Γιώργου Γραμματικάκη »Η κόμη της Βερενίκης» Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Δεύτερη Έκδοση 1991, σ. 144
Κυκλοφόρησε σε δεύτερη έκδοση το βιβλίο του καθηγητή Γιώργου Γραμματικάκη, Η Κόμη της Βερενίκης. Ο τίτλος του βιβλίου είναι ο ίδιος με το όνομα του γνωστού αστερισμού, που κατά το μύθο δεν είναι άλλο από την κόμη της βασίλισσας Βερενίκης, συζύγου του Πτολεμαίου του Γ΄του Ευεργέτη. (Η Βερενίκη είχε θυσιάσει την κόμη της, την οποίαν κατά το μύθο η Αφροδίτη μετέφερε στον ουρανό).
Ο τίτλος, όπου συνυφαίνονται μύθος και αστρονομία, ανταποκρίνεται θαυμάσια στο περιεχόμενο του βιβλίου. Ο συγγραφέας, με βάση τα δεδομένα της Φυσικής, της Κοσμολογίας, αλλά και των επιστημών της ζωής, επιχειρεί μια ευρεία εκλαϊκευτική-φιλοσοφική σύνθεση, μια επιστημονικά θεμελιωμένη ανασύσταση του κοσμικού γίγνεσθαι, το οποίο, από την αρχική Μεγάλη Έκρηξη (;) και το σχηματισμό των γαλαξιών και των πλανητικών συστημάτων, κατέληξε στην εμφάνιση της ζωής και της νόησης στον πλανήτη μας.
Η μεγαλειώδης αυτή περιπέτεια σκιαγραφείται με γνώση και φαντασία, με μια γλώσσα ζεστή και συχνά ποιητική. Το βιβλίο δεν είναι ψυχρό σύγγραμμα. Δεν είναι απλά εκλαϊκευτικό, ούτε καθαρά φιλοσοφικό. Είναι ο καρπός μιας στοχαστικής και ευαίσθητης θεώρησης της κοσμογένεσης, της βιογένεσης και της θέσης του ανθρώπου στο Σύμπαν-των επιτευγμάτων της νόησης, αλλά και των κινδύνων αυτοκαταστροφής από την ανεξέλεγκτη τεχνολογική πρόοδο και τις αντιθέσεις που συγκλονίζουν την εποχή μας.
Δεν είναι η πρώτη φορά που κάνω μια δημόσια ομιλία για το Γιάννη Ρίτσο. Πρώτη φορά όμως αντιμετωπίζω το έργο του σαν ένα τετελεσμένο πια γεγονός με τον ίδιο τον ποιητή να έχει περάσει πλέον στην ιστορία. Οι περιστάσεις πιστεύω επιβάλλουν μια θεώρηση όχι γενική, απολογιστική, αλλά ερευνητική, απαλλαγμένη από κάποια έτοιμα κλισέ, τίτλους τιμής, εύκολους ενθουσιασμούς και εύκολες επικρίσεις. Είναι χρέος και της κριτικής και της φιλολογικής επιστήμης απέναντι σε ένα έργο εξαιρετικά μεγάλων διαστάσεων (με την πολλαπλή σημασία αυτής της λέξης), που, φοβάμαι, σε ένα σημαντικό βαθμό παραμένει απροσπέλαστο.
Επιλέγοντας το θέμα της σημερινής μου ομιλίας, φροντίζοντας για την απαραίτητη περιχάραξη του, θέλησα να προσεγγίσω έναν από τους κυρίαρχους άξονες της δημιουργίας του Ρίτσου, ένα ιδιαίτερο δικό της στίγμα. Εννοώ την πορεία του οράματος του, την οποία δε θα προσπαθήσω βέβαια να την καλύψω σε όλο της το φάσμα, θα σταθώ σε μερικές μόνο πτυχές καλλιτεχνικής σύλληψης – με αναλυτική διάθεση που ίσως κάποιες στιγμές θα σας φανεί και σχολαστική.
Ο Ρίτσος ανήκει στους ποιητές που έχουν μεγάλο όραμα, καθολικό και δυναμικό. Όραμα κοινωνικής αλλαγής του κόσμου. Αυτό εμπνέει σταθερά όλη την ποιητική πορεία του, αλλά ταυτόχρονα εξελίσσεται και εμπλουτίζεται μέσα απ’ αυτή την πορεία. Όταν ξεκινούσα, ήμουν σίγουρος, ότι θ’ αλλάξω τη ροή της ζωής, – είχε πει σε έναν συμπατριώτη του Αρμένη πεζογράφο τον Ουίλιαμ Σαρογιάν. – Εκτιμώ πολύ την προσπάθεια του Τολστόι ν’ αλλάξει τον κόσμο. Αντί ν’ αλλάξει τον κόσμο, άλλαξε ο ίδιος ο Τολστόι. Μου αρέσει, όταν ο συγγραφέας αλλάζει κατ’ αυτόν τον τρόπο. Όταν το διάβαζα, σκέφτηκα το Ρίτσο. Έχω την εντύπωση πως τον εκφράζει πολύ ουσιαστικά μια τέτοια προσέγγιση. Ίσως βρίσκει στο Ρίτσο μια πολύ χαρακτηριστική περίπτωση δημιουργού που ξεκίνησε με την αγέρωχη νεανική πίστη πως είναι «ζευγάς της νέας σποράς» και πως στο όνομα του «ο αιώνας μας ακέριος θ’ αντηχάει», και ο αιώνας πράγματι για πολλές δεκαετίες αντηχούσε στο έργο του με όλες τις διακυμάνσεις των ιστορικών του αλλαγών, των ιδεολογικών και ψυχολογικών του μεταπτώσεων.
Το καλλιτεχνικό κατόρθωμα του Ρίτσου είναι ο στοχαστικός έλεγχος που άφηνε να του ασκούν τα πράγματα, δοκιμάζοντας τις ιδέες του, τη σκέψη του, το λόγο του. Αυτή η παρέμβαση διέσωζε τελικά τη βαθύτερη αλήθεια των ποιητικών του καταθέσεων από την υποταγή σε όποια σχήματα και δόγματα. Μερικές απ’ αυτές τις στιγμές θα σας πρότεινα να αναδείξουμε απόψε με την επιλεκτική βυθομέτρηση του ποιητικού κόσμου του Ρίτσου, θα προσεγγίσουμε τρία έργα του – τη Ρωμιοσύνη, του Φιλοκτήτη και το Τερατώδες αριστούργημα.Θα ξεκινήσουμε, βέβαια, από τη Ρωμιοσύνη, που γράφτηκε ανάμεσα στο 1945-1947.
Κωνσταντίνος Παρθένης-Το τρίπτυχο της Νίκης(1915-1919)
Πηγή: Ουτοπία Νο 1 ,σελ. 131-170
Ίσως η δόξα η πραγματική ενός ανθρώπου, έγραφε ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, να μη θεμελιώνεται και να μη κρατιέται τόσο απ’ τους επαίνους αυτών που κάτι νιώθουν, όσο απ’ τις βρισιές των ηλιθίων.
Αν αυτή η πρόταση κρύβει μιαν αλήθεια τότε, πληρέστερα ίσως απ’ όπου αλλού, βρίσκει στην περίπτωση του Κωνσταντίνου Παρθένη ένα ιστορικό παράδειγμα.
Σήμερα, παρ’ ότι του αποδίδεται μια ξεχωριστή σημασία κι υπάρχει μια ομόφωνη αναγνώριση του πρωτοποριακού του ρόλου στην εξέλιξη της τέχνης μας, το έργο του παραμένει στο μεγάλο μέρος του αδημοσίευτο, άγνωστο, λανθάνον, τα βιογραφικά του στοιχεία μπερδεμένα, ανακριβή, μ’ υπερβολές και μύθους, οι ιδέες του δυσδιάκριτες, στην ουσία τους αδιερεύνητες και γενικόλογα χαρακτηρισμένες σαν μεταφυσικές. Στόμα με στόμα, όλα όσα λέγονταν γι’ αυτόν φανταστικά κι αληθινά, ύφαναν ένα μύθο θαμπό, που ο τύπος, ο κινηματογράφος και πρόσφατα η λογοτεχνία, προσφέρθηκαν να αφηγηθούν στο ευρύτερο κοινό, εναποθέτοντας περισσότερο σύγκριμα απ’ όσα ψήγματα αλήθειας φανέρωσαν1. Το υφάδι αυτού του μύθου ήταν η παράνοια. Πίσω απ’ το σοβαρό τόνο με τον οποίο προφέρουν τ’ όνομα Παρθένης, πίσω απ’ την ευκολία με την οποία του αποδίδονται οι πρώτες Θέσεις στο πάνθεο της τέχνης, δύσκολα κρύβεται συχνά ένα αίσθημα ανακούφισης για τ’ ότι ευτυχώς, όπως όλοι ομολογούν ή δε διαψεύδουν, ήταν παρανοϊκός, πεποίθηση που απαλλάσσει αυτόματα απ’ τον κόπο να κατανοήσουμε τη στάση του, τη σιωπή του. σαν έλλογη και συνειδητή στάση ζωής. Ανώφελα ο μαθητής του προειδοποιούσε πως: «… είναι η σιωπή /φωτιά/ μιαν ανεμόσκαλα/ που τοποθετούν /προσεκτικά /στα χείλια/… /ένας μεγάλος /κήπος /γιομάτος μουσική /και ζωγραφιές2, και σ’ αυτόν άλλωστε επιδαψίλευσαν ανάλογες τιμές μ’ αυτές που απόδιδαν στο δάσκαλο του.
Ο Ηλίας Φέρτης 3όμως, μας διαβεβαιώνει ότι μέχρι τέλους ο Παρθένης ήταν τελείως στα λογικά του. Η έρημος της άγνοιας και της αρποκράτειας σιγής γύρω του ήταν δική του απόφαση. Η αμηχανία και η λακωνικότητα των μελετητών είναι η ηχώ της δικής του σιωπής, που τον ακολουθεί, τόσα χρόνια τώρα απ’ όταν έφυγε, το ίδιο αινιγματική, πυκνή και βουβή. Το βάθος της σιωπής του προσμετρά αδυσώπητα τη δική μας ανεπάρκεια. Κι όσα έχουν γραφτεί για τη ψυχική του κατάσταση, όλες αυτές οι μεταθανάτιες ή εκ του μακρόθεν, ερασιτεχνικές, ψυχιατρικές διαγνώσεις, ακούγονται σαν μαγικές συνταγές, σαν γιατρικό που τη χορήγηση του ο ιστορικός πολύ θα πρέπει να διστάσει ν’ αποδεχθεί, για τα προβλήματα της έρευνάς του.
Ένας μαθητής του σκέφθηκε να ερμηνεύσει τη σιωπή του στο εργαστήριο σαν διδακτική μέθοδο, σαν σοφή στάση, «πώς πάνω απ’ όλα η μάθηση στην τέχνη γίνεται με τα μάτια»4. Γνωρίζουμε πως στις στοές των πυθαγορείων η σιωπή ήταν μια μακρόχρονη άσκηση για το μαθητή κι έτσι η αντιστροφή της σχέσης αυτής, με τη σιωπή του δασκάλου, είναι μια σκέψη, που ακούγεται αναπάντεχη, αλλά δεν πρέπει να στερείται από μια, βαθύτερη βέβαια κι όχι τόσο προφανή, αλήθεια. Γιατί η σιωπή αυτή ήταν απέραντη, ξεπερνάνε τους τοίχους του εργαστηρίου και κάλυπτε κι όλα εκείνα που δεν είχαν σχέση με τη διδασκαλία της ζωγραφικής. Μοιάζει να ήταν το ισοδύναμο, στην καθημερινή του ζωή, της όλο και μεγαλύτερης χρωματικής λιτότητας, της ελαχιστοποίησης του χρώματος στη ζωγραφική του.
Αναδημοσίευση από το περ. Ανθρωπότης, Ζ, Μάιος 1920, σ. 65.
«Η τέχνη, η ανθρώπινη έκφρασις της ζωής, είναι η ίδια η ιστορία της Ανθρωπότητος, των δεινών της, των ευτυχιών της, των πόθων της, της παθητικής της προσπάθειας, ανάμεσα από τους αιώνες και τους πολιτισμούς, προς ένα ιδεώδες ακόμη μυστηριώδες υπό έποψιν ισορροπίας και αρμονίας».
Στην ατέλειωτη ποικιλία των εκδηλώσεων της τέχνης, διακρίνει κανείς όταν εμβαθύνει στην ιστορία της, μια βαθειά ενότητα μια πρωτεύουσα αρμονία.
Από τα χρόνια των πριμιτίφ έως το κατώφλι της αναγέννησης, από τα σπήλαια τα γεμάτα σκιές όπου οι πρώτοι καλλιτέχναι σχεδιάζουν χαράζοντας την πέτρα, έως τους Καθεδρικούς Ναούς τους φωτισμένους από την φαντασμαγορίαν των υαλωμάτων των, υπό την παναρμόνια Ελλάδα όπου οι μαρμάρινοι θεοί χαμογελούν γαλήνια στο λευκό και απέραντο φως έως τις υπέργοκες Ινδίες όπου πλήθος από τέρατα βαρεία και μόλις σχεδιασμένα στο γρανίτη των ερημιών, πάντοτε όταν προσέχουμε ακούμε τις ίδιες συνηθισμένες φωνές να τραγουδούν το αιώνιον άσμα της συνεχίσεως της δημιουργικής προσπάθειας. Αρμονικό τραγούδι, υπέροχη και ουράνια χορωδία με τις πολυποίκιλες και ένθεες φωνές, μας κάνεις να ριγούμε από μια μυστική συγκίνηση και μας μαθαίνεις να σεβόμαστε το μυστήριο του Έργου όπου ο Καλλιτέχνης άντλησε την ανάγκη να μοιράση με τους άλλους τους παλμούς της ψυχής του.
Όπως η διαδοχή των κρίκων σχηματίζει την αλυσσίδα, ο Καλλιτέχνης σχηματισμένος από το παρελθόν και το παρόν εξασφαλίζει την συνέχειαν της παραδόσεως.
Η παράδοσις είναι η διαδοχή των συνηθειών της ζωής. Η ζωή στην τέχνη εδρεύει εις τις προσωπικότητες που διακρίνονται από το ότι κατέχουν το δώρο να μεταμορφώνουν τη φύση δια μέσου της ευαισθησίας των. Δεν υπάρχει αληθινή και αυθόρμητη παράδοση χωρίς δημιουργία και κατά συνέπεια ούτε στυλ χωρίς παράδοση.
Η ζωγραφική της εποχής μας διακρίνεται από τις πλέον πολυποίκιλες τάσεις, και όπως στις μεγάλες εποχές, η τέχνη σήμερα δεν γνωρίζει ποτέ διακοπή ενόσω το εφευρετικό πνεύμα δεν παύει να εκδηλώνεται. Και ενόσω αυτή ανανεώνεται στους τρόπους της εκφράσεως ελεύθερα.
Είναι πολλές και ποικίλες οι πηγές που συντελούν στην κλιμακωτή καταστροφή του περιβάλλοντος, οι δε πιθανότητες προστασίας του μειώνονται καθημερινά. Αναμφίβολα θα είναι πολύ αργά να μιλάμε για προστασία, όταν θα έχει ήδη πάψει να υπάρχει σημαντική μερίδα ζωής. Γι’ αυτό επιβάλλεται το θέμα του περιβάλλοντος να το εντάξουμε στην ύπαρξη της ίδιας της ζωής και εκτιμώντας το σαν αναπόσπαστο και συνυφασμένο μ’ αυτή στοιχείο ν’ αναλύσουμε τις αιτίες καταστροφής του.
Θα ήθελα να επισημάνω μια μεν, αλλά αποδεδειγμένα σημαντική αιτία καταστροφής του, την πυρηνική ενέργεια.
1. Οι δυο όψεις του νομίσματος
Πάνω από πέντε χρόνια έχουν περάσει από την καταστροφή του πυρηνικού εργοστασίου στο Chernobyl. Κι όλα δείχνουν ότι η επόμενη δεκαετία θα είναι περίοδος σημαντικών εξελίξεων που θα βαρύνουν μάλλον αρνητικά παρά θετικά στην πορεία της χρήσης της πυρηνικής ενέργειας. Εκείνο όμως που ενδιαφέρει, είναι πως σε τελική ανάλυση, η ανθρωπότητα θα βγει μάλλον χαμένη παρά κερδισμένη από την επικίνδυνη και ξεπερασμένη αυτή ενεργειακή επένδυση.
Είναι αλήθεια, ότι όσες φορές προσπάθησα ν’απομονώσω τους πυρηνικούς αντιδραστήρες (τη λεγόμενη ειρηνική χρήση της πυρηνικής ενέργειας) από τους πυρηνικούς εξοπλισμούς, απέτυχα, και αυτό γιατί μεταξύ άλλων ενώ τα μεγάλα πυρηνικά κράτη δεν εγκαθιστούν πλέον στις ίδιες τους τις χώρες τέτοιους σταθμούς, τα μικρά αντίθετα τους αγοράζουν ώστε να έχουν και τη δυνατότητα απόκτησης της πολύτιμης πρώτης ύλης (ουράνιο – 235 ή πλουτώνιο – 239) για κατασκευή πυρηνικών όπλων (Ισραήλ, Πακιστάν, Ιράκ, Ιράν, Ν. Αφρικανική Ένωση, κ.ά.).
2. Πολιτική εξάρτηση
Στη δεκαετία του ’50 άρχισαν οι πρώτες εγκαταστάσεις πυρηνικών σταθμών στις μεγάλες, αλλά και στις μικρές χώρες, αποφέροντας μεγάλα μεν κέρδη στις κατασκευάστριες εταιρείες, δεσμεύοντας όμως τεχνολογικά, οικονομικά αλλά και πολιτικά τις μικρές χώρες – πελάτες που δεν είχαν τέτοιου επιπέδου τεχνολογία. Το γεγονός ότι το ουράνιο «καιγόμενο» δίνει εκατομμύρια φορές παραπάνω ενέργεια από το κάρβουνο, έδωσε αφορμή στους τότε ειδικούς να διαβεβαιώνουν τους μελλοντικούς καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας πως η πυρηνική κιλοβατώρα θα ήταν τόσο φθηνή ώστε δεν θ’ άξιζε τον κόπο ούτε καν να μετριέται, γιατί οι μετρητές θα στοίχιζαν περισσότερο. Αυτό στην πράξη απεδείχθη μύθος. Όπως μύθος απεδείχθη και η μελετητής επιτροπής του Rasmussen, που κατέληγε μεταξύ άλλων, πως οι αντιδραστήρες ήσαν τόσο ασφαλείας ώστε η πιθανότητα να σκοτωθεί κάποιος από πυρηνικό ατύχημα ήταν ίση με την πιθανότητα να σκοτωθεί από μετεωρίτη.
Υποστηρίζεται ότι η βασική διάκριση σήμερα πρέπει να ‘ναι εκείνη Βορρά – Νότου, ανεπτυγμένων χωρών της Δύσης και του ‘Τρίτου Κόσμου».
Υποστηρίζεται ότι η βασική διάκριση δεν είναι πια κεφαλαίου – εργασίας, αλλά λαών «πλουσίων» και «φτωχών».
Όπως οι Οικολόγοι υποστηρίζουν ότι η κύρια διάκριση είναι φύσης και ανθρώπου.
Όλα αυτά έχουν μια ορισμένη δικαιολογία που εξαίρεται από την κατάρρευση του ανατολικού χώρου, από την κατάρρευση της ισορροπιστικής αντίθεσης Δύσης -Ανατολής, στηριζόμενης στο αμοιβαίο «δέος» της πυρηνικής πανοπλίας. Στο κείμενο αυτό θα σταθώ στην οποιαδήποτε σημασία οι κάθε είδους παρατηρητές και κριτές αποδίδουν στο αναμφισβήτητο διευρυνόμενο χάσμα Βορρά – Νότου, «ανεπτυγμένων χωρών» και ‘Τρίτου Κόσμου».
Θεωρώ ότι το χάσμα αυτό είναι η πιο κραυγαλέα συνέπεια του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί σήμερα ο παγκοσμιοποιούμενος καπιταλισμός και ο «πολιτισμός» του.
Δηλαδή για να μη γίνεται άμεση αναφορά σε μια στενή «οικονομιστική» ερμηνεία του μαρξισμού, που επί πολλά χρόνια δυστυχώς επικράτησε, και η οποία παρέλειπε να τονίζει τη συνολική λειτουργία του συστήματος και του «πολιτισμού» του δηλ. των αξιών που κατορθώνει και επιβάλλει.
Έτσι π.χ. η αναμφισβήτητη οικολογική καταστροφή του Πλανήτη δεν εξηγείται από μια άμεση αναφορά στην αντίθεση «κεφαλαίου – εργασίας» αλλά από το πώς λειτουργεί συνολικά το βασιζόμενο στο κεφάλαιο και τον «πολιτισμό» του σύστημα.
Από τέτοια αντίληψη πρέπει ν’ απορρέει και αυτό που τονίζεται τώρα σαν κύριο χαρακτηριστικό της βαρβαρότητας στην οποία πράγματι καταποντίζεται το σύστημα, ύστερα ιδίως από την υποβάθμιση της αντίθεσης «Δύσης – Ανατολής», δηλαδή της έννοιας «Βορράς – Νότος» «ανεπτυγμένες χώρες» – ‘Τρίτος Κόσμος».
Τον καιρό της έξαρσης της αντιαποικιακής επανάστασης ιδίως στον αφρικανικό και αραβικό κόσμο, όπου επικρατούσαν τα ιστορικά ονόματα του Κρούμα, του Λουμούμπα, του Νάσσερ, του Μπεν – Μπελλά, επικρατούσε και η κατ’ εξοχήν «τριτοκοσμική» θεωρία του Φρανς Φανόν που έριχνε το βάρος στη διάκριση Βορρά – Νότου, λαών «πλουσίων» και λαών «φτωχών», δυτικών και τριτοκοσμικών. Και έδινε προτεραιότητα στη φτωχή αγροτιά απέναντι στο εν μέρει «προνομιούχο» μικρό προλεταριάτο των πόλεων.
Με το διευρυνόμενο τώρα χάσμα Βορρά – Νότου θα ξανάλθουμε σε τέτοιες αντιλήψεις, που δεν ξεκινούν και δεν στηρίζονται από την «ουσία» αλλά τα «επιφαινόμενα» και επομένως έχουν τα τρωτά τους. Όμως πως προσδιορίζεται ο ‘Τρίτος Κόσμος» που πράγματι η διατήρηση και η διεύρυνση του είναι η πιο σοβαρή, η πιο αποφασιστική δοκιμασία της βιωσιμότητας του παγκοσμιοποιημένου καπιταλιστικού συστήματος;
Πόσο αυτή μπορεί να διαρκέσει σε περίπτωση π.χ. που το σύστημα αυτό θ’ αποδειχθεί ικανό να αναβαθμίσει στο μέσο ίδιο βιοτικό και πνευματικό επίπεδο τον ‘Τρίτο Κόσμο», ή αντίθετα αν το περιχαρακωμένο βασίλειο των «ανεπτυγμένων» προφυλασσόμενο από τους «βαρβάρους» που ολοένα και περισσότερο ασφυκτικότερα θα το περικυκλώνουν, αφήσει τους «βαρβάρους» στην τύχη τους;
Η κατάρρευση των περισσότερων χωρών του» υπαρκτού σοσιαλισμού» η κρίση και οι δυσκολίες των υπόλοιπων, έθεσαν ένα αναπόφευκτο ερώτημα: μήπως και ο σοσιαλισμός ήτανε μια θαυμάσια ουτοπία; Τα ιδανικά της ισότητας, της δικαιοσύνης και της ανθρώπινης απελευθέρωσης θα παραμείνουν συνεπώς για πάντα στην απροσπέλαστη περιοχή του ιδανικού, επειδή βρίσκονται σε αντίφαση με την εγωιστική ανθρώπινη φύση;
Από πολλές πλευρές έχουν γίνει απόπειρες να ερμηνευθεί η κατάρρευση των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού1. Μια από τις ερμηνείες που διατυπώθηκαν, είναι αυτή που θεωρεί το σοσιαλιστικό, και κατ’ επέκταση το κομμουνιστικό ιδεώδες, ασυμβίβαστο με την ανθρώπινη φύση. Κατά συνέπεια, το ερώτημα για την ανθρώπινη φύση έχει μια άμεση πολιτική σημασία: αν ο σοσιαλισμός αντιφάσκει με την εγωιστική φύση του ανθρώπου, τότε και κάθε μελλοντική απόπειρα για θεμελίωση σοσιαλιστικών κοινωνιών είναι προκαταβολικά καταδικασμένη. Και τότε πρέπει να δεχτούμε ότι η κεφαλαιοκρατική – ατομικιστική κοινωνία είναι η τελευταία μορφή ανθρώπινης κοινωνίας ότι οι αστοί ιδεολόγοι είδαν σωστά και ότι ο Marx ήταν ένας, μεγαλοφάνταστος έστω, ουτοπικός.
Είναι προφανές ότι το προηγούμενο πολιτικό ερώτημα δεν μπορεί να απαντηθεί στο επίπεδο της πολιτικής. Για να καταλήξουμε σε κάποιο συμπέρασμα, απαιτείται η φιλοσοφική διερεύνηση του ερωτήματος για την ανθρώπινη φύση. Ας επιχειρήσουμε λοιπόν να περάσουμε, από το πεδίο της πολιτικής, στην περιοχή της φιλοσοφίας.
Edward Hopper, Carolina Morning,1955
1. Η μεταφυσική, αντίληψη για την ανθρώπινη φύση.
Εδώ δεν είναι βέβαια ο τόπος για μια σκιαγραφία έστω, της προϊστορίας του προβλήματος, θα αναφερθώ ωστόσο σε δύο απόψεις, όπως αυτές διαμορφώθηκαν στον ευρωπαϊκό χώρο: στη χριστιανική και στην αστική, επειδή σχετίζονται άμεσα με το θέμα μας.
Είναι γνωστό ότι ο χριστιανισμός δέχεται έναν εγγενή δυϊσμό της ανθρώπινης φύσης: από τη μια το φθαρτό υλικό σώμα και από την άλλη η αυλή αθάνατη ψυχή. Η δυϊστική αντίληψη που θεωρεί το σώμα φθαρτό σκήνωμα, φορέα, φυλακή της ψυχής, έχει μια μακρά προϊστορία: από το αιγυπτιακό ιερατείο μέσω του Πυθαγόρα πέρασε στην πλατωνική φιλοσοφία και από τον Πλάτωνα και τους νεοπλατωνικούς, στους πατέρες της Εκκλησίας. Ο καρτεσιανός δυϊσμός είναι η κλασική μορφή της αστικής – χριστιανικής αντίληψης για τις σχέσεις ύλης και πνεύματος.
Οποιοσδήποτε επιχειρεί να επανατοποθετήσει κριτικά, με τρόπο πρωτότυπο ζητήματα βγαλμένα από τα έργα του Antonio Gramsci τόσο από τα γραπτά «εν θερμώ», της καυτής καθημερινής στράτευσης μέχρι το 1926, όσο και από τα γραπτά των καταναγκαστικών καταστάσεων μιας σκληρής φυλακής, πρέπει να ξέρει ότι στη βάση της ανάλυσης, τα πάντα έχουν στην ουσία λεχθεί και είναι ουσιαστικά αδύνατον να ανακαλύψει κάτι παραπάνω το οποίο μπορεί να έχει ξεφύγει από προηγούμενους σχολιαστές.
Η τεράστια κριτική φιλολογία πάνω στον Gramsci έχει δύο βασικές αιτίες. Η πρώτη ιδιαίτερα ιταλική και η δεύτερη διεθνής. Κατά πρώτο λόγο ο Gramsci έχει αναμφίβολα υποστεί στην Ιταλία μια θεοποίηση σαν «θεμελιωτής» του ιταλικού κομμουνισμού από το 1921 (μια πραγματική ιστοριογραφική ανακρίβεια που ανεχθήκαμε επί μακρόν) και σαν υποστηρικτής του «ιταλικού δρόμου για το σοσιαλισμό», μια στρατηγική επιλογή που ήταν στην πραγματικότητα επεξεργασμένη από τον Palmiro Togliatti από το 1943 με βάση τις γεωπολιτικές προϋποθέσεις που δημιουργήθηκαν μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο. Ανεξάρτητα από το αν αυτή η επιλογή αξιολογήθηκε θετικά ή αρνητικά ο Antonio Gramsci δεν έχει σχέση μ’ αυτό, και σ’ αυτό το σημείο θα επανέλθουμε παρακάτω. Ξεκινώντας από το 1945 στην Ιταλία οποιοσδήποτε θέλησε να νομιμοποιήσει τις δικές του πολιτικοφιλοσοφικές απόψεις με «θεωρητικό τρόπο», έτσι που να είναι απ’ όλους αποδεκτές, αρκούσε να βρει στον Gramsci τη σωστή φρασούλα που μπορούσε να εξυπηρετήσει αυτή την προσπάθεια. Αυτή η απαράδεκτη χρήση του Gramsci ήταν η ίδια που έγινε και στην περίπτωση των τσιτάτων του Marx και του Λένιν από τους Μπρέζνιεφ, Σουσλώφ και του Γκορμπατσώφ στην αρχή.
Είναι ένα τυπικό ιστορικό φαινόμενο της μεσαιωνικής φάσης του κομμουνιστικού κινήματος, όπου αρκεί η αναφορά στις θεωρητικές αυθεντίες της υψηλότερης ιεραρχίας, παρά η οποιαδήποτε προσωπική άποψη. Πρόκειται για τη συμβολική αντανάκλαση της αναγνωρισμένης αυθεντίας από τον επαγγελματικό πολιτικό ιστό του κομουνισμού του κόμματος. Επιμένουμε στο γεγονός του μεσαιωνισμού αυτής της σκανδαλώδους κατάστασης. Στο μεσαίωνα πράγματι η αναφορά στα αποφθέγματα του ευαγγελίου, του Αυγουστίνου, του Boezio ή του Αριστοτέλη, με σκοπό να κλείσουν το στόμα των διαφωνούντων ή των αιρετικών, ήταν επίσης κυρίαρχος τρόπος πειθούς. Η «αιρετική» χρήση της εξουσίας δεχόταν στην ουσία την ιερότητα της πίστης στα τσιτάτα και απέρριπτε τη σωστή ερμηνεία του γραπτού, που ήταν ενάντια στην ορθοδοξία. Το ίδιο ακριβώς γίνεται με τον Gramsci στην Ιταλία από τις κριτικές ομάδες ξεκινώντας από τα χρόνια του ’50. Μια θλιβερή ιστορία που ίσως η κατάρρευση του κομμουνισμού το ΄91 βάζει επιτέλους στα αρχεία..
Βέβαια ο Gramsci καθόλου δεν επεδίωκε να κατασκευάσει ένα «σύστημα», αν και de facto οι σκέψεις και οι αναζητήσεις του κατέληγαν στο να συνιστούν κάτι περισσότερο από μια σειρά ευφυών και οξυδερκών παρατηρήσεων. Υπήρχε επίσης στον Gramsci κάτι περισσότερο από αυτό που έβρισκε κανείς στους κλασικούς φιλόσοφους του λεγόμενου δυτικού μαρξισμού», το νεαρό Lukacs και τον Karl Korsch. Ενώ δηλαδή σ’ αυτούς υπήρχε μια ευφυής επαναδιατύπωση του φιλοσοφικού κώδικα του κομμουνισμού, εναλλακτική σ’ αυτή, που προσέφερε ο λεγόμενος «διαλεκτικός υλισμός» (και η οποία ήταν βασισμένη σε μια εσχατολογία γενικής θετικιστικής κοσμολογίας) – αναπόφευκτα «θρησκευτικής» έστω και με την παράδοξα «άθεη» μορφή που ωστόσο στο βάθος δεν περιείχε τίποτα περισσότερο από αυτό ακριβώς.
Η Τέα Βασιλειάδου συζητά με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο
Περιοδικό Ουτοπία Νο 1 ,σελ.91-101.
Δεν ξέρω τι μπορεί κανείς να οραματιστεί
για το μέλλον, αλλά ένα είναι σίγουρο, ότι
αν πάψει να οραματίζεται ή να ονειρεύεται
το μέλλον, τότε αυτός ο οργανισμός –
άτομο ή κοινωνία – είναι νεκρός.
‘Το μετέωρο βήμα του πελαργού»– όπως και όλες οι ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου – πυροδότησε και συνεχίζει ν’ αποτελεί αφορμή για πολλές συζητήσεις. Ο σκηνοθέτης επικοινωνεί, συλλογάται, διαλέγεται.Η συζήτηση, που δεν είναι μια αλλά πολλές, είναι η αφορμή για αναζήτηση, για σκέψη. Είναι μια αφετηρία για νέα όρια. Είναι ένα ταξίδι. Και φυσικά δεν τελειώνει. Δεν κλείνει.
Μέχρι το επόμενο ταξίδι, λοιπόν, Θόδωρε Αγγελόπουλε.
Τέα Βασιλειάδου: Η ταινία ‘Το μετέωρο βήμα του πελαργού” θέτει ένα πρόβλημα συνόρων και προσφύγων. Των προσφύγων και με τις δύο έννοιες: εκείνων που καταλύουν τα γεωγραφικά σύνορα και εκείνων που φεύγουν από τα δικά τους εσωτερικά όρια.
Θόδωρος Αγγελόπουλος: Ομολογώ ότι δεν φανταζόμουν ποτέ πως θα έβλεπα να πραγματώνονται εκείνα που είχα φανταστεί και θεωρούσα, ας πούμε, ακραίες ευαίσθητες περιοχές. Τότε με απασχολούσαν πάρα πολύ ενώ έμοιαζε να μην απασχολούν τόσο πολύ κανέναν άλλο. Καμιά φορά αρχίζω να σκέφτομαι μήπως αυτό που λένε διαίσθηση με τη μεταφυσική έννοια υπάρχει. Δε νομίζω βέβαια ότι οφείλεται στο γεγονός ότι είμαι από τους μελετητές και αναλυτές της ιστορίας και των πολιτικών πραγμάτων, έτσι ώστε αυτό να βγαίνει σαν συμπέρασμα κάποιων μεθοδικών παρατηρήσεων. Μάλλον οφείλεται στο ότι με νοιάζει όλη αυτή η ιστορία. Με ευαισθητοποιεί πάρα πολύ, με κάνει – εκεί που ο άλλος βλέπει έναν πρόσφυγα εγώ να βλέπω εκατό. Το περίεργο είναι ότι την επόμενη στιγμή είναι εκατό.
Ας έλθουμε όμως στα σύνορα. Η έννοια των συνόρων είναι ένα πάρα πολύ μεγάλο θέμα κι είναι δύσκολο να μιλήσεις γι αυτό χωρίς να γίνεις δυσάρεστος σε κάποιους. Και πως να μιλήσεις; Να μιλήσεις με ιστορικούς όρους; με πολιτικούς; με όρους υπαρξιακούς; με όρους ελευθερίας; Εγώ θα έλεγα ότι την έννοια του χωρίς σύνορα κόσμου μπορούσαν άπειροι άνθρωποι να τη δεχτούν. Έναν κόσμο όπου δε θα χρειαζόταν να μπαίνουν από δω και από κει φρουροί. Αυτό μπορεί να γίνει όμως σ’ έναν κόσμο που θα έχει συνειδητοποιηθεί ότι η επικοινωνία με τον άλλο είναι πολύ σημαντική κι ότι η ελευθερία του περάσματος από τη μια χώρα στην άλλη, χωρίς διαβατήριο, ωφελεί παρά ζημιώνει. Κανείς δεν χάνει έτσι την ταυτότητα του, ούτε τη δυνατότητα να κρατήσεις τις ιδιαιτερότητες του τόπου σου και εν τέλει δεν χάνεις τίποτα απ’ όσα φοβούνται αυτοί που φοβούνται την κατάργηση των συνόρων. Το να αποδεχθεί κανείς αυτά τα τεχνητά σύνορα και σχεδόν ν’ αδιαφορήσει για τη φασαρία που γίνεται για τον επαναπροσδιορισμό τους κερδίζοντας την ουσία, δηλαδή βρίσκοντας επικοινωνία με τους άλλους, αυτό είναι το σπουδαίο, αυτό καταργεί τα σύνορα από μόνο του.
Τ.Β: Ωστόσο στην ταινία υπάρχει κι η άλλη έννοια των συνόρων. Τα εσωτερικά σύνορα.
Θ.Α: Έτσι είναι. Πρόκειται για τα όρια που μπαίνουν συνέχεια. Διαχωρισμούς σε γλώσσες, φυλές, διαχωρισμοί στον έρωτα, στην επικοινωνία, στο όνειρο, στο τι μπορούμε και τι δεν μπορούμε. ‘Ορια της ύπαρξης. Γιατί σε μια υπαρξιακή διάσταση αυτό το πέρασμα των ορίων είναι σαν ξεπέρασμα της έννοιας του θανάτου, θα έλεγα κάνοντας ποιητική υπέρβαση ότι αυτό πάει να πει πως εσύ ο πεπερασμένος, ο έχων διάρκεια πεπερασμένη, λειτουργείς με όρους αιωνιότητας. Ένας κομμουνιστής που παλιότερα δεχόταν να εκτελεστεί για να ζήσουν καλύτερα οι άλλοι είχε υπερβεί τα σύνορα.
Τ.Β: Με τον ίδιο τρόπο που όταν πήγαινε να πολεμήσει στην Ισπανία για τους Ισπανούς είχε υπερβεί τα όρια της δικής του πατρίδας.
Θ.Α : Είχε υπερβεί την έννοια του στενού εθνικισμού. Οι μεγάλες αλήθειες η ελευθερία, η κοινωνική δικαιοσύνη, η δημοκρατία, είναι έννοιες χωρίς πατρίδα, υπάρχουν για όλο τον κόσμο. Δεν υπάρχει μπροστά σε μια έννοια ελευθερίας, ανθρώπινης ανταλλαγής, ενός κόσμου αρμονικού, η έννοια του διαχωρισμού. Από μόνη της η αρμονία διώχνει τους διαχωρισμούς, διώχνει τα σύνορα.
H ιδέα για την Ουτοπία γεννήθηκε το 1991, αμέσως μετά την κατάρρευση του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, σε εποχή γενικευμένης απογοήτευσης. Θεωρήσαμε, τότε, ότι ένα περιοδικό Θεωρίας και Πολιτισμού, ήταν ανάγκη της στιγμής. Προφανώς θέλαμε να δημιουργήσουμε ένα αριστερό, μαρξιστικό περιοδικό. Γιατί όμως Ουτοπία; Για δύο λόγους. Πρώτο, θέλαμε να αποφύγουμε, για ευνόητους λόγους, έναν παραδοσιακό μαρξιστικό τίτλο. Δεύτερο, Ουτοπία, ως γνωστόν, σημαίνει αυτό που δεν υπάρχει. Την ίδια στιγμή σημαίνει αυτό που δεν υπάρχει ακόμα. Για μας, ο σοσιαλισμός, παρά την κατάρρευση, ήταν το μη εισέτι υπάρχον· μια μη πραγματωμένη δυνατότητα που ωριμάζει ως η επαναστατική υπέρβαση των αντινομιών του υπαρκτού καπιταλισμού.(…)
Θελήσαμε να αντιδράσουμε, προσωπικά και ομαδικά-δημόσια, στη γενική απογοήτευση και σύγχυση. Λοιπόν: Ένα αριστερό μαρξιστικό περιοδικό, θεωρίας και πολιτισμού. Φιλοσοφία, φιλοσοφία των επιστημών, πολιτική, θεωρία τέχνης, παιδεία. Κεντρικός στόχος, πολιτικός: Δεν είναι τυχαίο ότι στο πρώτο τεύχος υπάρχει άρθρο για τη λειτουργία της πολιτικής και επίσης άρθρο με θέμα: Ο σοσιαλισμός είναι συμβατός με την ανθρώπινη φύση, θέμα που τα πολιτικά μας κόμματα δεν το έχουν θέσει ποτέ (απ’ ότι γνωρίζω);