εργαζόμενος παύει να ασκεί τα καθήκοντά του και παύει να εξελίσσεται μισθολογικά και βαθμολογικά. Περαιτέρω, κατά τη διάρκεια της εργασιακής εφεδρείας τού καταβάλλονται αποδοχές ίσες με το 60% του βασικού μισθού που ελάμβανε κατά τον χρόνο εισόδου του στο καθεστώς της εφεδρείας, χωρίς καμία πρόσθετη αμοιβή, αποδοχές ή επίδομα – ούτε καν το οικογενειακό.

Παρά την αντίθετη επιχειρηματολογία της αιτιολογικής έκθεσης του νόμου, κατά την οποία θα προέκυπτε δημοσιονομικό όφελος από την εφαρμογή του θεσμού, ακόμη και αρμόδια κυβερνητικά στελέχη με δημόσιες δηλώσεις τους παραδέχονταν ότι ο νόμος ψηφίστηκε, για να ικανοποιηθούν οι πιέσεις της τρόικας για λήψη συμβολικών μέτρων[82] και όχι για τη βελτίωση των δημοσίων οικονομικών. Άλλωστε, αντίθετα με όσα διαδίδονται συστηματικά, το ελληνικό δημόσιο δεν πάσχει από υπερτροφία, εφόσον τόσο από πλευράς υπαλλήλων όσο και από πλευράς μισθολογικής δαπάνης βρίσκεται περίπου στο μέσο όρο της ΕΕ[83]. Πάσχει, αντιθέτως, λόγω των πελατειακών πολιτικών, από κακή κατανομή των ανθρώπινων πόρων.

Συνεπώς, εξαρχής το μέτρο της εφεδρείας ήταν απρόσφορο για την επίτευξη του σκοπού που θεωρητικά επεδίωκε και -σε κάθε περίπτωση- αντίθετο με την εν στενή εννοία αρχή της αναλογικότητας, ενόψει του μεγέθους της προσβολής των συμφερόντων όσων υπάγονται σε αυτήν και οι οποίοι εξαναγκάζονται να επιβιώσουν με λιγότερο από το ένα τρίτο του μισθού τους. Πρόδηλη είναι η αντίθεση του μέτρου και με τη συνταγματική αρχή της αξιοκρατίας[84], εφόσον  προσδιορίστηκαν απευθείας από το νόμο όσοι θα ετίθεντο στην εφεδρεία με μοναδικό κριτήριο την ηλικία και το συνολικό χρόνο υπηρεσίας, χωρίς να δοθεί η δυνατότητα να συγκριθούν με άλλους υπαλλήλους, με αξιολόγηση των ουσιαστικών τους προσόντων. Η υπηρεσιακή μεταχείριση όμως με βάση όλως τυπικά ή συμπτωματικά ή άσχετα μεταξύ τους κριτήρια έχει επανειλημμένως κριθεί αντίθετη τόσο με την αρχή της αξιοκρατίας όσο και με την αρχή της ισότητας[85].

Ευθέως αντίθετη είναι η εφεδρεία και με την Κοινοτική Οδηγία 2000/78/ΕΚ, στο βαθμό που εισάγει διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας, χωρίς να δικαιολογείται στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου αντικειμενικά και λογικά από έναν θεμιτό στόχο στον τομέα της απασχόλησης, της αγοράς εργασίας και της επαγγελματικής κατάρτισης (άρθρο 6 παρ. 1 εδ. β΄ και παρ. 2 της Οδηγίας 2000/78/Ε.Κ., πρβλ. άρθρο 11 παρ. 1 εδ. β΄ και παρ. 2 ν. 3304/2005)[86].

Συνεπώς, το εν λόγω μέτρο είναι αντίθετο τόσο στο Σύνταγμα όσο και στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο, χωρίς να εξυπηρετεί, ουσιαστικά, κανένα σκοπό δημοσίου συμφέροντος. Εντάσσεται στη λογική της υπόδειξης του δημόσιου τομέα ως ενόχου για τα κακά οικονομικά της χώρας, στο πλαίσιο της γενικότερης νεοφιλελεύθερης επίθεσης που επιχειρεί να στηρίξει ιδεολογικά τις «μνημονιακές» πολιτικές.

5. Η προσπάθεια επιβολής διαρκούς κατάστασης ανάγκης

Συνολικά, αυτό που αναδεικνύεται από την ανάλυση που προηγήθηκε είναι  ότι τα νέα νομοθετικά μέτρα που εφαρμόζονται στο πεδίο του Εργατικού Δικαίου συγκρούονται με μια σειρά κανόνων, που εγχαράσσονται σε ένα πολυεπίπεδο σύστημα εθνικών, ενωσιακών και διεθνών πηγών δικαιωμάτων. Η δικαιολογητική βάση υιοθέτησης των μέτρων αυτών, όπως προβάλλεται από τους απολογητές τους,  δεν είναι η άρνηση του επαχθούς χαρακτήρα τους, αλλά η αναγκαιότητά τους εν όψει της σωτηρίας της εθνικής οικονομίας, ως ζητήματος υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος. Η θέση αυτή υπόρρητα αποδέχεται την αντισυνταγματικότητα των υπό κρίση ρυθμίσεων «υπό ομαλές συνθήκες», επικαλείται όμως, για να δικαιολογήσει την επιβολή τους, μια ιδιόρρυθμη κατάσταση ανάγκης, ή, όπως έχει εύστοχα γραφεί[87], μια κατάσταση εξαίρεσης, με την έννοια που δίνει στον όρο ο Agamben[88].

 Από πλευράς νομικής θεωρίας, όμως, η επίκληση υπέρτερων λόγων δημοσίου συμφέροντος, προκειμένου να δικαιολογηθεί η παραβίαση συνταγματικών διατάξεων, δεν είναι απροϋπόθετα ισχυρή. Πρώτα απ’ όλα για τον αυτονόητο λόγο ότι το δημόσιο συμφέρον, όπως μάλιστα εξειδικεύεται από την εκάστοτε πολιτική ηγεσία, δεν μπορεί να γίνεται αντιληπτό ως γενική επιφύλαξη αναστολής όλων των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Σε μία παρόμοια περίπτωση, οι αποτυπωμένες στο Σύνταγμα αξίες θα υποβαθμίζονταν σε μέσα για την άσκηση συγκεκριμένων πολιτικών, αντί για σκοπούς αφ’ εαυτούς[89].

Με άλλα λόγια, τα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα αντιστοιχούν σε αυτοτελείς αξίες, επί των οποίων δομείται η έννομη τάξη και οι οποίες πρέπει να διαφυλάσσονται ανεξάρτητα από τις ακολουθούμενες πολιτικές. Εκεί όπου ο συντακτικός νομοθέτης έκρινε ότι έπρεπε να θέσει το γενικό συμφέρον ως επιφύλαξη στην άσκηση ενός δικαιώματος, το έκανε ρητά (βλ. άρθρο 17 παρ. 1 για το δικαίωμα ιδιοκτησίας) και η επέκταση στα άλλα δικαιώματα δεν θα πρέπει να θεωρείται εν γένει επιτρεπτή[90].  Κατά συνέπεια, η επίκληση της σωτηρίας της εθνικής οικονομίας, ιδίως όταν αυτή εμφανίζεται να συγκρούεται με το γενικότερο κοινωνικό συμφέρον, δεν μπορεί a priori να δικαιολογήσει την παραβίαση θεμελιωδών συνταγματικών διατάξεων.

Εξάλλου δεν αρκεί η επίκληση του δημοσίου συμφέροντος, προκειμένου να θεμελιωθεί το αναγκαίο και το κατάλληλο των μέτρων που επιβάλλονται. Γι’ αυτή τη θεμελίωση απαιτείται να παρατεθούν συγκεκριμένα στοιχεία, που να δείχνουν ότι δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική λύση, δηλαδή εν προκειμένω ότι δεν υπάρχει άλλη δυνατότητα αντιμετώπισης του προβλήματος του δημοσίου χρέους. Οι αιτιολογικές εκθέσεις αντιθέτως των ν. 4046/2012 και 3845/2010 δεν κάνουν καμία αναφορά στην αναγκαιότητα των μέτρων, πέραν του ότι αυτά είναι τα απαιτούμενα από τον διεθνή παράγοντα. Κατά την κοινή πείρα, άλλωστε, των δύο ετών, εφαρμογής των μνημονιακών πολιτικών σαφώς προκύπτει όχι απλώς ο ατελέσφορος χαρακτήρας του για την έξοδο από την κρίση, αλλά και η διαλυτική επίδρασή τους στην ελληνική οικονομία και την κοινωνία.

Αλλά ακόμη κι αν η επίκληση του δημοσίου συμφέροντος θεωρείτο εν προκειμένω συνταγματικά ανεκτή, και πάλι τα νομοθετικά μέτρα θα έπρεπε να θεωρηθούν εξαιρετικά, συνεπώς η επιβολή τους θα έπρεπε να συνοδεύεται από περαιτέρω προϋποθέσεις, όπως ο περιορισμένος χρόνος εφαρμογής τους και η πρόβλεψη αντίστοιχων εγγυήσεων για τους κυρίως πληττόμενους από αυτά.

Στην κατεύθυνση αυτή η Επιτροπή Συνδικαλιστικής Ελευθερίας της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας έχει υπογραμμίσει ότι, εάν μια κυβέρνηση, ως μέρος της πολιτικής σταθεροποίησης της οικονομίας που εφαρμόζει, θεωρεί ότι τα επίπεδα των μισθών δεν μπορούν να καθορίζονται ελεύθερα μέσω συλλογικών διαπραγματεύσεων, ένας τέτοιος περιορισμός θα πρέπει να επιβάλλεται μόνο ως εξαιρετικό μέτρο και μόνο στην έκταση που είναι αναγκαίος, χωρίς να υπερβαίνει μια εύλογη περίοδο, ενώ θα πρέπει να συνοδεύεται από επαρκείς εγγυήσεις για την προστασία του επιπέδου διαβίωσης των εργαζομένων[91].

Είναι προφανές ότι η δήλωση αυτή τονίζει την ανάγκη σεβασμού της αρχής της αναλογικότητας σε περιπτώσεις κρατικών περιορισμών που επιβάλλονται στις συλλογικές συμβάσεις, συνεπώς και στις διαιτητικές αποφάσεις, στο όνομα του δημοσίου συμφέροντος. Σε αντίθεση, όμως, με τις θέσεις της Επιτροπής, οι περιορισμοί που επιβάλλονται από τους πρόσφατους ελληνικούς νόμους και που θέτουν στο περιθώριο τόσο τις συλλογικές συμβάσεις όσο και τις διαιτητικές αποφάσεις δεν έχουν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους χρονικό περιορισμό, δεν τίθενται ως εξαιρετικά μέτρα και δεν συνοδεύονται από επαρκείς εγγυήσεις, προκειμένου να προστατεύσουν το επίπεδο διαβίωσης των εργαζομένων που πλήττονται.

6. Συμπερασματικά: Το κοινωνικό κράτος απέναντι στο φονταμενταλισμό της αγοράς

Οι νομοθετικές ρυθμίσεις εφαρμογής του μνημονίου, πέραν των επιμέρους συνταγματικών παραβιάσεων, πλήττουν τελικά τον πυρήνα της θεμελιώδους αρχής του κοινωνικού κράτους, ως κύριου προσδιοριστικού στοιχείου της συνταγματικής ταυτότητας του ελληνικού κράτους. Διότι, εκτός των άλλων, η αμυντική λειτουργία της αρχής του κοινωνικού κράτους απαιτεί την εγγύηση ενός ελάχιστου επιπέδου κοινωνικής προστασίας, που ο νομοθέτης δεν μπορεί να παραβιάσει[92]. Οι «μνημονιακές» πολιτικές, αντιθέτως, σκοπίμως επιδιώκουν, στο πλαίσιο του στόχου της εσωτερικής υποτίμησης, τη γενική υποβάθμιση του εθνικού κοινωνικού κεκτημένου, όπως αυτό αποτυπώνεται στη θεμελιώδη αρχή του κοινωνικού κράτους, χωρίς μάλιστα να συνοδεύονται από οποιεσδήποτε εγγυήσεις για τους κυρίως πληττόμενους, τους φτωχότερους εργαζομένους.

Την ίδια στιγμή, θεμέλιο των εν λόγω πολιτικών φαίνεται να αποτελούν ιδεοληπτικές προαντιλήψεις[93], που δεν αντιστοιχούν στην πραγματικότητα και οδηγούν στη λήψη μέτρων συγκρουόμενων με τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί  το γεγονός ότι, ενώ τα τελευταία πενήντα χρόνια υπάρχει μείωση του πραγματικού κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στην Ελλάδα[94] και κατά συνέπεια το επιχείρημα ότι η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας μειώθηκε λόγω της αύξησης των μισθών είναι απολύτως ανακριβές[95], οι κυρίαρχες πολιτικές εμμένουν στη διαρκή περικοπή των μισθών και γενικά των εργασιακών δικαιωμάτων, «με τους υποστηρικτές τους να επιμένουν ότι τα κοινωνικά κράτη ανήκουν νομοτελειακά στο παρελθόν» και πως «είναι υποχρεωμένα να ακολουθήσουν την οδό της νεοφιλελεύθερης απορρύθμισης»[96], προκειμένου να επιβιώσουν. Έτσι, οι νεοφιλελεύθερες «μεταρρυθμίσεις», μεταμφιεσμένες σε αναγκαίες θεσμικές αναδιαρθρώσεις, δεν παρουσιάζονται με το πραγματικό τους πρόσωπο, ως πολιτικές δηλαδή επιλογές, που ευνοούν τα συμφέροντα της εργοδοτικής πλευράς, αλλά ως μη αμφισβητήσιμες σταθερές, που επιβάλλονται από τα  «αντικειμενικά δεδομένα». Ακριβώς, δηλαδή, επειδή ως πολιτικό πρόγραμμα δεν θα ήταν δυνατό να επικρατήσουν κοινωνικά και εκλογικά, επιχειρείται να εμφανιστούν ως η αναπόφευκτη εφαρμογή της οικονομικής ορθολογικότητας[97].  Την ίδια σκοπιμότητα  υπηρετεί και ο λόγος περί μονόδρομου του μνημονίου. Οι «αναγκαίες» αυτές «αλλαγές», υποτίθεται ότι εκπορεύονται από την υποχρέωση προσαρμογής σε «αντικειμενικά» standards[98], σε δεδομένα τα οποία διαφεύγουν τον έλεγχο του δημοκρατικού διαλόγου, αντικειμενικοποιώντας απλώς τις νεοφιλελεύθερες συνταγές της «συναίνεσης της Ουάσιγκτον».

Ακόμη και οι θεμελιώδεις συνταγματικές διατάξεις πρέπει να προσαρμοστούν στη νέα αυτή νεοφιλελεύθερη ορθολογικότητα, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την εκ των άνω επιβαλλόμενη συμπερίληψη στα συνταγματικά κείμενα της επιταγής για μηδενικά ελλείμματα. Περνάμε έτσι σε ένα φαινόμενο «νεοσυνταγματισμού» που ουσιαστικά συνιστά άρνηση του συνταγματισμού: κανόνες αυξημένης τυπικής ισχύος αποτυπώνουν και με αυτό τον τρόπο παγιώνουν μια μόνο οικονομική πολιτική αποστερώντας τον κυρίαρχο λαό από την  δυνατότητα να επιλέξει οποιαδήποτε άλλη. Από την άποψη αυτή, η συνταγματοποίηση του νεοφιλελευθερισμού, μέσω της καθιέρωσης συνταγματικών ορίων επί των ελλειμμάτων, δεν παραβιάζει μόνο την αρχή του Κοινωνικού Κράτους, αλλά και τη Δημοκρατική Αρχή. Είναι προφανές ότι στο πλαίσιο αυτής της νεοφιλελεύθερης “ορθολογικότητας” η αρχή του κοινωνικού κράτους δε χωρά, διότι η ίδια η αναδιανεμητική του λειτουργία δεν μπορεί γίνεται ανεκτή από το νέο Λόγο.

Ανασηκώνοντας όμως αυτόν τον απατηλό μανδύα ορθολογικότητας από τις προωθούμενες πολιτικές, το μόνο που απομένει είναι η αυταρχική επιβολή μιας επιλογής, που αποσκοπεί στο να βεβαιώσει τη δικαιοπολιτική εγκαθίδρυση της λογικής της  ανεξέλεγκτης από την δημοκρατία αγοράς και της κυριαρχίας του πιο άγριου ανταγωνισμού. Για το λόγο αυτό, η υπεράσπιση της συνταγματικής τάξης προϋποθέτει την κατανόηση ότι οι συγκεκριμένες ρυθμίσεις, που επιδιώκουν να παρουσιάζονται ως μονόδρομος, απορρέουν από πολύ συγκεκριμένες ιδεολογικές κατευθύνσεις και δεν συνιστούν εκδήλωση μιας υποτιθέμενης κανονιστικής δύναμης του πραγματικού. Αντιθέτως, αποτελούν το πολιτικό πρόγραμμα συγκεκριμένων πολιτικών και κοινωνικών συμφερόντων, αντίθετων με αυτά της χώρας και του λαού.


[1] Έτσι και ο Γ. Κουζής, ο οποίος υποστηρίζει ότι μπορεί μεν η πρόσφατη απορρύθμιση του Εργατικού Δικαίου να μην συνιστά καινοτομία στον ευρωπαϊκό χώρο, ωστόσο «καινοτομία αποτελεί το γεγονός ότι τέτοιας ποσότητας και περιεχομένου μέτρα λαμβάνονται σε διάρκεια μόλις λήγων μηνών, προκαλώντας με τη βιαιότητα, την κοινωνική αναλγησία και το μένος που εκδηλώνουν απέναντι στο σύνολο της μισθωτής εργασίας.», βλ. Γ. Κουζή, Η εργασία στη δίνη της οικονομικής κρίσης και του μνημονίου, Ουτοπία, 97, 2011, σ.7 επ., 10.

[2] Βλ. Χ. Λάσκου-Ε. Τσακαλώτου, Χωρίς επιστροφή, 2011, σ. 24, όπου οι συγγραφείς σχηματικά μιλούν για έναν συμβιβασμό «κατά τον οποίο το κεφάλαιο συναίνεσε στην πλήρη απασχόληση και το κράτος πρόνοιας, και ο κόσμος της εργασίας αποδέχτηκε την ιδιωτική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και δεν ασκούσε πιέσεις για μεγαλύτερη κοινωνικοποίηση των επενδύσεων». Βέβαια το σχήμα αναγνωρίζεται από τους ίδιους τους συγγραφείς ως «απλουστευτικό, αφού σημαντικά τμήματα των δύο πλευρών αντιστάθηκαν στους όρους της συναίνεσης».

[3] Κ. Τσουκαλάς, Είδωλα Πολιτισμού, 1998, σ. 320.

[4] Για όλα αυτά βλ. αναλυτικά Κ. Τσουκαλά, ό.π., σ. 313 – 376.

[5] Για την επιβολή του νεοφιλελευθερισμού μέσα από ισχυρή κρατική παρέμβαση βλ. το έργο των P. Dardot & C. Laval, La nouvelle raison du monde. Essai sur la société néolibérale, 2010, ιδίως σ. 6-13 και 242-245, βλ. επίσης Χ. Λάσκου-Ε. Τσακαλώτου, ό.π., σ. 70-71.

[6] Βλ. P. Dardot & C. Laval, ό.π., σ. 299-313.

[7] Γ. Κατρούγκαλος, Το ‘παρασύνταγμα’ του μνημονίου και ο άλλος δρόμος, ΝοΒ 59, 2011, σ. 231 επ., 231.

[8] Με τον όρο «εσωτερική» υποτίμηση εννοείται κυρίως η υποτίμηση των μισθών, αλλά και των λοιπόν εγγυήσεων του κοινωνικού κράτους στην εργασία, σε αντίθεση με την κλασσική έννοια της υποτίμησης που έχει ως αντικείμενο το εθνικό νόμισμα.

[9] Η παραδοχή αυτή δεν αποδεικνύεται, τουλάχιστον στην περίπτωση της Ελλάδας, ορθή, διότι ναι μεν η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας είναι χαμηλή, ωστόσο το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος βαίνει μειούμενο τα τελευταία 50 χρόνια. Επομένως, η ευθεία αιτιακή σχέση, που η κυρίαρχη οικονομική ανάλυση βλέπει ανάμεσα στο κόστος εργασίας και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, μια σχέση που τη θεωρεί μάλιστα κύρια αιτία της «ελληνικής» κρίσης, διαψεύδεται από τις στατιστικές μετρήσεις όπως αυτές αποτυπώνονται στις ευρωπαϊκές πηγές, βλ. ενδεικτικά I. Zisimopoulos, G. Economakis  & P. Polychroniou, Greek Industrial Relations and the economic crisis, paper που παρουσιάστηκε σε συνέδριο με θέμα τις εργασιακές σχέσεις στην Ευρώπη, Industrial Relations in Europe Conference 2011, Βαρκελώνη, 1-2 Σεπτεμβρίου 2011, σ. 8-9 και τις εκεί αναφερόμενες πηγές. Για την πολιτική επιλογή της «εσωτερικής υποτίμησης» ο Γ. Μηλιός επισημαίνει χαρακτηριστικά: «Συμπεριφέρονται σαν η ανταγωνιστικότητα να αφορά μόνο το κόστος παραγωγής (ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για έναν πολυσύνθετο δείκτη, μία μόνο συνιστώσα του οποίου είναι το κόστος) και σαν το κόστος παραγωγής να εξαρτάται μόνο από το μισθιακό κόστος (το οποίο είναι απλώς μία συνιστώσα, συνήθως η μικρότερη, του συνολικού κόστους παραγωγής).». Βλ. Γ. Μηλιού, Οι κυρίαρχες πολιτικές θεωρούν την κρίση της εργασίας δευτερεύουσας σημασίας, Η Αυγή της Κυριακής, 2 Μαΐου 2010.

[10] Βλ. σχετικά A. Supiot, Law and Labour. A World Market of Norms?, New Left Review 39, 2006, σ. 109 επ., 109. Βλ. επίσης Χ. Λάσκου-Ε. Τσακαλώτου, ό.π., ιδίως σ. 86 και 104-110. Οι συγγραφείς χαρακτηριστικά σημειώνουν «..από τη συμφωνία της Λισαβόνας μέχρι και το ελληνικό μνημόνιο, καλλιεργήθηκε στις ελίτ της ΕΕ η έμμονη ιδέα πως το βασικό πρόβλημα της Ευρώπης βρίσκεται στις αγκυλώσεις των αγορών εργασίας», σ. 86.

[11] Βλ. Γ. Κατρούγκαλου, Το «παρασύνταγμα»…, ό.π., σ. 235.

[12] Το ποσοστό των εργαζόμενων που απασχολούνταν σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις στην Ελλάδα το 2008 ήταν 87%, ενώ ο μέσος όρος στην Ευρώπη των 27 ήταν 67,4%. Μάλιστα το 58% των εργαζομένων στην Ελλάδα απασχολούνταν στις λεγόμενες μικρο-επιχειρήσεις, όταν το αντίστοιχο μέσο ποσοστό στην ΕΕ ήταν 29,7%. Βλ. σχετικά I. Zisimopoulos, G. Economakis & P. Polychroniou, Greek Industrial Relations and the economic crisis…, ό.π., σ. 10-11 και τις εκεί πηγές.

[13] Βλ. σχετικά I. Zisimopoulos, G. Economakis  & P. Polychroniou, Greek Industrial Relations and the economic crisis…, ό.π.,  σ. 14-17.

[14] Βλ. Κ. Χρυσόγονου, Ατοµικά και Κοινωνικά  ∆ικαιώµατα, 2002, σ. 485.

[15] Βλ. σχετικά Α. Καζάκου, Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, 2009, σ. 54, αλλά και Εγκύκλιο ΓΣΕΕ, υπ’ αριθμ. 10, Αθήνα, 8 Νεμβρίου 2011, διαθέσιμη στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.gsee.gr/userfiles/file/2011_NEWS_KEIMENA/NOMIKI/07-11-11_Εγκύκλιος 31 ν 4024-2011.pdf. Την αντίθετη άποψη, ότι δηλαδή κατά τη ρύθμιση των εργασιακών όρων τον αποφασιστικό ρόλο κατέχει ο νομοθέτης, ενώ η συλλογική αυτονομία λειτουργεί συμπληρωματικά και επικουρικά, έχει υποστηρίξει ο Ι. Καποδίστριας, Ο καθορισμός των γενικών όρων εργασίας, ΕΕργΔ 36, 1977, σ. 185 επ. Για την πλούσια συζήτηση και τις διαφορετικές απόψεις που έχουν εκφραστεί από τη θεωρία και τη νομολογία αναφορικά με την οριοθέτηση της νομοθετικής αρμοδιότητας στη ρύθμιση εργασιακών θεμάτων έναντι της αυτόνομης κανονιστικής εξουσίας των συνδικαλιστικών οργανώσεων, βλ. αναλυτικά Ι. Κουκιάδη, Εργατικό Δίκαιο – Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις, τ. 2, 1997, σ. 16 επ., Α. Καρακατσάνη, Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, 3η εκδ., 1992, σ. 110 επ., Α. Καρδαρά, Οι κανόνες του δικαίου εργασίας και η σχέσις των προς την συλλογικήν σύμβασην, 1978, σ. 54 επ., σ. 108 επ., Α. Καζάκου, Η Διαιτησία Συλλογικών Διαφορών Συμφερόντων κατά το Ν. 1876/1990, 1998, σ. 37 επ., σ.144 επ., Γ. Λεβέντη, Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, 2η εκδ., 2007, σ. 35 επ., του ίδιου, Συλλογική Αυτονομία και κρατικός παρεμβατισμός στο Εργατικό Δίκαιο, 1981, σ. 90 επ., Σ. Μουδόπουλου, Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο – Μεθοδολογικές προσεγγίσεις, 2005, σ. 55 επ.

[16] ΣτΕ (Ολ) 632/1978, ΤοΣ 1978, σ. 178.

[17] Ο νόμος 4046/2012, εγκρίνει και ενσωματώνει ως παραρτήματα  (εκτός των διαφόρων Συμβάσεων Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης), όπως είχε ήδη πράξει ο νόμος 3845/2010 για τα πρώτα μνημόνια, τρία νέα μνημόνια: το «Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής», το «Μνημόνιο Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής» και το «Τεχνικό Μνημόνιο Συνεννόησης». Τα μνημόνια αυτά, με δεδομένη την όχι μόνο γενική και αφηρημένη, αλλά και εξαγγελτική διατύπωσή τους, συνιστούν κατ’ ουσίαν πολιτικά προγράμματα και όχι κανόνες δικαίου άμεσης εφαρμογής. Η παράγραφος, όμως, 6 του άρθρου 1 του νέου νόμου ορίζει ότι ειδικά οι ρυθμίσεις που περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο Ε΄ «Διαρθρωτικές Μεταρρυθμίσεις», παράγραφοι 28 και 29, του «Μνημονίου Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής» και στο Κεφάλαιο 4 «Διαρθρωτικές Μεταρρυθμίσεις για την Ενίσχυση της Ανάπτυξης», παράγραφος 4.1 «Διασφάλιση της ταχείας προσαρμογής της αγοράς εργασίας και ενίσχυση των θεσμών της αγοράς εργασίας» του «Μνημονίου Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής» (οτιδήποτε, δηλαδή, σχετίζεται με την αποδιάρθρωση της εργατικής νομοθεσίας), συνιστούν, επί λέξει «πλήρεις κανόνες δικαίου άμεσης εφαρμογής». Σκοπός αυτής της απίστευτης ρύθμισης είναι κατά πρώτο λόγο να αποφύγει η κυβέρνηση τη διαδικασία ψήφισης ενός εφαρμοστικού νομοσχεδίου στη Βουλή που θα διακινδύνευε εκ νέου τη συνοχή των κομμάτων που την υποστηρίζουν, ενώ παράλληλα να καθησυχάσει την τρόικα ότι τα μέτρα έχουν ήδη εγκριθεί. Κατά δεύτερο λόγο, σκοπός της ρύθμισης είναι να αποφύγει ο νομοθέτη το πρόβλημα αντισυνταγματικότητας που ανακύπτει, καθώς, με δεδομένη την ανυπαρξία κανονιστικών διατάξεων στα νέα μνημόνια, η κατάργηση των κανόνων της εργατικής νομοθεσίας επέρχεται ουσιαστικά με Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου (ΠΥΣ) (Φ.Ε.Κ. Α΄ 38/28.2.2012), κατά προφανή παραβίαση της συνταγματικής αρχής της διάκρισης των λειτουργιών (άρθρο 26 του Συντάγματος).

[18] Ακολουθούμε τη διατύπωση του «Μνημονίου Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής». Όμοια πρόβλεψη υπάρχει και στο «Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής».

[19] Την αντισυνταγματικότητα των εν λόγω διατάξεων του νέου μνημονίου λόγω της ευθείας παραβίασης που συνεπάγονται για το θεσμό της συλλογικής αυτονομίας, όπως αυτός κατοχυρώνεται στις παρ. 2 και 3 του άρθρου 22 του Συντάγματος, υποστήριξε με την πρόσφατη έκθεσή της και η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής, βλ. http://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/7b24652e-78eb-4807-9d68-e9a5d4576eff/e-daneio-epist-1.pdf.

[20] Η τελευταία αυτή πρόβλεψη για το «πάγωμα» των ωριμάνσεων έως ότου η ανεργία μειωθεί σε επίπεδο κάτω του 10% περιλαμβάνεται στο κείμενο του νέου «Μνημονίου Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής».

[21] Δ. Τραυλός- Τζανετάτος, Η διάλυση των συλλογικών σχέσεων εργασίας και το χρέος της Αριστεράς, Η Αυγή της Κυριακής, 12 Φεβρουαρίου 2012.

[22] Έτσι και στην Εγκύκλιο ΓΣΕΕ, υπ’ αριθμ. 1, Αθήνα, 21 Φεβρουαρίου 2012, διαθέσιμη στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.gsee.gr/userfiles/file/2011_NEWS_KEIMENA/NOMIKI/21-2-2012-ermineftiki_egkiklios_mnimonio.pdf

[23] Βλ. σχετικά και τις παρατηρήσεις της Έκθεσης της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής, σ. 7 επ., επίσης την Έκθεση της ίδιας επί του Νσχ «Προστασία της εθνικής οικονοµίας – Επείγοντα µέτρα για την αντιµετώπιση της δηµοσιονοµικής κρίσης» (ν. 3383/2010).

[24] Κυρώθηκε µε το ν. 2405/1996.

[25] Κυρώθηκε µε το ν. 2403/1996.

[26] Βλ. σχετικά Γ. Κατρούγκαλου, Οι συλλογικές διαπραγματεύσεις των δημοσίων υπαλλήλων: ένα παράδειγμα αμφισβήτησης του «αναθεωρητικού κεκτημένου» της αναθεώρησης του 2001, ΤοΣ 2006, σ. 457 επ.

[27] Κυρώθηκε με το ν. 4205/1961.

[28] Κυρώθηκε με το ν. 4204/1961.

[29] Βλ. για το σημείο αυτό και Α. Καζάκου, Συλλογικό Εργατικό…, ό.π., σ. 336.

[30] Βλ. αποφάσεις ΕΔΔΑ, Demir και Baykara κατά Τουρκίας της 12.11.2008, διαθέσιμη στη διεύθυνση http://cmiskp.echr.coe.int/tkp197/view.asp?item=1&portal=hbkm&action=html&highlight=Demir&sessionid=85838221&skin=hudoc-en και Enerji Yapi-Yol Sen κατά Τουρκίας της 21.4.2009, διαθέσιμη στη διεύθυνση http://cmiskp.echr.coe.int/tkp197/view.asp?item=1&portal=hbkm&action=html&highlight=Enerji%20%7C%2068959/01&sessionid=85838612&skin=hudoc-en

[31] Κυρώθηκε µε τον ν. 1426/1984.

[32] A. Jaspers, The right to collective action in European Law, σε F. Dorssemont, T.Jaspers, A.v. Hoeck (επιμ), Cross-Border Collective Actions in Europe: A Legal Challenge, 2007, σ. 23 επ., 58,  K. Lenaerts, K. & E. De Smijter, A ‘Bill of rights’ for the European Union,Common Market Law Review 38, 2001,σ. 273 επ., ιδίως 281-282 και 293.

[33] Βλ. σχετικά Α. Καζάκου, Συλλογικό Εργατικό…, σ. 37-38 και 335-337.

[34] Βλ. αντί άλλων, Α. Στεργίου, Η Κοινωνική Ευρώπη στη Συνθήκη της Λισαβόνας, ΕΕργΔ 70, 2011, σ. 1 επ., ιδίως 13 επ.

[35] Βλ. παρακάτω, το τελευταίο κεφάλαιο αυτού του άρθρου, όπου επιχειρούμε μια σύντομη τοποθέτηση.

[36] Έτσι. ήδη ο  H. Zacher, Soziale Gleichheit, AöR 93, 1968, 351 (360), πρβλ. και BVerfGE 38, 187 (197), 39, 316, 50, 57 (107), 52, 264 (272).

[37]Βλ., πχ., την  BVerfGE 5, 198, που κάνει λόγο για «ισότιμη» (“gleichmäβige”) συμμετοχή στην ευημερία και στα βάρη. Από την ελληνική νομολογία για την ισότητα ευκαιριών, βλ. ενδεικτικά ΑΠ 1360/92, ΤοΣ 1993, σ. 372.

[38] Κ. Hesse, Der Gleicheitsgrundsatz im Staatsrecht, AöR , 1951, σ. 167 επ., 182.

[39] Βλ. αναλυτικά Α. Καζάκου, ό.π., σ. 48 επ, 50..

[40] Βλ. Δ. Τραυλού-Τζανετάτου, Συλλογικές συμβάσεις και νεοφιλελεύθερος ψευδοορθολογιστικός ολοκληρωτισμός, Η Αυγή της Κυριακής, 6 Νοεμβρίου 2011. Έτσι και ο Ν. Γαβαλάς, Η νέα διαιτησία και το Σύνταγμα, ΕΕργΔ 71, 2012, σ. 112 επ, 113.

[41] Βλ. M. Keune, Derogation clauses on wages in sectoral collective agreements in seven European countries, Eurofound 2010, διαθέσιμο στη διεύθυνση: http://www.eurofound.europa.eu/pubdocs/2010/87/en/2/EF1087EN.pdf, σ.1, καθώς και Δ. Τραυλού-Τζανετάτου, Η κλαδική ΣΣΕ στο απόσπασμα, Η Αυγή της Κυριακής, 28 Σεπτεμβρίου 2010.

[42] M. Keune, ό.π., σ.1.

[43] Δ. Τραυλός- Τζανετάτος, Η κλαδική…, ό.π.

[44] Για τη σημασία του δικαιώματος μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία στην ουσιαστική λειτουργία της συλλογικής αυτονομίας και τη διασφάλιση της βιοποριστικής λειτουργίας του μισθού, βλ Α. Καζάκου, Συλλογική αυτονομία, δικαίωμα μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία και Δ.Ο.Ε., ΕΕργΔ 63, 2004, σ. 385 επ., ιδίως 455-459. Αντίθετα, κριτική θέση απέναντι στη μορφή διαιτησίας που κατοχύρωνε ο ν. 1876/90 τηρούσε στο παρελθόν τμήμα της θεωρίας. Βλ. μεταξύ άλλων Α. Βάγια, Τέλος εποχής. Εξεμέτρησε το ζην η υποχρεωτική διαιτησία, ΕΕργΔ 55, 1996, σ. 810 επ., Σ. Μουδόπουλου, Συλλογικό Εργατικό…, ό.π., σ. 395 επ., αλλά και την αντεπιχειρηματολογία του Α. Καζάκου, Η Διαιτησία…, ό.π., σ. 105 επ. Αντίθετη ήταν και η γνώμη του Ν. Γαβαλά, ο οποίος υποστήριζε ότι το προηγούμενο σε ισχύ καθεστώς, που έδινε στην εργατική πλευρά τη δυνατότητα μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία, παραβίαζε σειρά διατάξεων διεθνών πηγών (όπως του άρθρου 6 του ΕΚΧ και του άρθρου 4 της ΔΣΕ 98/1949, που κατοχυρώνουν την εκούσια διαπραγμάτευση, καθώς και του άρθρου 6 της ΔΣΕ 154/1981, που κατοχυρώνει την εκούσια διαιτησία) και ως εκ τούτου έπρεπε να αναθεωρηθεί, βλ. σχετικά Ν. Γαβαλά, Οι επικείμενες αλλαγές στο καθεστώς των απολύσεων και της διαιτησίας υπό το πρίσμα της προστασίας θεμελιωδών ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, ΕΕργΔ 69, 2010, σ. 657 επ., 661-670.

[45] Τα νέα μνημόνια επαναλαμβάνουν ότι η διαιτησία μπορεί να λαμβάνει χώρα μόνο για ζητήματα που αφορούν τον ελάχιστο μισθό -και όχι μπόνους, επιδόματα, ή άλλες αποζημιώσεις-, ενώ υποδεικνύουν στην κυβέρνηση ότι οφείλει να καταστήσει σαφή αυτόν τον περιορισμό. Επίσης, επιτάσσουν οι διαιτητικές αποφάσεις να λαμβάνουν εφεξής υπόψη τους όχι μόνο τις νομικές διαστάσεις του υπό εξέταση θέματος αλλά και τις οικονομικές και τις χρηματοπιστωτικές. Το άρθρο 3 παρ.3 της από 28.2.2012 ΠΥΣ διευκρινίζει δε ότι τα στοιχεία που κυρίως συνιστούν αυτές τις οικονομικές και χρηματοπιστωτικές διαστάσεις του υπό κρίση ζητήματος είναι «η πρόοδος στην μείωση του κενού ανταγωνιστικότητας, η μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας κατά τη διάρκεια του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής της χώρας και η παραγωγική δραστηριότητα στον επαγγελματικό κλάδο που σχετίζεται με την διαφορά».

[46] Στις περιπτώσεις, δηλαδή, που η διαφωνία των μερών θα αφορά ζητήματα άλλα, πέραν του βασικού μισθού, δεν θα επιτρέπεται ούτε η συναινετική προσφυγή στη διαιτησία. Έτσι ο Α. Μητρόπουλος, Νομικός κανιβαλισμός στην εργασία, Η Αυγή της Κυριακής, 4 Μαρτίου 2012.

[47] Ενόψει αυτής της συνταγματικής διάταξης, και η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής αμφισβητεί στην έκθεσή της τη συνταγματικότητα του περιορισμού της διαιτησίας από τις ρυθμίσεις του νέου μνημονίου.

[48] Βλ. W. Däubler, Tarifvertragsrecht 3, 1993, σ. 130 επ., Α. Καζάκου, Η Διαιτησία Συλλογικών Διαφορών Συμφερόντων κατά το ν. 1876/90, 1998, σ. 273 επ., 289 επ.

[49] Βλ. και Διαιτητική Απόφαση 15/2011, με διαιτητή τον Γ. Κατρούγκαλο, με αντίθετη όμως γνώμη του Ν. Γαβαλά, ΕΕργΔ 71, 2012, σ. 112 επ.

[50] Βλ. σχετικά ΑΠ (Ολ) 25/2004, ΕΕργΔ 2004, σ. 984.

[51] Στο κεφάλαιο 4, παρ. 4.1, του «Μνημονίου Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής» προβλέπεται ότι «συλλογικές συμβάσεις που έχουν λήξει θα παραμείνουν σε ισχύ για μέγιστο χρονικό διάστημα 3 μηνών» (παρόμοια ρύθμιση υπάρχει και στην παράγραφο 29 του «Μνημονίου Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής»), πρόβλεψη η οποία τροποποιεί την προηγούμενη σε ισχύ ρύθμιση του ν. 1876/1990 (άρθρο 9 παρ.4), σύμφωνα με την οποία οι κανονιστικοί όροι μιας ΣΣΕ εξακολουθούσαν να ισχύουν για διάστημα 6 μηνών από την καταγγελία ή τη λήξη της συλλογικής σύμβασης. Γενικά, σκοπός την επονομαζόμενης «μετενέργειας» των συλλογικών συμβάσεων είναι η αποτροπή εκείνης της κατάστασης, όπου μετά τη λήξη μιας ΣΣΕ και πριν τη σύναψη μιας νέας οι μισθωτοί μπορεί να βρεθούν χωρίς προστασία. Για την έννοια και το σκοπό της μετενέργειας, όπως όμως ίσχυε υπό το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς, βλ. αντί άλλων Λεβέντη, Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, ό.π., σ. 482 επ..

[52] Έτσι ο Α. Μητρόπουλος, Νομικός κανιβαλισμός…, ό.π..

[53] Βλ. Γ. Κατρούγκαλου, Τα Κοινωνικά Δικαιώματα, Α. Σάκκουλας, Αθήνα, 2006, σ. 133 επ.

[54] Πρβλ. Γ. Λεβέντη, Τα κοινωνικά δικαιώματα του πολίτη, ΤοΣ 121, 1976, σ. 164 επ., Γ. Κουκιάδη, Η κίνηση για την δημιουργία ανθρώπινων όρων εργασίας, ΕΕργΔ 1, 1978.

[55] Πρβλ. και τις σχετικές παρατηρήσεις της Κυβερνητικής Επιτροπής του Κοινωνικού Χάρτη του Συμβουλίου της Ευρώπης, CG/Ch. Soc. (74) 14, σ. 6, σ. 211.

[56] Ο όρος «αξιοπρεπής» μισθός αναφέρεται στο άρθρο 4 του ΕΚΧ και ερμηνεύεται ως «ο μισθός εκείνος που ικανοποιεί τις κοινωνικές, οικονομικές και πνευματικές ανάγκες του ανθρώπου». (Συμπεράσματα Ι, σ. 26, βλ. και Γ. Κρανιδιώτη, Ο Ευρωπαϊκός κοινωνικός χάρτης, 1961-1976, Επιθεώρηση ΕΚΚΕ 28, 1976, σ. 212).

[57] Πρβλ. και το άρθρο 2 του ΕΚΧ. Κατά τα όργανα ελέγχου της εφαρμογής του Χάρτη, ο όρος «λογικός» είναι σχετικός και προσδιορίζεται από τις εκάστοτε περιστάσεις της εθνικής οικονομίας.

[58]  Βλ. τις σχετικές παρατηρήσεις της Έκθεσης της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής, σ. 6,  πρβλ. Ι. Κουκιάδη, Εργατικό ∆ίκαιο – Ατοµικές εργασιακές σχέσεις, 2009, σ. 32 και 43 επ., Γ. Λεβέντη, Τα κοινωνικά δικαιώµατα του πολίτη, ό.π., σ. 126, Κ. Χρυσόγονου, Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, ό.π., σ. 522, Σ. Μουδόπουλου, Το δικαίωμα εργασίας στο άρθρο 22 παρ. 1 του Συντάγματος, σε Σύνταγμα και εργασιακές σχέσεις, Έκδοση Επιθεώρησης Εργατικού Δικαίου 1987, σ. 124,  Τ. Παπαδημητρίου, Η διασφάλιση του κατώτατου ορίου του καθαρού εισοδήματος του εργαζομένου, Ανάτυπο ∆. Τραυλού – Τζανετάτου, Το δικαίωμα εργασίας στο πεδίο έντασης µεταξύ Συντάγµατος και κοινωνικής πραγµατικότητας, σε Εργατικό Δίκαιο και βιοµηχανική κοινωνία, 1977, σ. 104, Κ. Παπαδηµητρίου, Το κοινωνικό δικαίωµα στην εργασία, σε Γ. Σωτηρέλη – Χ. Τσαϊτουρίδη, Κοινωνικά δικαιώµατα και κρίση του Κράτους Πρόνοιας – Όµιλος Αριστόβουλος Μάνεσης, 2007, σ. 93 επ.

[59] Βλ. και Εγκύκλιο ΓΣΕΕ, υπ’ αριθμ. 1, ό.π.

[60] Άρθρο 4.

[61] Άρθρο 5, δ.

[62]  ILO, Faire face à la crise mondiale de l’emploi – Une reprise centrée sur le travail décent, Αναφορά του γενικού διευθυντή της 98ης συνεδρίασης της Διεθνούς Συνόδου Εργασίας, 2009, παρ. 116. Πρβλ. Un Pacte mondial pour l’emploi, κείμενο που υιοθετήθηκε στην ίδια συνεδρίαση, βλ. επίσης τη γενική παρατήρηση της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων 2009/80.

[63] Bλ., αντί άλλων, Μιχ. Σταθόπουλο, Γενικό Ενοχικό ∆ίκαιο, 2004, § 13 αρ. 5 επ., 58 επ., και Απ. Γεωργιάδη, Ενοχικό ∆ίκαιο, Γενικό Μέρος, 1999, αρ. 3 επ.

[64] ΑΠ 1465/2001, Ελλ∆νη 2003, σ. 986.

[65] Βλ. πάγια νοµολογία του ΕΔΔΑ, Pressos Compania Naviera SA κατά Βελγίου της 20.11.1995, Series A no. 332, σ. 21, Pine Valley Development κατά Ιρλανδίας της 29.11.1991, Series A no. 222, σ. 23, Γεωργιάδης κατά Ελλάδος της 28.3.2000, ΣτΕ 3739/1999, Ε∆ΚΑ 1999, σ. 16.

[66] Βλ. ΟλΑΠ 40/1998, ΔΙΚΗ 1998, σ. 229, όπου και σύμφωνο σχόλιο Κ. Μπέη. Για την ανάλυση της θεμελιώδους αυτής απόφασης της ΟλΑΠ βλ. Καζάκου, Για το ζήτημα της ερμηνείας στο Εργατικό Δίκαιο, ΕΕργΔ 2001, σ. 1041 επ. Βλ επίσης ΑΠ 33/2002, ΕΔΚΑ 2003, σ. 214.

[67] ΕΔΔΑ, Van der Mussele κατά Βελγίου της 23.11.1983, Series A no. 70, σ. 23, σκ. 48, Pine Valley Developments κατά Ιρλανδίας της 29.11.1991, Series A no. 222, σ. 23,σκ. 51, Pressos Compania Naviera S.A. κατά Βελγίου της 20.11.1995, Series A no. 332, σ. 21, σκ. 31, πρβλ. ενδεικτικά Β. Καράκωστα, Περιουσία και υπερνομοθετική προστασία της περιουσίας, ΔΙΚΗ 2005, σ. 547, καθώς και ΑΠ 1295/2004, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 104/2009, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ (Ολ.) 33/2002, ΝοΒ 2003, σ. 853, ΑΠ 1465/2001, ΑΠ (Ολ.) 40/1998, ΕΕργΔ 1999, σ. 694, ΑΠ 510/2002, ΑΠ 71/2003, ΕΔΚΑ 2003, σ. 681, ΑΠ 79/2003, ΝΟΜΟΣ.

[68] Έτσι και Εγκύκλιος ΓΣΣΕ, υπ’ αριθμ. 1, ό.π.

[69] Αυτό ορίζει η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 2 εδ. γ΄ της από 28.2.2012 ΠΥΣ.

[70] Ας σημειωθεί ότι οι ήδη εφαρμοζόμενες αυτές μειώσεις των κατώτατων αποδοχών των νέων εργαζόμενων δεν έχουν συμβάλει ούτε στη μείωση της ανεργίας, ούτε στην αύξηση της απασχόλησης αυτών. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat η Ελλάδα εμφανίζει το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό ανεργίας νέων στην Ευρωζώνη μετά την Ισπανία και το ποσοστό αυτό αυξάνει διαρκώς, ιδίως από το 2010 και έπειτα. Βλ. τα σχετικά στατιστικά στοιχεία στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://epp.eurostat.ec.europa.eu/statistics_explained/index.php/Unemployment_statistics#Youth_unemployment_trends

[71] Αυτό ορίζει  διάταξη του άρθρου 2 παρ. 2 εδ. β΄ της από 28.2.2012 ΠΥΣ.

[72] Βλ. π.χ. ΑΠ (Ολ.) 32/93, 2057/90, ΕΕΝ 1991, σ. 799.

[73] ΣτΕ 2388/1980, ΝοΒ 1980, σ. 1814.

[74]ΑΠ 9/1999, 10/1999, ΕΕργΔ 1999, σ. 554.

[75] Αναλυτικά για την αντίθεση των διατάξεων του ν. 3863/2010 για τους νέους με τις διατάξεις του ΕΚΧ, βλ. τη συλλογική προσφυγή υπ’ αριθμ. 66/2011, που υποβλήθηκε από τη ΓΕΝΟΠ/ΔΕΗ και την ΑΔΕΔΥ κατά της Ελλάδας ενώπιον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Κοινωνικών Δικαιωμάτων. Συνολικά υποβλήθηκαν δύο συλλογικές προσφυγές από τη ΓΕΝΟΠ/ΔΕΗ και την ΑΔΕΔΥ κατά της Ελλάδας ενώπιον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Κοινωνικών Δικαιωμάτων, οι υπ’ αριθμ. 65/2011 και 66/2011, οι οποίες κρίθηκαν παραδεκτές από την Επιτροπή. Βλ. το κείμενο των προσφυγών σε ΕΕργΔ 2011, σ. 525 επ., τις αποφάσεις της Επιτροπής επί του παραδεκτού των προσφυγών σε ΕΕργΔ 2011, σ. 1294 επ., και τις παρατηρήσεις της Κυβέρνησης επί του παραδεκτού, καθώς και την απάντηση της ΓΕΝΟΠ/ΔΕΗ και της ΑΔΕΔΥ στις παρατηρήσεις αυτές σε ΕΕργΔ 2011, σ. 1285 επ., με παρατηρήσεις του Ν. Γαβαλά σε ΕΕργΔ 2011, σ. 1302 επ.

[76] Συμπεράσματα I, σ. 15.

[77] Για τον αυθαίρετο νομικό χαρακτηρισμό του νομοθέτη, που δε θα πρέπει να δεσμεύει το δικαστή, βλ. αναλυτικά Α. Καζάκου, Συλλογικό Εργατικό…, ό.π., σ. 98-99.

[78] Συμπεράσματα XVI-1, Ερμηνευτική παρατήρηση στο άρθρο 1 παρ.1, σ. 9.

[79] Βλ. εδώ και τη νομολογία  της Επιτροπής για τη μαθητεία και την ερμηνεία του άρθρου 10 παρ. 2, Συμπεράσματα XIV-2, σ. 65 και XVI-2, σ. 545.

[80]  Α. Καζάκου, Παράνομη η εργασιακή εφεδρεία, είναι απόλυση με φερετζέ, Ελευθεροτυπία, 27 Σεπτεμβρίου 2011.

[81] Εγκύκλιος με αρ. πρωτ. ΕΓΔΕΚΟ 1597, από 12 Σεπτεμβρίου 2011.

[82]  Βλ., αντί άλλων, συνέντευξη του  Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Οικονομικών Η. Πλασκοβίτη, όπου δηλώνονται τα εξής: «Υπάρχουν κάποιες δράσεις, τις οποίες οι ίδιοι (τρόικα) θεωρούσαν εμβληματικές δράσεις, με τον αγγλικό όρο game changer, οι οποίες θα έπρεπε να αναληφθούν ανεξάρτητα με την δημοσιονομική επίπτωση, για να αποδείξουμε κατά κάποιο τρόπο ότι δεν μας φοβίζουν τέτοια ταμπού. Ένα από αυτά τα ταμπού, είναι ότι δεν υπάρχει περίπτωση να χάσει την δουλειά του ή να μπει σε εφεδρεία δημόσιος υπάλληλος».

http://www.skai.gr/news/politics/article/186969/i-plaskovitis-sumvoliki-i-axia-tis-efedreias-gia-tin-troika-anexartitos-dimosionomikis-epiptosis/.

[83] Βλ. Σχετικά  OECD Economic Outlook database, OECD, Greece, Economic Survey, 2009, Γράφημα 2.6, OECD, Government at a glance, 2011, http://www.oecd.org/dataoecd/60/3/48214177.pdf, H. Handler, B. Koebel, Ph. Reiss, M. Schratzenstaller, The size and performance of public sector activities in Europe, Österreichisches Institut für Wirtschaftsforschung, Working Paper 246, 2005.

[84] Η αρχή απορρέει από το συνδυασμό των άρθρων 2 § 1, 4 § 1, 5 § 1, 16 § 4β του Συντάγματος. Βλ. σχετικά ΣτΕ (Ολ.) 1252-3/2003, ΝΟΜΟΣ, ΣτΕ 183/2001, ΧρΙΔ 2001, σ. 358, ΣτΕ (Ολ.) 2396-7/2004, ΣτΕ (Ολ) 3328/2000, ΔΔίκη 2001, σ. 113, ΣτΕ 3722/2000, ΝοΒ 2002, σ. 1539, ΣτΕ 2607/1999, ΝΟΜΟΣ, ΣτΕ 2820/1999, ΤοΣ 2000, σ. 331, ΣτΕ 4751/1998, ΝΟΜΟΣ, ΣτΕ 2778/1991, ΤοΣ 1991, σ. 560, ΣτΕ 3553/1991, Αρμ. 1991, σ. 1254, ΣτΕ 2786/1984, ΝοΒ 1984, σ. 1430, ΣτΕ 352/1986. Πρβλ. ΑΕΔ 30/1985. Πρβλ., αντί άλλων, Ι. Κοϊμτζόγλου, Η αρχή της αξιοκρατίας στο δημόσιο δίκαιο, 2003, σ. 85 επ., 121 επ.

[85] ΣτΕ 2607/1992, ΔΔίκη 1993, σ. 108, ΣτΕ 5094/1996, ΝΟΜΟΣ, ΣτΕ (Ολ.)115/1997, Αρμ. 1997, σ. 415, ΣτΕ 2697/1999, ΝΟΜΟΣ, ΣτΕ 2820/1999, ΝοΒ 2001, σ. 478, ΣτΕ 2099/2000, ΣτΕ (Ολ.) 1252-3/2003, ΝΟΜΟΣ, κ.α..

[86] Βλ. σχετικά Φ. Δερμιτζάκη, Η «εργασιακή εφεδρεία» του ν. 4024/2011, Ζητήματα από τη σκοπιά του ευρωπαϊκού δικαίου, Εισήγηση σε εκδήλωση της ΕΔΕΚΑ στον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών την 8η Δεκεμβρίου 2011, Κ. Γώγου, Τα όρια ηλικίας στην ελληνική δημόσια υπηρεσία υπό την ισχύ της οδηγίας 2000/78/ΕΚ, ΕΔΔηΛΥ 2011, σ. 235. Από την πλούσια σχετικά νομολογία του ΔΕΕ βλ. απόφαση ΔΕΕ της 12ης Ιανουαρίου 2010 στην υπόθεση C-229/08, Wolf, Συλλ. 2010, σ. I-00001 (ΕΕργΔ 2010, σ. 411), και απόφαση ΔΕΕ της 21ης Ιουλίου 2011 στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-159/10 και C-160/10, Fuchs, ακόμη αδημοσ. στη Συλλ., που αφορούν σε δημοσίους υπαλλήλους.

[87] Δ. Μπελαντής, Η κατάσταση εξαίρεσης και οι εφαρμογές της στο πρόγραμμα «στήριξης της ελληνικής οικονομίας», ΔτΑ 2010, σ. 1115.

[88] G.Agamben, State of Exception, 2006, Εισαγωγή και Πρώτο Κεφάλαιο.

[89] Βλ. Κ. Χρυσόγονου, ό.π., σ. 89.

[90] Βλ. Κ. Χρυσόγονου, ό.π., σ. 90. Έτσι και ο Δωρής, ο οποίος  παρατηρεί σχετικά ότι το άρθρο 22 § 1β΄ θέτει ως μοναδικό κριτήριο για καταβολή ίσης αμοιβής την παροχή εργασίας ίσης αξίας και δεν περιλαμβάνει καμία επιφύλαξη εξαίρεσης επιβαλλόμενη από το γενικότερο δημόσιο συμφέρον, σε Φ. Δωρής, Περιορισμός του κατά το άρθρο 22 παρ.1 εδ. β’ του Συντάγματος δικαιώματος ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας με επίκληση γενικότερου συμφέροντος;, ΚριτΕ 1994, σ. 301 επ., 307.

[91] Σύνοψη αποφάσεων και αρχών της Επιτροπής Συνδικαλιστικής Ελευθερίας της ΔΟΕ, 5η αναθεωρημένη έκδοση, 2006, παρ. 1024.  Στο σημείο αυτό βλ. επίσης την «Απόφαση της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΕΔΑ) για την ανάγκη διαρκούς σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων κατά την άσκηση της στρατηγικής εξόδου της οικονομίας και της κοινωνίας από την κρίση του εξωτερικού χρέους», διαθέσιμη στη διεύθυνση:

http://www.nchr.gr/media/gnwmateuseis_eeda/Site_version2/ergasia/EEDA_Oikonomiki_krisi.pdf, σ. 5.

[92] Βλ. σχετικά G. Katrougalos, The (Dim) Perspectives of the European Social Citizenship, Jean Monnet Working Paper 05/07, New York University School of Law, 2007, ιδίως σ. 12.

[93] Βλ. σχετικά Δ. Τραυλού-Τζανετάτου, Συλλογικές συμβάσεις…,  ό.π.

[95] I. Zisimopoulos, G. Economakis  & P. Polychroniou, Greek Industrial Relations and the economic crisis…, ό.π., σ. 9. Το επιχείρημα στελεχών του ΔΝΤ, της ΕΚΤ και της ΕΕ ότι το μοναδιαίο κόστος εργασίας στην Ελλάδα αυξήθηκε την τελευταία δεκαετία έναντι της Γερμανίας παραγνωρίζει το γεγονός ότι αυτό οφείλεται καταρχήν στον υψηλότερο έναντι της ευρωζώνης πληθωρισμό και στη συνέχεια στις αποκλίσεις παραγωγικότητας έναντι της Γερμανίας και του μέσου όρου της ευρωζώνης. Βλ. σχετικά Χ. Ιωάννου, Τεκτονικές αλλαγές στο σύστημα διαμόρφωσης των μισθών, Eπιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 134-135, Α´- Β´ 2011, σ. 133-164

[96] Ξ. Κοντιάδης, Εναλλακτικές εκδοχές μεταρρύθμισης του κράτους πρόνοιας, σε Γ. Σωτηρέλη – Χ. Τσαϊτουρίδη, Κοινωνικά δικαιώματα και κρίση του κράτους πρόνοιας – Όμιλος Αριστόβουλος Μάνεσης, 2007, σ. 56 επ., 58.

[97] Για την επιβολή του νεοφιλελευθερισμού ως νέου Λόγου διακυβέρνησης του κόσμου βλ. P. Dardot & C. Laval, ό.π., ιδίως σ. 13 επ. και 460 επ.

[98] Βλ. A. Supiot, Law and Labour…, ό.π., σ. 116. Ο συγγραφέας επισημαίνει ότι στη βάση αυτών των «αντικειμενικών» μετρήσεων οργανώνεται πλέον μια αγορά νομοθετικών συστημάτων, με στόχο να διασφαλιστεί ότι τα συστήματα που αρμόζουν καλύτερα στις απαιτήσεις των διεθνών επενδυτών θα επιβιώσουν, ενώ τα υπόλοιπα θα πρέπει είτε να προσαρμοστούν είτε να εξαφανιστούν.

Explore posts in the same categories: Γιώργος Κατρούγκαλος

Ετικέτες: , , ,

You can comment below, or link to this permanent URL from your own site.

Σχολιάστε